Αυτήν την εποχή ο ηθοποιός, συγγραφέας και ενίοτε σκηνοθέτης Μιχάλης Ταμπούκας, βρίσκεται σε πρόβες για τις «Τρωάδες» με το ΘΕΑΜΑ, το πρώτο επαγγελματικό συμπεριληπτικό (αναπήρων και μη αναπήρων) θέατρο στην Ελλάδα με αξιοσημείωτη διεθνή αναγνώριση. Το έργο του Ευριπίδη ανεβαίνει σε πανελλήνια πρώτη στη διασκευή του Ζαν–Πολ Σαρτρ σε μετάφραση Ελίνας Νταρακλίτσα στην παράσταση που σκηνοθετεί ο ιδρυτής του ΘΕΑΜΑ Βασίλης Οικονόμου.

«Η σκηνοθετική προσέγγιση του Βασίλη Οικονόμου εστιάζει καίρια στον πυρήνα του κειμένου και αναδεικνύει στην πράξη το πνεύμα του» αναφέρει σχετικά, ο Μ. Ταμπούκας. «Ολεθρος και ξεριζωμός. Η θέση της γυναίκας. Καταπίεση και εκμετάλλευση. Εξυπακούεται πως η διαχρονικότητα του έργου είναι τουλάχιστον συγκλονιστική. Αν μη τι άλλο, φέτος συμπληρώνονται εκατό χρόνια από την καταστροφή της Σμύρνης και την ίδια στιγμή βιώνουμε όλη αυτήν την οδύνη με τον πόλεμο στην Ουκρανία».

Ο Μ. Ταμπούκας που προσφάτως συμμετείχε και στη σειρά Σασμός» στον ρόλο του σεσημασμένου κακοποιού Λάμπρου Κούρτη, υπηρετεί με συνέπεια την Τέχνη του κάτι που φαίνεται από τη γκάμα των ρόλων του ως ηθοποιός σε έργα όπως «Η Ιστορία του Ζωολογικού Κήπου» του Ολμπι (Τζέρι), «Ιάκωβος ή Υποταγή» του Ιονέσκο (Ροβέρτος Πατέρας), «Πέρσες» του Αισχύλου (Αγγελιαφόρος) και «Νεκρασόφ» του Σαρτρ (επιθεωρητής Γκομπλέ). Όλα  σε παραστάσεις του ΘΕΑΜΑ, όλα σε σκηνοθεσία Β. Οικονόμου.

Το πέρασμα από το σινεμά

Ο κινηματογραφικός σκηνοθέτης Νίκος Παναγιωτόπουλος, στον οποίο από ταινία σε ταινία άρεσε να μεταμορφώνει τους ηθοποιούς (όπως γράφει και στο βιβλίο του «Από το καλάθι των αχρήστων»), αξιοποίησε τον Μιχάλη Ταμπούκα στις ταινίες «Αθήνα–Κωνσταντινούπολη», «Τα Οπωροφόρα της Αθήνας» και το κύκνειο άσμα του, «Η Κόρη του Ρέμπραντ».

Από το 2007 ως τον ξαφνικό θάνατό του το 2016, η συνεργασία τους εξελίχθηκε. «Μετά την “Κόρη του Ρέμπραντ” είχε αρχίσει μία ταινία που δεν ολοκληρώθηκε ποτέ, στην οποία συμμετείχα μαζί με τον Βασίλη Οικονόμου» είπε ο Ταμπούκας. «Ο Νίκος Παναγιωτόπουλος, πληθωρικός και ζεστός όπως ήταν σε κάθε του έκφραση, μας καθοδηγούσε αβίαστα εμπνέοντaς μας. Ήταν ένα κυριολεκτικά μοναδικό γύρισμα από κάθε άποψη. Δύο μέρες μετά, μας άφησε όλους εντελώς απροσδόκητα…».

Και συμπληρώνει: «Είναι σημαντικό που προβάλλονται ταινίες του στην τηλεόραση γιατί άφησε μία παρακαταθήκη που πρέπει να εκτιμηθεί και από νεότερες γενιές θεατών». _