«Χθες ονειρεύτηκα τον γάμο της». Με αυτές τις λέξεις αρχίζει το νέο βιβλίο της Ρέας Γαλανάκη. Ακολουθεί μια ατμοσφαιρική περιγραφή σχεδόν ιερουργικής ομορφιάς. Η νύφη, με αραχνοΰφαντο πέπλο να σκεπάζει το πρόσωπό της, προχωρεί προς το μαρμαρόχτιστο ιερό του Αγίου Μηνά, του μητροπολιτικού ναού Ηρακλείου. Η συγκεκριμένη γυναίκα δεν είναι άλλη από τη «μαμά» της συγγραφέως. Η τελετή, ο γάμος των δύο επιστημόνων, δύο γιατρών σπουδαγμένων στη Δυτική Ευρώπη, του ωτορινολαρυγγολόγου Εμμανουήλ Γαλανάκη και της μικροβιολόγου Αικατερίνης Παπαματθαιάκη, των ανθρώπων που αργότερα θα γίνονταν οι γονείς της, πραγματοποιήθηκε αναμφισβήτητα (σε σπίτι ωστόσο και όχι στην εκκλησία, όπως στο όνειρο). Παραμένει πάντως «ατεκμηρίωτο» το μυστήριο. Δεν υπάρχει δηλαδή κάποια σχετική φωτογραφία του ζευγαριού. Υπάρχει όμως μια άλλη, εμβληματική μαυρόασπρη φωτογραφία την οποία η συγγραφέας θεωρεί «γαμήλια» και τη μοιράζεται με τους αναγνώστες της μετά την ολοκλήρωση ετούτης της πολύτροπης υβριδικής αφήγησης. Ο πατέρας της (ντυμένος σαν αντάρτης, καθότι συνέδραμε ουσιαστικά την Αντίσταση τότε παρέχοντας τις πολύτιμες υπηρεσίες του) και η μητέρα της (η οποία, σαν συντονισμένη με τη συνθήκη, έχει επίσης κρεμασμένο στον δεξί της ώμο ένα όπλο) ποζάρουν στον φακό κατά τις αρχές Οκτωβρίου του 1944, τις μέρες της απελευθέρωσης της πόλης του Ηρακλείου από τους Γερμανούς.

