Ως δισεκατομμυριούχος στον τομέα των ακινήτων, μεγιστάνας μέσων ενημέρωσης και τρεις φορές πρωθυπουργός της Ιταλίας, η καριέρα του Σίλβιο Μπερλουσκόνι εκτείνεται πολλές δεκαετίες. Τα τελευταία χρόνια, όμως, η παρουσία του δεν είναι τόσο έντονη – λόγω ασθένειας εμφανίζεται συχνά σε κομματικές εκδηλώσεις μέσω βίντεο, ενώ του είχε απαγορευθεί να αναλάβει δημόσια αξιώματα στην Ιταλία για τέσσερα χρόνια, έπειτα από καταδίκη για φορολογική απάτη.

Ωστόσο, σήμερα στα 85 του χρόνια, ο πρώην πρωθυπουργός της Ιταλίας αποφάσισε να είναι πάλι υποψήφιος στις εκλογές. Αναπάντεχα, οι εκλογές της 25ης Σεπτεμβρίου είναι πιθανό να οδηγήσουν στη νίκη του δεξιού συνασπισμού, με τον Μπερλουσκόνι να καταλαμβάνει κρίσιμη θέση, εξασφαλίζοντάς του ένα αξίωμα με επιρροή για τα επόμενα πέντε χρόνια.

Η επιστροφή είναι αποτέλεσμα της αίσθησης του «καθήκοντός» του, είπε ο Μπερλουσκόνι σε γραπτή συνέντευξή του στο Politico. Η Ιταλία χρειάζεται τις αξίες που μόνο το κόμμα του εκπροσωπεί, υποστηρίζει, για την επανεκκίνηση της οικονομίας. Παρά την κυριαρχία του στην ιταλική πολιτική και στα ΜΜΕ επί δύο δεκαετίες, μέχρι πριν από λίγο καιρό φαινόταν ότι η πολιτική καριέρα του Μπερλουσκόνι είχε τελειώσει.

Η εικόνα του αμαυρώθηκε από τα σκάνδαλα των πάρτι «μπούνγκα-μπούνγκα», στο οποίο μάρτυρες περιέγραψαν όργια στην πολυτελή βίλα του έξω από το Μιλάνο. Το 2011, μια αυξανόμενη εθνική κρίση χρέους και οι φόβοι ότι η Ιταλία θα μπορούσε να χρεοκοπήσει τον ανάγκασαν να παραδώσει την εξουσία στον τεχνοκράτη Μάριο Μόντι. Αντιμετώπισε πολλές διώξεις, πριν τελικά αποβληθεί από τη Γερουσία έπειτα από καταδίκη για φορολογική απάτη το 2013.

Ομως, η απροσδόκητη άνοδος του εθνικιστικού λαϊκισμού την τελευταία δεκαετία έδωσε στον Μπερλουσκόνι την ευκαιρία να διαμορφώσει έναν ρόλο ως μετριοπαθούς υπεύθυνου φιλοευρωπαίου. Εξελέγη στο Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο το 2019, αν και σπάνια παρευρέθηκε στις ψηφοφορίες. Πέρυσι, η αποκατάστασή του έγινε όταν εντάχθηκε στον μεγάλο κυβερνητικό συνασπισμό με επικεφαλής τον πρώην πρόεδρο της Ευρωπαϊκής Κεντρικής Τράπεζας, Μάριο Ντράγκι, βασικό στήριγμα των ευρωπαϊκών θεσμών.

Στη συνέχεια, τον περασμένο μήνα, προφανώς διαισθανόμενος μια αλλαγή στον πολιτικό άνεμο, ενώθηκε με άλλους εταίρους του συνασπισμού για να αποσύρει την υποστήριξη από την κυβέρνηση Ντράγκι, γεγονός που οδήγησε στις πρόωρες εκλογές τις οποίες φαίνεται πιθανό να κερδίσει η Δεξιά. Οι τρεις υπουργοί του παραιτήθηκαν από το κόμμα Forza Italia του Μπερλουσκόνι, λέγοντας ότι ήταν «ανεύθυνος» και βάζει τα κομματικά συμφέροντα πάνω από το καλό της χώρας.

