Οι χουλιγκανικές αντιδράσεις των πασοκογενών στο 3ο Συνέδριο του ΣΥΡΙΖΑ-ΠΣ δεν ήταν κεραυνός εν αιθρία. Γεννήθηκαν λόγω της απόφασης μετατροπής και του ΣΥΡΙΖΑ σε κόμμα αδιαμεσολάβητης σχέσης αρχηγού – μελών. Ακόμη και πολύ αξιόλογοι διανοούμενοι και επιστήμονες, οι οποίοι γνωρίζουν πολύ καλά τη ρήση του υπέροχου Μπάμπη Δρακόπουλου πως στα αρχηγικά κόμματα χειρότερη φράξια είναι αυτή της ηγεσίας, αποδέχθηκαν αυτή την εξέλιξη. Την ίδια στιγμή ο Αντώνης Κοτσακάς, προερχόμενος από το ΠαΣοΚ και στενότατος συνεργάτης του Ακη Τσοχατζόπουλου, ό,τι χειρότερου είχε το πολιτικό μας σύστημα, μιλούσε για γάμους με τη Σοσιαλδημοκρατία.

Στις 6-8 Μαΐου προχωρεί και η ΝΔ σε Συνέδριο. Ο Πρωθυπουργός υποστηρίζει πως η πρόοδος στα ζητήματα του gov.gr δεν είναι ούτε αριστερή ούτε δεξιά ούτε κεντρώα. Οσο κοινότοπο και να είναι, έχει δίκιο, αν μιλάμε για το gov.gr. Τι γίνεται όμως όταν μιλάμε για την ψηφιακή οικονομία; Τι γίνεται αν οι ερωτήσεις αφορούν στο αν χρειάζεται μείωση φόρων ή προοδευτική φορολογία, αν οι ανισότητες διευκολύνουν ή αναστέλλουν την πρόοδο, αν χρειάζεται νεοφιλελεύθερο δίχτυ ασφαλείας ή σοσιαλδημοκρατικό κράτος πρόνοιας, αν η εργασία και ο έλεγχος της αγοράς ή σκέτα η ελεύθερη αγορά έχει προτεραιότητα, αν στηρίζουμε τις συλλογικές ή τις ατομικές συμβάσεις; Και εκεί, αγαπητοί «φίλοι της δημοκρατίας», δεν υπάρχουν αριστερές, κεντρώες και δεξιές απαντήσεις; Πάντως ο κ. Μητσοτάκης φαίνεται να απειλείται περισσότερο από την ίδια τη ΝΔ και από τα δεξιά του, παρά από τα άλλα δύο μισά κόμματα.

Ο ΣΥΡΙΖΑ όσο θα βλέπει το ΚΙΝΑΛ ως ριμέικ ταινίας με τίτλο «στον δρόμο με τους καμένους» θα παραμένει στην αντιπολίτευση. Η «προοδευτική διακυβέρνηση» δεν κρύβει πως ο σκοπός της δεν είναι ούτε σοσιαλδημοκρατικός ούτε ριζοσπαστικός αριστερός, αλλά η επιστροφή στην εξουσία. Η απουσία αυτοκριτικής για τον τρόπο που ο ΣΥΡΙΖΑ έγινε κόμμα εξουσίας, για το πώς άσκησε εξουσία με την ακροδεξιά (παρά τα θετικά βήματα όπως οι Πρέσπες και η νομοθεσία για τη ΛΟΑΤΚΙ κοινότητα) και για το πώς σήμερα ασκεί μια ξεπερασμένη αντιπολίτευση, αποκαλύπτει την έλλειψη ηγεμονικής πρότασης.

Στις 8 Μαΐου και στο ΚΙΝΑΛ, χαμένοι στη μετάφραση του τι σημαίνει «σοσιαλδημοκρατική διακυβέρνηση», καλούνται τα μέλη του, κατά την τεράστια πλειοψηφία τους και μέλη του ΠαΣοΚ, να απαντήσουν στο δύσκολο ερώτημα αν θέλουν να τους λένε ΠαΣοΚ. Στις 20-22 Μαΐου ακολουθεί το Συνέδριό του. Μέχρι τη στιγμή που γράφονταν αυτές οι γραμμές δεν είχαν κατατεθεί κάποιες προσυνεδριακές Θέσεις. Οι σύνεδροι του Μαΐου – σύμφωνα με την παράδοση – μάλλον θα κληθούν να υπερψηφίσουν την ομιλία του αρχηγού. Οπως συνοψίζει για τέτοια Συνέδρια το μέλος του Πολιτικού Συμβουλίου του ΚΙΝΑΛ Θόδωρος Μαργαρίτης, αυτά «γίνονται κάτι σαν ανοιχτές εκδηλώσεις με αποκλειστικό επίκεντρο την ομιλία του αρχηγού». Τα αρχηγικά κόμματα είτε καταφεύγουν στις περιβόητες «εκλογές από τη βάση» είτε σε δημοψηφίσματα με προδιαγεγραμμένα αποτελέσματα.