Κόρη και δημιουργός

Με το όγδοο μυθιστόρημά της υπό τον τίτλο Εμμανουήλ και Αικατερίνη (και τον πολύ χαρακτηριστικό υπότιτλο «Τα παραμύθια που δεν είναι παραμύθια») η Ρέα Γαλανάκη, μια κορυφαία φωνή της σύγχρονης ελληνικής λογοτεχνίας, καταθέτει το πλέον βιωματικό της βιβλίο μέχρι σήμερα. Το γεγονός δε ότι το επιχειρεί ακριβώς μέσω της μυθοπλασίας, μιας τέχνης που κατέχει άριστα, κάνει το αποτέλεσμα ακόμη πιο απολαυστικό. Το ξεχωριστό ενδιαφέρον έγκειται εν πολλοίς, πέραν της γλωσσικής και τεχνικής αρτιότητας, στη σεβαστική λεπτότητα που εμποτίζει το όλο εγχείρημα. Μιλά για τον εαυτό της μόνο στον βαθμό που μιλά για τους γονείς της. Μιλά για τη διαμόρφωσή της μόνο στον βαθμό που μιλά και – ή κυρίως – για τη δική τους διαμόρφωση. Το ένα μάτι ανήκει στην κόρη και το άλλο στη δημιουργό, έτσι συγκροτεί το βλέμμα της η Γαλανάκη, με την προσοχή της μεθόδου και το άνοιγμα της καρδιάς, έτσι ανασυστήνει τη σχέση με τους γονείς της και έτσι αναστοχάζεται συγκρούσεις και συμφιλιώσεις. Απέναντι σε μια (κακώς εννοούμενη) αυτο-αναφορικότητα, πληκτική συχνά για τους υπόλοιπους, αλλά και την επίπλαστη μυχιότητα της λεγόμενης αυτο-μυθοπλασίας, που είναι και πάλι στη μόδα διεθνώς, η Ρέα Γαλανάκη, ανταποκρινόμενη σε ένα εσώτερο κάλεσμα της ωριμότητάς της, ή καλύτερα σε έναν «αποσπασματικό νόστο», έρχεται να προτάξει μια (καλώς εννοούμενη) αντικειμενικότητα, ένα ισορροπημένο κράμα διανοητικής πείρας και αισθητικής πειθαρχίας, ένα μετρημένο ύφος που ταλαντεύεται μεταξύ εμπλοκής και αποστασιοποίησης, ώστε μια δεδομένη οικογενειακή κληρονομιά – επιφανής βενιζελικός ο πατέρας, λόγου χάριν, και με εθελοντική συμμετοχή στη Μικρασιατική Εκστρατεία, σελίδες συγκλονιστικές αυτές, τις οποίες είναι αδύνατο να προσπεράσουμε και λόγω της εφετινής επετείου – όχι μόνο να την κοσκινίσει μα και να τη διαθλάσει σε έναν βίο ευρύτερο, τοπικό και εθνικό, με άλλα λόγια να την προσδέσει λογοτεχνικά στην ιστορική, κοινωνική και πολιτιστική περιπέτεια της Κρήτης και της Ελλάδας. Η σύνθεση της μεγάλης εικόνας και οι εντυπωσιακές λεπτομέρειες που αναδύονται παράλληλα δημιουργούν πραγματικά την αίσθηση ενός εκτεταμένου και σφιχτοπλεγμένου υφαντού καμωμένου από «λέξεις χειροποίητες».

Το βίωμα και η συγκίνηση

Η Ρέα Γαλανάκη μάς υποδέχθηκε στην οικία της στην Αθήνα και, προσφέροντάς μας καφέ και γλυκίσματα, συνομίλησε με «Το Βήμα» για το καινούργιο της βιβλίο. «Κατά την ταπεινή μου γνώμη, ο καθένας από εμάς θα έπρεπε να αφήνει πίσω μια μικρή περίληψη της ζωής του, να την αφήνει για τους αγαπημένους του. Το λέω αυτό και ως άνθρωπος και ως συγγραφέας. Είμαι πλέον κι εγώ στην ηλικία των απολογισμών, βλέπω τα πράγματα πιο ψύχραιμα, βλέπω πώς μοιράζεται το δίκιο, βλέπω τα φάρμακα που κομίζουν τα χρόνια στη μνήμη. Γιατί έγραψα αυτό το βιβλίο; Δεν ξέρω ακριβώς. Είναι επειδή, από ένα σημείο και μετά, μας τραβά όλους ανεξαιρέτως το χώμα που έχουμε μπροστά μας; Προσπαθώ ακόμη να βρω τις αιτίες. Ισως είναι, μεταξύ άλλων, η κατοπινή ανάγκη της επιστροφής σε μια καθοριστική περίοδο της ζωής μου. Πάντως, δεν πρωτοτυπώ. Πολλοί συγγραφείς, στο εξωτερικό και στην Ελλάδα, έχουν γράψει για τους γονείς τους. Μου πήρε συνολικά τέσσερα χρόνια να ολοκληρώσω το βιβλίο. Ξεκίνησα να γράφω την εισαγωγή αλλά μετά σταμάτησα. Κακά τα ψέματα, το θέμα είναι δύσβατο, δύστροπο. Το ξανάπιασα στη διάρκεια της πανδημίας, όταν κλειστήκαμε μέσα για τα καλά. Αλλιώς, μπορεί και να μην το είχα κάνει καθόλου» δήλωσε η συγγραφέας.

