Μιλώντας για πολιτισμό – ας το περιορίσουμε για λόγους οικονομίας στην τέχνη – μιλάμε για δύο πράγματα που μέχρι τώρα το ένα συμπλήρωνε (ή ολοκλήρωνε αν θέλετε) το άλλο και τώρα πρέπει να βρουν την καινούργια σχέση τους.

Κατ’ αρχάς είναι η πρωτογενής δημιουργία, η αρχή των πάντων, δίχως αυτήν δεν έχει νόημα να μιλάμε. Τα καινούργια έργα, τα καινούργια βιβλία, τραγούδια, ταινίες, θεατρικά, ο στοχασμός μέσω αυτού του κώδικα ανθρώπινης έκφρασης. Τα οποία προστιθέμενα στο σώμα των παλαιότερων και ανθεκτικών έργων, εκείνων που έπιασαν το αειθαλές και όχι το πρόσκαιρο, φτιάχνουν το παρηγορητικό σύμπαν της τέχνης.

Το δεύτερο είναι τα σημεία συνάντησης. Μπορεί η πρώτη επαφή και το αρχικό συναίσθημα να γεννιούνται από την προσωπική επαφή με ένα έργο αλλά ξέρουμε πολύ καλά πως μία από τις βασικές λειτουργίες της τέχνης είναι η συνεύρεση, η διάδραση, το «μαζί». Αυτό έχει τραυματιστεί και δεν ξέρω πόσο καιρό θα κάνει να επανέλθει ή όταν επανέλθει ποια θα είναι η μορφή του. Ενα τραγούδι είναι όμορφο όταν το ακούς μόνος σου, γίνεται μαγικό όταν το ακούς μαζί με άλλους. Η τέχνη είναι μια μόνιμη πηγή συλλογικότητας, η ομορφιά από μόνη της είναι μία ποιότητα, αλλά όταν μοιράζεται γίνεται κοινή συνείδηση, κοινή δράση, νοιάξιμο για τον διπλανό, μεγαλώνει ο κύκλος, χωράει όλο και περισσότερους ανθρώπους, είναι το ανάχωμα στη μισαλλοδοξία, στον μισανθρωπισμό, στη δαιμονοποίηση του διαφορετικού.

Η εικόνα τετρακοσίων ανθρώπων σε μία θεατρική αίθουσα να γελάνε, να κλαίνε ή να τραγουδάνε πίσω από μάσκες, είναι πολύ στενάχωρη, παρά το γεγονός πως είναι ιδιαίτερα παρήγορη η παρουσία του κοινού ακόμη και υπό αυτές τις συνθήκες. Ομως το αισθάνεσαι πως κάτι έχει αλλάξει. Η πιο μεγάλη αλλαγή δεν είναι το σήμερα αλλά το αύριο. Από τα ακάλυπτα μάτια βλέπεις να περνάει η μοβ κορδέλα της αγωνίας για τη μεθεπόμενη μέρα.

Εχει κοντύνει πολύ ο ορίζοντας, σχεδόν τον φτάνεις απλώνοντας το χέρι σου. Δεν είναι ωραίο να αισθάνεσαι πως μπορείς να πιάσεις το αύριο και πως πέρα από εκεί δεν υπάρχει καμία ορατότητα.

Αυτές είναι οι λυπημένες διαπιστώσεις. Αλλά δεν γίνεται να τελειώσουμε σε αυτές. Αν ήταν έτσι, η ανθρωπότητα θα είχε τερματίσει εκατοντάδες φορές στο παρελθόν, αλλά δεν τερμάτισε, προσαρμόστηκε, βρήκε εφεδρείες, κρατήθηκε από τη μοναδική επιλογή που είχε μπροστά της, την επιβίωση, και είμαστε κι εμείς τώρα εδώ και μιλάμε. Ετσι κι αλλιώς η διάρκεια της ζωής μας είναι μια λάμψη στον χρόνο, αυτή τη λάμψη προσπαθούμε να γεμίσουμε, αυτό που μας έτυχε να διαχειριστούμε, να κάνουμε το πέρασμά μας όσο πιο υποφερτό μπορούμε.

Δεν ξέρω αν αυτή απόσταση ήρθε για να μείνει. Θεωρώ πως όχι, αλλά αυτό δεν το στηρίζω πουθενά πέρα από την πίστη μου πως η ροή είναι πιο δυνατή από τη στασιμότητα. Το νερό πάντα βρίσκει δρόμους. Και είμαστε κι εμείς φτιαγμένοι κατά 70% από νερό. Απλά πάντα θα υπάρχει κι ένα 30% που θα βρίσκει σε πέτρες, θα κολλάει στα ξερόχορτα, δεν θα βγει ποτέ στη θάλασσα.