«Το χιούμορ είναι ένας τρόπος να γελάς με τη θλίψη». Ο Ελβετός Μάρτιν Τσίμερμαν, ο άνθρωπος-ορχήστρα που σκηνοθετεί, δημιουργεί τα σκηνικά, τη χορογραφία και ερμηνεύει και ο ίδιος έναν κομβικό ρόλο στις τόσο ιδιαίτερες παραστάσεις του, χτίζει κάθε δουλειά του γύρω από αυτό το αξίωμα. Στη νέα του δουλειά «Danse Macabre» που φέρνει στο Φεστιβάλ Αθηνών και Επιδαύρου τρεις χαρακτήρες ζουν και κινούνται μέσα και δίπλα στα σκουπίδια, χωμένοι σε κάδους σαν παράσιτα, ζώντας ως αποσυνάγωγοι στις παρυφές της κοινωνίας. Ανάμεσά τους κινείται μια ψηλόλιγνη φιγούρα που σκηνοθετεί τις πράξεις τους ερήμην τους και καθορίζει τη μοίρα τους, δίχως εκείνοι να έχουν επίγνωση της παρουσίας του. Είναι ο Θάνατος και τον υποδύεται ο ίδιος ο Μάρτιν Τσίμερμαν αφήνοντας τους υπόλοιπους χαρακτήρες να επιδίδονται σε μια συνεχή μάχη για την επιβίωση, τη φυσική, την κοινωνική, την υπαρξιακή, με βασικό όπλο απέναντί της το χιούμορ.

«Με έναν τρόπο βρισκόμαστε όλοι στις παρυφές, κι ας προερχόμαστε από μια πιο εύρωστη χώρα. Προσπαθούμε να επιβιώσουμε ενώ οι πολιτικοί αποφασίζουν για εμάς δίχως να είμαστε η προτεραιότητά τους, ο κοινωνικός ιστός αποσαθρώνεται, σε έναν κόσμο όπου η ουσιαστική επικοινωνία έχει χαθεί και είμαστε πιο μόνοι από ποτέ». Αλλωστε, η συγκεκριμένη παράσταση άρχισε να δημιουργείται στη διάρκεια της πανδημίας, όταν ο Τσίμερμαν άρχισε να χτίζει αυτοσχεδιάζοντας ως σκελετός μια ιστορία γύρω από την κατάσταση του κόσμου σήμερα αλλά και βασισμένη στη δική του ανάγκη για συμφιλίωση με το γεγονός ότι μεγαλώνει.

Είμαστε όλοι κλόουν

Από εκεί και πέρα οι περιγραφές για τη μορφή του έργου του καλλιτέχνη που έχει τιμηθεί με το Μέγα Ελβετικό Βραβείο για τις Παραστατικές Τέχνες 2021, μόνο ελλειπτικές μπορούν να είναι γιατί το σύμπαν που δημιουργεί υπερβαίνει την όποια ταξινόμησή του σε ένα είδος. Σύγχρονος χορός, physical theatre, εικαστικά παράδοξα και μεγάλη εκφραστικότητα από την οποία λείπουν μόνο οι λέξεις. Στο επίκεντρό του βρίσκεται το τσίρκο και ο κλόουν καθώς οι ερμηνευτές χορεύουν πάνω σε σκηνικά που μοιάζουν να βρίσκονται σε μια μόνιμη αστάθεια, συγγενική με τη ρευστότητα της ζωής. «Ο κλόουν στη δουλειά μου δεν είναι εκείνος που φέρνουμε συνειρμικά στο μυαλό μας» όπως θα πει στο «Βήμα». «Ο κλόουν για παράδειγμα γνωρίζει τα πάντα, καθώς η κάθε του κίνηση ξεκινάει μέσα από το σώμα και βγαίνει προς τα έξω και φέρνει στην επιφάνεια μύχια συναισθήματα και σκέψεις. Είμαστε όλοι εν δυνάμει κλόουν, με την έννοια ότι είναι πολύ συγκεκριμένος ο τρόπος που κινούμαστε, οι εκφράσεις που χρησιμοποιούμε, ο τρόπος που κατοικούμε τον χώρο. Απλώς ένας επαγγελματίας φτάνει αυτό το σύνολο των κινήσεων και εκφράσεων σε μια υπερβολή». Στη συγκεκριμένη παράσταση βοηθάει και η μουσική υπόκρουση, ένα «κράμα techno και εκκλησιαστικής μουσικής» όπως θα πει ο Τσίμερμαν, την οποία έχει γράψει ο ελβετός πιανίστας της τζαζ Κολέν Βαγιόν.

Η επιστήμη του τσίρκου

Ο 52χρονος Τσίμερμαν μεγάλωσε σε ένα μικρό χωριό στο Βίλντμπεργκ της Ελβετίας βλέποντας Μπάστερ Κίτον και Τσάρλι Τσάπλιν αλλά και ταινίες του Φελίνι και θαυμάζοντας τον ελβετικής καταγωγής γλύπτη Ζαν Τινγκελί, δημιουργό των εντυπωσιακών «μεταμηχανικών» κινητικών γλυπτών.

Είναι όλες επιρροές που είναι άμεσα αναγνωρίσιμες στις δουλειές που κάνει τα τελευταία είκοσι χρόνια ενορχηστρώνοντας ο ίδιος κάθε πτυχή τους. «Οταν ήμουν νέος δεν είχα χρήματα και έπρεπε να κάνω δύο δουλειές για να επιβιώσω, όπως και να αναλαμβάνω την ευθύνη των έργων που ήθελα να δημιουργήσω» θα πει.

Ηδη από παιδί ασχολούνταν με πάθος με τα ζογκλερικά, αναγνωρίζοντας τον κλόουν που έφερε μέσα του αλλά και εκείνον που φέρουμε όλοι μας. Ο πατέρας του τον ενθάρρυνε στα ενδιαφέροντά του, όταν όμως ήρθε η ώρα να σπουδάσει τον παρότρυνε να κάνει κάτι «σοβαρό», κάτι που θα μπορούσε να γίνει δουλειά. Ετσι, θήτευσε κοντά σε έναν διακοσμητή στη Ζυρίχη και όταν ξεμπέρδεψε με τα πρέπει ακολούθησε την καρδιά του στο Παρίσι. Εκεί δηλαδή όπου σπούδασε για πέντε χρόνια στο Centre National des Arts du Cirque (CNAC), μια σχολή όπου διδάχθηκε ακροβατικά, ζογκλερικά αλλά και σύγχρονο χορό και υποκριτική, εφόδια που διεύρυναν τη σωματική του ευελιξία και τις δυνατότητες έκφρασης.

H παράσταση «Dance Macabre» είναι η νέα δουλειά που φέρνει στο Φεστιβάλ Αθηνών και Επιδαύρου και η τρίτη που παρουσιάζει στη διοργάνωση μετά τις «Oper Opis» και την περσινή «Ein zwei drei». Το ελληνικό κοινό σε κάθε περίπτωση είχε αγκαλιάσει το κωμικοτραγικό σύμπαν του, «οι Ελληνες έδειξαν να έχουν κατανόηση μιας τέτοιας συνθήκης, αναγνώρισαν το χιούμορ πίσω από το σκοτάδι και ανταποκρίθηκαν γελώντας. Γιατί σίγουρα οι αντιδράσεις του κοινού στις παραστάσεις μου είναι διαφορετικές για παράδειγμα στην Ιαπωνία απ’ ό,τι στη Νάπολι».

«Danse Macabre» στο Φεστιβάλ Αθηνών και Επιδαύρου, Πειραιώς 260 (Η), 21-22/6.