Οι απαρχές ωστόσο εντοπίζονται παλαιότερα, στη μοναδική συζήτηση που είχε με τη θεία της (την αδελφή του πατέρα της) κατά τη δεκαετία του 1980 αλλά και στις κουβέντες, περισσότερες προφανώς, που είχε με τη μητέρα της κατά τη δεκαετία του 1990. Από περιέργεια και ένστικτο συγγραφικό, «χωρίς βεβαίως να ξέρω σε τι επρόκειτο να μου χρησιμεύσει αυτό το υλικό», είχε ζητήσει από τις ηλικιωμένες γυναίκες να της μιλήσουν «για την οικογένεια» και εκείνη κατέγραψε τις μαρτυρίες τους. «Πρώτη φορά χρησιμοποιώ αυτή τη μορφή αφήγησης, την τόσο απροκάλυπτα (αυτο)βιογραφική. Ασφαλώς χρησιμοποιώ και ένα βασικό τέχνασμα, επιδίδομαι στην αναζήτηση αυτών των «γνωστών-αγνώστων» που υπήρξαν οι γονείς μου. Εν προκειμένω η μυθοπλασία – ακόμη και η μυθοπλασία που προτιμώ και υπηρετώ εγώ, μια μυθοπλασία που δεν αρέσκεται στις αυθαιρεσίες, όταν καταπιάνεται με υπαρκτά πρόσωπα – με απελευθέρωσε περισσότερο και με βοήθησε να τους προσεγγίσω και να τους φανταστώ ως αυτόνομους ανθρώπους. Κατά τα λοιπά, αποφεύγω να επαναλαμβάνομαι από βιβλίο σε βιβλίο, το βρίσκω κάπως βαρετό, ακόμη και για εμένα την ίδια. Αλλωστε, η βεντάλια του λογοτεχνικού φάσματος μας δίνει άπειρες δυνατότητες, ενώ η μονοκαλλιέργεια, καταπώς λέμε, στερεύει την παραγωγή. Το δικό μου αταλάντευτο στοίχημα παραμένει η ορατότητα του ύφους μου, να διακρίνεται δηλαδή η συγγραφική μου ταυτότητα μέσα από τα διαφορετικά είδη του λόγου, να υπάρχει πάντοτε μια αναγνωρίσιμη οικονομία και χάρη σε ό,τι κι αν προσπαθώ να γράψω».

Η Ρέα Γαλανάκη προτιμά τη λέξη «συγκίνηση» από τη λέξη «έμπνευση» που παραπέμπει «σε κάτι μεταφυσικό». Αυτό ισχύει εν γένει για την καλλιτεχνική της εργασία. Το λογοτεχνικό πλησίασμα των γονέων της δεν σχετίζεται καθόλου με το «αίμα», μιας και τη συγκεκριμένη έννοια, δυνητικά επικίνδυνη, την τοποθετεί κάπου «ανάμεσα στον φασισμό και στην ανοησία». Ποια αποδείχθηκε όμως η κυρίαρχη δυσκολία για την ίδια στο Eμμανουήλ και Αικατερίνη, σε αυτό το τόσο ιδιαίτερο βιβλίο; «Στο ότι, επί της ουσίας, κλήθηκα να μιλήσω για εμένα, να μιλήσω χωρίς μάσκες για τον εαυτό μου. Δυσκολεύτηκα πολύ. Δεν το κρύβω. Οι γονείς μας αποτελούν ίσως τον πιο σημαντικό καθρέφτη μας, διότι σε αυτόν, έναν καθρέφτη επίπονο και τρυφερό συγχρόνως, αντανακλάται η αυτογνωσία μας. Η δυσκολία σε αυτού του είδους τα κείμενα έγκειται επίσης – το λέω και το υπογράφω με ένταση – στο ότι ποτέ δεν λέμε τις βαθύτερες πληγές μας. Πάντα αποσιωπούμε κάποια πράγματα από τις ζωές μας και νομίζω ότι αυτό είναι πολύ ανθρώπινο» συμπλήρωσε.

