Ενα ακόμα βήμα προς την κατεύθυνση της αναδιανομής των εισοδημάτων προς όφελος των πλέον ευάλωτων τμημάτων της κοινωνίας έκανε την περασμένη Τετάρτη η κυβέρνηση της Μαδρίτης, ανακοινώνοντας την αύξηση του κατώτατου μισθού κατά 3,67% αναδρομικά από την 1η Ιανουαρίου, στα 1.167 ευρώ τον μήνα. Πρόκειται για την τέταρτη αύξηση του κατώτατου μισθού που αποφασίζει η κυβέρνηση μειοψηφίας του Σοσιαλιστικού Κόμματος και του κινήματος των Ποδέμος από το 2019, που ανήλθε στην εξουσία. Και σηματοδοτεί την επίτευξη του διακηρυγμένου στόχου της κυβέρνησης να φθάσει ο κατώτατος μισθός στο 60% του μέσου εθνικού μισθού (τα 1.167 ευρώ αντιστοιχούν στο 60% των 1.944 ευρώ μηνιαίως που κερδίζουν κατά μέσον όρο οι Ισπανοί).

Στην 7η θέση

Στον στόχο αυτόν είχε συμφωνήσει η κυβέρνηση με τα εργατικά συνδικάτα της χώρας, όχι όμως και οι εργοδοτικές οργανώσεις που θεωρούν ότι έτσι πλήττεται η ανταγωνιστικότητα της ισπανικής οικονομίας. Την αντίθετη άποψη υποστήριξε η υπουργός Εργασίας Γιολάντα Ντίαθ, που χαρακτήρισε την αύξηση ως ένα «πολύ σημαντικό ορόσημο» για την κυβέρνηση και τη χώρα. Η ισπανίδα υπουργός είπε ότι ο αγώνας δρόμου που έκανε κατά το παρελθόν η Ισπανία με άλλες χώρες για το ποια θα μειώσει περισσότερο τους μισθούς, ήταν «βαθιά άδικος» και είχε ως αποτέλεσμα να αποδυναμωθούν τόσο η οικονομία όσο και οι επιχειρήσεις. Σημειωτέον ότι με τις αλλεπάλληλες αυξήσεις του κατώτατου μισθού η Ισπανία σκαρφάλωσε στην 7η θέση της σχετικής κατάταξης στην ευρωζώνη, ξεπερνώντας κατά πολύ τη γειτονική Πορτογαλία, όπου ο κατώτατος είναι μόλις 705 ευρώ.

Επικίνδυνες εξελίξεις

Κύκλους δεν κάνει μόνο η οικονομία, αλλά και η πολιτική. Και η ζωή αυτή καθαυτή. Βοηθούσης της πανδημίας φαίνεται πως στην ιδεολογικοπολιτική διελκυστίνδα των τελευταίων δεκαετιών για την κατίσχυση του δημοσίου επί του ιδιωτικού ή αντίστροφα, το πάνω χέρι έχει την περίοδο αυτή το δημόσιο. Οι κρατικές παρεμβάσεις για την ακρίβεια, με τις οποίες επιχειρείται η αντιστάθμιση των βίαιων ανατροπών στις ζωές των ανθρώπων που έφεραν ο κορωνοϊός και η συνακόλουθη οικονομική κρίση.

Η Ισπανία αναδεικνύεται de facto σε «δοκιμαστικό σωλήνα» για τις νέες πολιτικές τάσεις. Εξέλιξη ιστορικά επικίνδυνη για την ίδια διότι, όταν γυρίσει πάλι ο τροχός, κινδυνεύει να βρεθεί δημοσιονομικά και πολιτικά εκτεθειμένη και ως εκ τούτου κάποιοι να θελήσουν να τη μετατρέψουν σε παράδειγμα προς αποφυγήν. Το ότι πρόκειται για την τέταρτη σε μέγεθος οικονομία της ευρωζώνης δεν είναι βέβαιο ότι της εξασφαλίζει «ασυλία» ή το «ακαταδίωκτο». Σημειωτέον ότι η διαδικασία αύξησης του κατώτατου μισθού στην Ισπανία στο 60% του μέσου εθνικού μισθού ολοκληρώθηκε μία εβδομάδα μετά την αναπάντεχη εργατική μεταρρύθμιση που ενέκρινε το κατακερματισμένο ισπανικό Κοινοβούλιο, η οποία ανατρέπει τις φιλικές προς τις επιχειρήσεις διατάξεις που είχε εισαγάγει στη χώρα εν μέσω κρίσης, προ δεκαετίας, η κεντροδεξιά κυβέρνηση του Χοσέ Μαρία Αθνάρ. Εννέα μικρότερα κόμματα συνέδραμαν για τη μεγάλη αυτή ανατροπή που επαναφέρει ουσιαστικά τις συλλογικές συμβάσεις εργασίας στην Ισπανία, εξουσιοδοτώντας τα συνδικάτα να προχωρήσουν σε διαπραγματεύσεις.

Ανατροπή κατά… λάθος

Παρά ταύτα, η απαραίτητη πλειοψηφία των 175 ψήφων (174 βουλευτές ψήφισαν κατά) εξασφαλίστηκε έπειτα από την ψήφο υπέρ της μεταρρύθμισης που έριξε… κατά λάθος ένας βουλευτής της κεντροδεξιάς αντιπολίτευσης. Στην περίπτωση αυτή, πάντως, η κυβέρνηση μειοψηφίας των Σοσιαλιστών του πρωθυπουργού Πέδρο Σάντσεθ και της Αριστεράς είχε εξασφαλίσει έπειτα από διαπραγματεύσεις το πράσινο φως και από τα συνδικάτα αλλά και από την εργοδοσία. Σημειωτέον ότι πρόκειται για μια δέσμευση του Σάντσεθ έναντι της Ευρωπαϊκής Επιτροπής, που επιτρέπει πλέον στη χώρα του να εισπράξει δισεκατομμύρια ευρώ από το ευρωπαϊκό Ταμείο Αλληλεγγύης για την αντιμετώπιση της πανδημίας. Με την εργατική ρύθμιση παύουν να πριμοδοτούνται οι συμβάσεις εργασίας ορισμένου χρόνου και εν γένει περιορίζονται οι επισφαλείς θέσεις εργασίας, που θεωρούνται ως κύρια αιτία της εργασιακής ανασφάλειας στη χώρα, κυρίως στις νέες ηλικίες. Η Ισπανία βρισκόταν ανέκαθεν μεταξύ των χωρών με τα υψηλότερα ποσοστά ανεργίας στην ΕΕ. Τα τελευταία χρόνια, ωστόσο, η κατάσταση είχε βελτιωθεί θεαματικά. Ο αριθμός των απασχολουμένων ξεπέρασε για πρώτη φορά το επίπεδο των 20 εκατομμυρίων και η ανεργία υποχώρησε στο 14,1% (τον περασμένο Νοέμβριο), όταν ο μέσος όρος στην ευρωζώνη ήταν 7,2%. Η ανεργία των νέων κάτω των 25 ετών, πάντως, παραμένει στο εξωφρενικά υψηλό επίπεδο 29,2%.