Η υποστήριξη για τον Μπερλουσκόνι, τον μικρότερο εταίρο σε μια δεξιά συμμαχία με τους σκληροπυρηνικούς Αδελφούς της Ιταλίας της Τζόρτζια Μελόνι και την αντιμεταναστευτική Λέγκα του Ματέο Σαλβίνι, είναι πολύ μειωμένη από τις ημέρες δόξας του το 2008, όταν το κόμμα του Καβαλιέρε είχε συγκεντρώσει 37% των ψήφων. Αυτή τη στιγμή οι δημοσκοπήσεις τού δίνουν ποσοστό γύρω στο 8%. Αλλά μαζί, τα κόμματα της δεξιάς συμμαχίας αναμένεται να λάβουν περίπου το 45% των ψήφων, το οποίο θα πρέπει να είναι αρκετό για την πλειοψηφία στο κοινοβούλιο.

Ωστόσο, δεν είναι μόνο οι ιταλοί ψηφοφόροι τους οποίους πρέπει να κερδίσουν τα συντηρητικά κόμματα, αλλά και οι διεθνείς αγορές ομολόγων, οι οίκοι αξιολόγησης, οι ευρωπαϊκές κυβερνήσεις και θεσμοί, που αγωνιούν ότι η πιο δεξιά κυβέρνηση στη μεταπολεμική ιστορία της Ιταλίας θα μπορούσε να θέσει σε κίνδυνο τη δημοκρατία και τις συμμαχίες της Ιταλίας στην ΕΕ και στο ΝΑΤΟ. Εάν οι διεθνείς θεσμοί δεν πειστούν ότι η υπερχρεωμένη Ιταλία θα βρεθεί σε ασφαλή χέρια, το κόστος δανεισμού θα εκτοξευθεί στα ύψη και τα περιθώρια ελιγμών της επόμενης κυβέρνησης θα περιοριστούν σημαντικά.

Οσον αφορά την κριτική του για την εισβολή του Πούτιν στην Ουκρανία, μέχρι τώρα ο Μπερλουσκόνι ήταν σιωπηλός. Αναπολώντας την εποχή του στην πρωθυπουργία ισχυρίστηκε ότι είχε εργαστεί για να βελτιώσει τις σχέσεις μεταξύ Ρωσίας και Δύσης. Η συμφωνία ΝΑΤΟ – Ρωσίας του 2002, στη Ρώμη, «θα μπορούσε να έχει ξεκινήσει μια εποχή κατά την οποία η Ρωσία έγινε εταίρος και έμπιστος συνομιλητής» είπε και δήλωσε «βαθιά απογοητευμένος» με τον Πούτιν.

Πώς λοιπόν θα επιστρέψει ο Μπερλουσκόνι στο κέντρο της πολιτικής σκηνής; Θεωρείται πιθανό να διεκδικήσει τον δεύτερο υψηλότερο θεσμικό ρόλο της Ιταλίας, την προεδρία της Γερουσίας, αλλά θα ήταν μια αμφιλεγόμενη επιλογή και οι σύμμαχοί του δεν τον έχουν υποστηρίξει μέχρι στιγμής. Αλλά, ακόμη και χωρίς επίσημο θεσμικό ρόλο, όσο συγκεντρώνει τις ψήφους που αναμένει, ο Μπερλουσκόνι θα έχει σημαντική εξουσία στην επόμενη κυβέρνηση.

«Αν συγκεντρώσει 7% έως 8%, όπως αναμενόταν, θα μπορούσε να κάνει τη διαφορά μεταξύ μιας καθαρής νίκης για τους δεξιούς και ενός ασταθούς αποτελέσματος», δηλώνει ο Ντανιέλ Αλμπετάτσι, καθηγητής πολιτικής στο Πανεπιστήμιο του Σάρεϊ. «Θα ήταν κρίσιμος για την επιβίωση του συνασπισμού. Και σίγουρα θα κάνει τους συμμάχους του να το νιώσουν».

Έντυπη έκδοση «ΤΑ ΝΕΑ»