 

Τα φορτία των νοοτροπιών

Αν σε κάτι στέκεται αρκετά η Ρέα Γαλανάκη είναι η αυστηρότητα («παράλογη» την αποκαλεί κάπου) που επέδειξαν οι γονείς απέναντί της. «Δεν είμαι σίγουρη αν μου τη μεταβίβασαν ή αν είχα πια μαλακώσει αρκετά για να την αντιμετωπίσω. Είναι μάλλον θέμα χαρακτήρα. Κι εγώ είμαι αυστηρός άνθρωπος, με τον εαυτό μου και τους άλλους. Και δεν είμαι εύκολος άνθρωπος, το αναγνωρίζω αυτό. Το θέμα είναι ότι εκείνη η αυστηρότητα οδήγησε σε μια σφοδρή ρήξη, στην επανάστασή μου, αν προτιμάτε, όταν ερωτεύτηκα για πρώτη φορά και έφυγα από το σπίτι μου. Εκτοτε η ζωή μου άλλαξε ριζικά σε πολλά πεδία, ακόμη και πολιτικά, ιδεολογικά. Εξακολουθώ να πιστεύω ότι ήταν ένα τεράστιο κέρδος που δεν τους άκουσα. Το ακόμη πιο ενδιαφέρον, σε ένα άλλο επίπεδο, είναι ότι έπραξα σύμφωνα με τους «άγραφους νόμους» της Κρήτης, χωρίς ωστόσο να έχω ανάλογη συναίσθηση, καθώς όταν εγώ κλέφτηκα, είκοσι χρόνων κοπέλα, δεν είχα ιδέα από αυτούς, κατόπιν τους έμαθα και τους διερεύνησα. Τι να σας πω, σκέφτηκα να αποδώσω την αυστηρότητά τους ακόμη και στη μόρφωσή τους. Ηταν σαν να λογοδοτούσαν, ας πούμε, σε μια ανώτερη δεοντολογία ζωής. Οι εγγράμματοι άνθρωποι τότε, ποιος ξέρει γιατί, δεν ήταν συμπονετικοί. Οι μη μορφωμένοι πάλι, αυτούς που λένε «αγράμματους», ήταν πολύ πιο συμπονετικοί, πιο κοντά στο πάθος και στον πόνο των άλλων. Βεβαίως σε ένα πράγμα και οι δύο πλευρές ήταν απόλυτες, αλίμονο, στην ακεραιότητα της ηθικής ενός κοριτσιού… Από την άλλη μεριά, σήμερα καταλαβαίνω ότι δεν ήταν δικό μου όλο το δίκιο. Είχαν και οι γονείς το μερίδιό τους στο δίκιο. Ενδεχομένως με αυτό το βιβλίο, όπου διερευνώ εκείνο το φορτίο νοοτροπιών και συμπεριφορών που τους διαμόρφωσε και που μοιραία μου κληροδότησαν, να ξεκαθαρίζω αυτόν τον λογαριασμό. Επιπλέον, για εμένα έχει αξία που το έκανα αυτό τώρα, επειδή έχουν πλέον πεθάνει και δεν έχω στην Κρήτη ούτε έναν κόκκο άμμου κυριολεκτικά ως ιδιοκτησία» τόνισε.

