Ομολογώ πως νοσταλγώ την εποχή που τα μελομακάρονα ήταν κανονικά. Που δεν τα φτιάχναμε με αλεύρι ζέας και με στέβια. Που στους κουραμπιέδες δεν βάζαμε κράνμπερις. Που η βασιλόπιτα ήταν ένα κέικ με έντονο άρωμα πορτοκαλιού και δεν είχε γέμιση στρούντελ ή επικάλυψη κραμπλ.

Οχι πως δεν μου αρέσουν τα «μεταλλαγμένα» γλυκίσματα που έχουν γίνει μόδα. Απλώς, όσο περισσότερους χουρμάδες προσθέτουμε στον μπακλαβά της γιαγιάς τόσο λιγότερο θυμίζει τον μπακλαβά της γιαγιάς. Τον δοκίμασα βεβαίως και αυτόν: η συνταγή για τα περίφημα σιροπιαστά που έφτιαχνε παραδοσιακά τα Χριστούγεννα η γιαγιά μιας φίλης εμπλουτίστηκε με ψιλοκομμένους βασιλικούς χουρμάδες. Εξαλλη η γιαγιά. Ενθουσιασμένη η εγγονή που εφάρμοσε την καινοτομία – δάνειο από συνταγή που διάβασε σε γκουρμέ περιοδικό -, γιατί με τον χουρμά αντικατέστησε περισσότερη από τη μισή ζάχαρη, οπότε τα γλυκά της είχαν λιγότερες θερμίδες. Γι’ αυτό κι εγώ τα τσάκισα. Για το καλό.

Οσο όμως απολάμβανα την καραμελέ γεύση του χουρμά συνδυασμένη με τα φιστίκια Αιγίνης και με τα κάσιους Βραζιλίας (γιατί και τέτοια είχε προσθέσει), σκεπτόμουν πως αυτό μπακλαβά δεν το λες. Ιδού η ένστασή μου για τα πειραγμένα χριστουγεννιάτικα γλυκά που παρασκευάζουμε ή αγοράζουμε τελευταίως: όσο γλυκά ή άγλυκα και αν τα κάνουμε, παραδοσιακά δεν τα κάνουμε. Και όχι, δεν θρηνώ τον θάνατο των παραδόσεων, αυτές τραβάνε τον δρόμο τους, άλλες προορισμένες να επιβιώσουν για μερικά χρόνια ακόμα, άλλες καταδικασμένες να σβήνουν χρόνο με τον χρόνο ώσπου να εξαφανιστούν εντελώς.

Εχω αρχίσει όμως να ξεχνώ τις γεύσεις που συνόδευαν τις γιορτές μας, τις χαρές μας, ακόμα και τις λύπες μας – γιατί και στα κόλλυβα κράνμπερις και κάσιους βάζουμε τώρα πια. Και αυτό δεν μου αρέσει. Τις ημέρες των Χριστουγέννων και της Πρωτοχρονιάς που θέλω-δεν θέλω η νοσταλγία και η ανάμνηση (ευπρόσδεκτες, αλλά την ίδια στιγμή και βασανιστικές) επιστρέφουν, η όρεξή μου τραβάει και πάλι τη βασιλόπιτα, τους κουραμπιέδες, τα μελομακάρονα, τα ξεροτήγανα που φτιάχναμε όταν ήμουν παιδί. Δεν τα βρίσκω πια.

Ισως επειδή έχω εξιδανικεύσει τη γεύση που είχαν και ψάχνω κάτι το οποίο στην πραγματικότητα δεν υπήρξε ποτέ. Ισως επειδή η ποιότητα των υλικών έχει αλλάξει και ακόμα και αν ακολουθήσουμε τις συνταγές που έφτιαχναν τότε, η γεύση που προκύπτει δεν είναι η ίδια. Ισως επειδή τα φτιάχνουν άλλα χέρια, λιγότερο ταλαντούχα από τα χέρια που μας ταχτάρισαν και μας τάισαν για να μεγαλώσουμε. Ή επειδή, όπως όλα τα πράγματα εξελίσσονται, έτσι εξελίσσονται και η μαγειρική και η ζαχαροπλαστική. Είναι λογικό, την εποχή της αφθονίας των κράνμπερις να τα βάζουμε παντού, από τα μπισκότα μας ως τον αφρό που χρησιμοποιούμε για να ξυριστούμε. Ωραία τα κράνμπερις!

Εφέτος όμως έχω ανάγκη να επιστρέψω στην ελληνική σταφίδα. Εγώ, που ως παιδί την απεχθανόμουν και που όταν έβαζαν μπροστά μου το σταφιδόψωμο το έκανα τρίμματα και άφηνα όλες τις σταφίδες στο πιάτο μου. Αλλάζουν, θα μου πείτε, οι άνθρωποι.