Στο βιβλίο του Στρατή Βογιατζή «Κάμπος» (εκδόσεις Αγρα), η γνωστή περιοχή της Χίου, ένα τοπόσημο ευμάρειας και πλούτου που προέρχεται από την καλλιέργεια της γης μας παρουσιάζεται ως ένα μέρος βγαλμένο από τα παραμύθια. Ως ένα ψηφιδωτό από παραβολές και ιστορίες μαζί με εικόνες που δεν μπορείς εύκολα να διακρίνεις αν είναι αληθινές, είτε το σκηνοθετημένο αποκύημα φαντασίας ενός τρυφερού νου. Τα κείμενα μαζί με τις φωτογραφίες, αμφότερα του Βογιατζή, δημιουργούν ένα αινιγματικό παζλ από το οποίο θα λείπουν πάντα τα κομμάτια που καλούμαστε εμείς να συμπληρώσουμε.

 

Πώς προέκυψε η ιδέα για το συγκεκριμενο βιβλίο;

 «Οδοιπορώντας τα στενά του Κάμπου πάντοτε είχα την περιέργεια τι σόι κόσμος κρύβεται πίσω από αυτούς τους ψηλούς μαντρότοιχους που κλείνουν μέσα τους τα αρχοντικά και τα περιβόλια. Έπειτα ο Κάμπος ήταν τόπος που έχω έντονες μνήμες από τη παιδική μου ηλικία. Με απασχολεί πώς οι μηχανισμοί της μνήμης μας ετεροκαθορίζουν, μας επινοούν,  μας διαμορφώνουν με τρόπους που εμείς αγνοούμε. Ο Κάμπος ήταν μια απόπειρα να γυρίσω πίσω, να χαρτογραφήσω κάποιες από τις πρότερες μνήμες μου, να δημιουργήσω συνάψεις μεταξύ τους και να τις φιλτράρω μέσα από το τρόπο που κοιτάω τον κόσμο σήμερα. Όπως κάποιος που βρίσκει τα εξαρτήματα μιας άγνωστης μηχανής, τα απλώνει στο χώρο και τα συναρμολογεί εκ νέου χωρίς να γνωρίζει αν η μηχανή θα δουλέψει».

Σε ποιο είδος πιστεύετε ότι εμπίπτει το συγκεκριμένο βιβλίο;

«Μπορεί να πει κανείς ότι ο Κάμπος είναι μια ανθρωπολογική έρευνα που αφορά μια τοπογραφία ή μια μυθοπλαστική καταγραφή ενός τόπου, μια εργασία με οικολογικό περιεχόμενο καθώς πραγματεύεται την έννοια της κατοίκησης σε ένα τραυματισμένο πλανήτη ή πάλι ένα παραμύθι που αφηγείται την περιπλάνηση ενός οδοιπόρου και τις συναντήσεις του

σε ένα ανιμιστικό κόσμο. Θα έλεγα ότι είναι ένα υβριδικό, διαθεματικό έργο καθώς συμπλέκει διάφορες ετερογενείς αφηγήσεις και νοήματα: πραγματικές ιστορίες με μυθοπλαστικές αναφορές, σκηνοθετημένες εικόνες με  ιστορικά κείμενα,  το τραγικό με το κωμικό , τα οργανικά στοιχεία του περιβολιού με τις ανόργανες μνήμες του τόπου».

Συνήθως όταν σκεφτόμαστε στον Κάμπο έρχεται στο μυαλό μια περιοχή ευμάρειας αλλά και πλούτου τόσο της γης όσο και των ανθρώπων. Στις φωτογραφίες όμως μοιάζει ότι αυτή η εικόνα που έχουμε δεν έχει σχέση με την πραγματικότητα. Τι ισχύει τελικά;

«Ο Κάμπος είναι ένας τραγικός χαρακτήρας που έζησε μια μυθιστορηματική ζωή: χλιδή, μεγαλεία, κατακτήσεις, λεηλασίες, καταστροφές, σεισμούς και πολέμους. Παρόλο που ο επισκέπτης σήμερα ακόμη σαστίζει μπροστά στην τοπιογραφία του Κάμπου, με τα αρχοντικά, τις αυλές με τα μαγκανοπήγαδα, τις στέρνες και τα περιβόλια των εσπεριδοειδών, ο Κάμπος σήμερα  δεν είναι παρά ένα κουφάρι της ζωής που ήταν κάποτε.   Δεν ξέρω αν μια εκδικητική μοίρα τιμώρησε όλη αυτή την ξιπασιά και την υπερβολή των οικογενειών του Κάμπου και επέφερε τόσες καταστροφές σε αυτόν το τόπο ή όπως λέει ο Ζέμπαλντ η αργή αποσύνθεση είναι η φυσική κατάληξη κάθε ανθρώπινης δραστηριότητας».

