Δεν απαιτείται και κάποια ιδιαίτερα κοπιαστική και διεισδυτική παρατήρηση για να διαπιστώσει κανείς την απόσταση που έχει εγκατασταθεί μεταξύ αυτού που συνηθίζουμε να ονομάζουμε κοινωνικό σώμα και της πολιτικής δραστηριότητας ή συνολικά της πολιτικής παρουσίας και πράξης. Οι δύο πλευρές μοιάζουν με άλλους κόσμους, που τυπικά βρίσκονται σε επικοινωνία, στην ουσία όμως ο καθένας είναι προσανατολισμένος αλλού.

Μας χωρίζουν λίγες ημέρες από τις ευρωεκλογές της 9ης Ιουνίου και η απόσταση αυτή εκφράζεται ως αδιαφορία για την αναμέτρηση, ως μια υπόθεση που περισσότερο αφορά τα ίδια τα κομματικά επιτελεία και τους στενούς σχεδιασμούς τους και λιγότερο τους πραγματικούς ανθρώπους και την κοινωνία, όπου η μέριμνα της καθημερινής επιβίωσης απορροφά προσοχή και ενδιαφέρον. Πρόκειται για μια συνθήκη όχι απλής υποχώρησης της πολιτικής, αλλά για μια ποιοτική μεταβολή στη σχέση πολιτών και εκλεγμένων αντιπροσώπων. Η ποιοτική αυτή μεταβολή θα αποτυπωθεί στην κάλπη ως αριθμός πρώτα και ως μια εκδήλωση αλλοίωσης της πολιτικής λειτουργίας συνακόλουθα.

Η αποχή, ο κίνδυνος της μεγάλης αποχής. Η φύση της εκλογής ευνοεί την αποχή. Δεν εκλέγεται Κυβέρνηση, δεν υπάρχει ενδεχόμενο συνολικής ανατροπής των συσχετισμών, η αποχή είναι μια επιλογή χαμηλής έντασης και ανώδυνης «εμπλοκής». Ο ψηφοφόρος εύκολα παρέχει στον εαυτό του την απελευθερωτική από την ευθύνη της απόφασης επιλογή. Δεν συμμετέχει πιστεύοντας ότι δεν νομιμοποιεί αυτό που υπάρχει και δεν συμπράττει σε αυτό που κυριαρχεί. Το υπόστρωμα της δικαιωμένης αποχής δεν χρειάζεται και κάποια ιδιαίτερη επεξεργασία.

Είναι η φάση που προηγείται της συνειδητής απομάκρυνσης από το πολιτικό μέτωπο, της απόσυρσης από κάθε έννοια πολιτικής διεργασίας και έκφρασης, μιας εσωτερικής καταδίκης του «πολιτικού κατεστημένου», που προοδευτικά τοποθετήθηκε στη θέση του ξένου και του εχθρικού. Ο σχετικός αριθμός μεγαλώνει και η αντίληψη αυτή κερδίζει έδαφος, συνοδευόμενη από την πεποίθηση ότι η αποχή αυτού του τύπου είναι αντισυμβατική πράξη, ουσιαστική αμφισβήτηση και άρνηση του συστήματος, με τη φαντασία της μικρής επανάστασης να την στερεώνει.

Την ώρα που αυτά βουβά ή και δημόσια συντελούνται, με πολιτικές δυνάμεις στα δεξιά να τροφοδοτούν αυτόν τον πολιτικό ανορθολογισμό, οι κατά τεκμήριο εκφραστές της δημοκρατικής αντίληψης στην ευρύτερη περιοχή του κέντρου δεν φαίνεται να νοιάζονται και πολύ για την απειλητική ρωγμή που κινδυνεύει να εξελιχθεί σε διάσπαση της κοινωνικής ενότητας που η πολιτική από τη φύση της προτάσσει, θα έπρεπε διαλεκτικά να προτάσσει.

Ο προσανατολισμός των πολιτικών αυτών δυνάμεων, με την αυτοπροστασία των εκφραστών τους ως πρώτο στόχο, επιταχύνει την βαθύτερη αυτή ποιοτική μεταβολή εις βάρος της πολιτικής λειτουργίας και μηχανικά της μικρής ή μεγάλης σημασίας κάθε εκλογής για το κοινωνικό σώμα. Δεν χρειάζονται και πολλά. Η απόσταση, η αποχή και η προοδευτική απόσταση γίνεται αποξένωση. Η ανάκτηση της πολιτικής δεν είναι θεωρητική ανάγκη. Είναι η προϋπόθεση της ανασύνταξης.

*Ο Λευτέρης Κουσούλης είναι πολιτικός επιστήμονας.