Γύμνια ηγεμονικών ιδεών υπάρχει και στο Κίνημα Αλλαγής. Αυτό όσο αδιαφορεί για τη διαμόρφωση μιας σύγχρονης πολιτικο-ιδεολογικής πυξίδας, θα «στριμώχνεται» στη στήριξη κυβερνήσεων συνεργασίας με το εκάστοτε πρώτο κόμμα. Η «σοσιαλδημοκρατική κυβέρνηση» δεν αποκρύπτει την εμφανή αδυναμία της ηγεσίας του να εμπλουτίσει τις ανάλαφρες ιδεολογικές της αποσκευές. Αυτό δυσχεραίνει τη μη μετατροπή του σε συμπλήρωμα. Οι επιμέρους προτάσεις του κόμματος δεν δένουν με μια ανάλυση των ταξικών αναδιαρθρώσεων που έχουν συμβεί στην κοινωνία. Γι’ αυτό και αντί να καταλήγουν σε μια ηγεμονική συμμαχία του κόσμου της εργασίας, της παραγωγής και των ασθενέστερων, αναλώνονται σε μεμονωμένες προτάσεις  τύπου «φωτοβολταϊκά στο σπίτι» (με ή χωρίς ταράτσα;) και «κατοικίες για νέους». Προτάσεις που εύκολα μπορούν να ενταχθούν στο πρόγραμμα οποιουδήποτε κόμματος, όταν μάλιστα τις πληρώνει το Ταμείο Ανάκαμψης.

Μετά τις επόμενες και τις αμέσως επόμενες εκλογές ΣΥΡΙΖΑ και ΚΙΝΑΛ αν θέλουν να γίνουν κάτι περισσότερο από δύο μισά κόμματα, οφείλουν να απορρίψουν γάμους, γέφυρες, πασοκικούς και πολακικούς αυριανιστές και να προχωρήσουν, γιατί όχι, σ’ ένα νέο κόμμα. Για να το κάνουν όμως αυτό, πρέπει ν’ ακολουθήσουν από τώρα μια «διανοητική και πνευματική αναμόρφωση» υπέρβασης του προηγούμενου εαυτού τους. Ετσι δημιούργησε το ΠαΣοΚ ως συνασπισμό εξουσίας ο Ανδρέας Παπανδρέου. Ετσι θα δοθούν και απαντήσεις σε όλους τους προερχόμενους από την Κεντροαριστερά, οι οποίοι σήμερα είναι κήρυκες μιας «κανονικότητας» συνεργασιών, καρφί στο μάτι εκείνων που ζουν σε καθημερινή βάση την ανεργία, τις ανισότητες, τη γραφειοκρατία, το πελατειακό σύστημα και την ψευδεπίγραφη αξιοκρατία.

Κατανοητή η ψυχική απόσταση των υποστηρικτών του Κινήματος Αλλαγής από τον ΣΥΡΙΖΑ που τους κατηγορούσε για «δωσίλογους». Κατανοητό πως στην περίπτωση του ΣΥΡΙΖΑ δεν έχουμε να κάνουμε με μια κλασική ευρωπαϊκή ριζοσπαστική Αριστερά στην οποία η κριτική στις αδυναμίες της φιλελεύθερης δημοκρατίας γίνεται από τη σκοπιά του ρεπουμπλικανισμού και όχι του λενινιστικού «έχουμε την κυβέρνηση, αλλά όχι την εξουσία». Αλλά μήπως και το ΠαΣοΚ που κατασκήνωνε στα αντίσκηνα του Καντάφι και στα παλάτια των Σαντάμ και Ασαντ ή αρνούνταν να καταδικάσει τον σοβιετικό-λενινιστικό ολοκληρωτισμό, ήταν ένα κλασικό σοσιαλδημοκρατικό κόμμα; Μήπως και η ΝΔ, παρά τον κ. Μητσοτάκη, είναι ένα κλασικό δεξιό φιλελεύθερο κόμμα; «Αναλαμπή» υπάρχει μόνο εκεί που έχουμε «Αναζήτηση», «Ανατροπή» (Νίκος Θέμελης) και «πνεύμα ρήξης» (Γκράμσι).

*Ο κ. Γιώργος Σιακαντάρης είναι δρ Κοινωνιολογίας.