Αλήθεια πώς έγιναν οι φωτογραφήσεις των ζώων; Υπήρξαν δυσκολίες;

«Δεν θυμάμαι να είχα κάποια δυσκολία όταν φωτογράφιζα ζώα εκτός από ότι μερικές φορές χρησιμοποιούσα διάφορα αστεία τεχνάσματα για να τα προσεγγίσω όπως να τα μιμούμαι, να κάνω παράξενες χειρονομίες ή να βγάζω αλλόκοτα κρωξίματα. Φωτογραφίζω τα ζώα  ως  πλάσματα συνδεδεμένα με ένα κόσμο μη προσβάσιμο στον κόσμο των ανθρώπων που κομίζουν στον άνθρωπο μια αινιγματική γνώση για τη φύση που τόσο έχουμε ανάγκη στην Ανθρωπόκαινο περίοδο που διανύουμε. Δεν διακρίνω στα ζώα ανθρωπόμορφες ιδιότητες όπως συναντά κανείς στους μύθους του Αισώπου, ούτε τα κοιτάζω ως «άλλους» αλλά ως άλλους εαυτούς, ως υποκείμενα που αισθάνονται, αντιλαμβάνονται και δίνουν νόημα στο κόσμο γύρω τους».

Πόσο εύκολη ήταν η πρόσβαση στον Κάμπο και τα αρχοντικά του;

«Κατάγομαι από αυτήν την περιοχή, οι άνθρωποι με γνωρίζουν όποτε δεν ήταν δύσκολο να μου ανοίξουν κάποιες πόρτες – βεβαία σε πολλά κτήματα αφημένα  μπήκα σαν ανηβάτης (παραβάτης). Μέσα σε ένα διάστημα πέντε χρόνων οδοιπορούσα στον Κάμπο και φωτογράφιζα είτε αυτό που αποκαλύπτονταν μπροστά μου είτε σκηνοθετούσα καταστάσεις που φώτιζαν αυτό το ενδιάμεσο χώρο ανάμεσα στο πραγματικό και φανταστικό. Συγχρόνως ερευνούσα αρχεία, επιστολές των μυθιστορηματικών  οικογενειών που κατοικούσαν εκεί, ιστορικές αναφορές και φυσικά συναντούσα τους ανθρώπους του τόπου και κατέγραφα τις μαρτυρίες τους σε μια προσπάθεια να αναδιατάξω, να συνδέσω τα κομμάτια του παζλ του Κάμπου. Το μοντάζ του βιβλίου διήρκησε δύο χρόνια και είμαι ευγνώμων για τους συνεργάτες μου Στέλλα Χριστοδουλοπούλου και Γιώργο Πρίνο αλλά και τον Σταύρο Πετσόπουλο τον εκδότη της Άγρας  -που άντεξε μέχρι τέλους- και με βοήθησαν  να συνθέσω μια ελικοειδή αφήγηση που συνδέει καλειδοσκοπικά μεταξύ τους αυτά τα ετερόκλητα αποσπάσματα».

 

Ποια ήταν η σχέση σας με την περιοχή μεγαλώνοντας στη Χίο;

«Ίσως οι μοναχικές αυτές εξερευνήσεις της παιδικής μου ηλικίας στα περιβόλια του Κάμπου, η επαφή με μια ανιμιστική φύση να επηρέασαν τη μετέπειτα ζωή μου που συνδέθηκε με την περιπλάνηση αλλά και μια αίσθηση ότι υπάρχει μια άλλη πραγματικότητα εξίσου αληθινή με αυτήν που όλοι συμφωνούμε, αινιγματική και  μυστηριώδης που σαλεύει γύρω και μέσα μας.  Η Χίος ενώ είναι ένας τόπος που μεγάλωσα είναι συνάμα ένας τόπος ξενότητας για μένα.  Οι μικροί τόποι,  όπως η Χίος, δημιουργούν μια εμμονή με την ταυτότητα και έναν απόλυτο τρόπο που αυτή εκφράζεται. Έχω την αίσθηση ότι όταν το οικείο δεν εσωκλείει μέσα του το άγνωστο τότε πιστεύουμε ότι ο τόπος μας ανήκει και αξιώνουμε την αντιπροσώπευση του πράγμα επικίνδυνο για τη σχέση μας με τον τόπο μας αλλά και τη σχέση με τον εαυτό μας. Όμως τελικά τι είναι ο τόπος; Είναι μια στατική χωρική δομή, ενός οριοθετημένος άκαμπτος χώρος ή μια χωρικότητα που υπόκειται διαρκώς σε διαδικασίες μετάβασης και τροποποίησης;  Ο Κάμπος είναι τέτοιος τόπος για μένα: όσο τον χαρτογραφώ τόσο διευρύνονται τα όρια του, έτσι που η ίδια πράξη της χαρτογράφησης προσλαμβάνει ένα αινιγματικό χαρακτήρα».