Είναι άραγε το Εμμανουήλ και Αικατερίνη, όπως υπονοεί κάπου άλλου η Ρέα Γαλανάκη, μια ύστερη και αναπόφευκτη επανεκτίμηση της ενηλικίωσής της; «Ναι, δεν υπάρχει αμφιβολία. Αισθάνομαι ότι μας αφορά όλες και όλους αυτό. Απογαλακτιζόμαστε κάποια στιγμή από την παιδική μας ηλικία, αλλά από την ενηλικίωσή μας όχι και τόσο εύκολα. Για πολλά χρόνια πασχίζουμε να ξεπεράσουμε την ενηλικίωσή μας, εκείνη την περίοδο κατά την οποία έχουμε δώσει μια κύρια κατεύθυνση στη ζωή μας και έχουμε διαμορφώσει τις σχέσεις της. Φαίνεται ότι κλωτσάμε πιο άνετα την παιδική μας ηλικία, παρά την πρώτη νεότητά μας, την οποία εγώ ονομάζω ενηλικίωση. Το γοητευτικό με τη ζωή μας είναι ότι, όπως γράφω, «ποτέ δεν έχουμε καιρό». Και αντιστοίχως ποτέ δεν αποφεύγουμε τις επιστροφές, επειδή κάθε πληρότητα είναι ανέφικτη και μάλλον αυταρχική, είτε θέλουμε να την αποδώσουμε στον εαυτό μας είτε στους άλλους».

Ρέα Γαλανάκη

Εμμανουήλ και Αικατερίνη – Τα παραμύθια που δεν είναι παραμύθια

Εκδόσεις Καστανιώτη, 2022, σελ. 416, τιμή 18 ευρώ

*Το βιβλίο κυκλοφορεί στις 11 Μαΐου

Κυκλικότητα, παραμύθια, λογοτεχνία

Το Εμμανουήλ και Αικατερίνη έχει, ως προς την αφήγηση, μια κυκλικότητα, τόσο στη σύλληψη όσο και στην εκτέλεση. «Η γραμμική αφήγηση είναι κάπως βιασμένη. Γιατί το μυαλό μας δεν λειτουργεί μόνο έτσι. Δεν είμαστε δηλαδή απλώς αποσπάσματα οι άνθρωποι, διότι προφανώς υφίσταται ένα νήμα σε κάθε ζωή. Από την άλλη μεριά, ο τρόπος που κάθε φορά αυτά τα αποσπάσματα – όχι όλα, όσα επανέρχονται – ενσωματώνονται εκ νέου στην αδιάσπαστη συνέχεια της ζωής, δηλαδή ο καινούργιος τρόπος με τον οποίο θα επανασυνδεθούν μαζί της και φυσικά ο τρόπος με τον οποίο θα ειπωθούν, είναι ακριβώς αυτό που λέμε λογοτεχνία».
Τι είναι τα παραμύθια που δεν είναι παραμύθια; «Είναι ιστορίες που υπήρξαν χωρίς ωστόσο να είμαστε βέβαιοι ότι υπήρξαν με τον τρόπο που έφτασαν σε εμάς. Είναι ιστορίες που υπήρξαν αλλά είχαν και πολλές διαφορετικές εκδοχές. Ετσι είναι οι ιστορίες που ακούμε, σαν παραμύθια που συγκροτούν τον χαρακτήρα μας, την οικογενειακή και προσωπική μας μυθολογία. Με το βιβλίο αυτό καταδύθηκα στη δική μου». Τέλος, αναφερόμενη στη δική της πολυβραβευμένη πορεία στη λογοτεχνία, η Ρέα Γαλανάκη υπογράμμισε: «Εχω γράψει όσο καλύτερα μπορούσα. Σημασία έχει όμως τι θα μείνει. Πιστεύω ότι θα μείνει μόνο ό,τι είναι σκληρά δουλεμένο. Και δεν αναφέρομαι μόνο στη γλώσσα, αυτό είναι αφελές. Θα μείνει μόνο ό,τι είναι δομικά και αισθητικά συνεκτικό, ό,τι έχει άποψη για τον κόσμο, ό,τι θέτει ερωτήματα και ό,τι καταφέρει (αν το καταφέρει) να υπερβεί τη χρονική στιγμή στην οποία γράφτηκε, την όποια επικαιρότητά του, πηγαίνοντας ακόμη πιο βαθιά».