Οι ρίζες της είναι ελληνικές από την πλευρά της μητέρας της και βρετανικές από την πλευρά του πατέρα της – έχει και γαλλική υπηκοότητα καθώς στη Γαλλία «ρίζωσε» και «άνθισε» επιστημονικά επί 30 έτη τόσο στο Ινστιτούτο Curie όπου διατηρεί τη θέση της επικεφαλής του Τμήματος Γενετικής και Αναπτυξιακής Βιολογίας όσο και στο Collège de France όπου ως καθηγήτρια κατέχει την έδρα της Επιγενετικής και Κυτταρικής Μνήμης . Η ίδια όμως αυτοπροσδιορίζεται πέρα και πάνω από όλα ως Ευρωπαία. Δεν είναι λοιπόν τυχαίο ότι η 56χρονη δρ Ιντιθ Χερντ βρίσκεται αυτή τη στιγμή στο «τιμόνι» ενός επιστημονικού οργανισμού ο οποίος κλείνει μέσα του τo ευρωπαϊκό όραμα, αποτελώντας μάλιστα τον μοναδικό διακυβερνητικό Οργανισμό που διεξάγει έρευνα με αντικείμενο τις Βιοεπιστήμες στη Γηραιά Ηπειρο: πρόκειται για το Ευρωπαϊκό Εργαστήριο Μοριακής Βιολογίας (Εuropean Molecular Biology Laboratory, EMBL) που έχει την έδρα του στη Χαϊδελβέργη της Γερμανίας αλλά πλέον έχει επεκταθεί και σε άλλες χώρες, με εγκαταστάσεις στη Bρετανία, στη Γαλλία, στην Ιταλία και στην Ισπανία.

Και μια και μιλάμε για μοναδικότητες, η δρ Χερντ είναι η μοναδική μέχρι στιγμής γυναίκα η οποία από το 2019 έχει αναλάβει τα ηνία του EMBL (η θητεία της είναι πενταετής) με στόχο να κάνει την «ευρωπαϊκή καρδιά» του να χτυπά δυνατότερα αλλά συγχρόνως με σκοπό να «μεταγγίσει» γνώση, υψηλού επιπέδου επιστημονικές υπηρεσίες και προοπτική σε όλα τα κράτη-μέλη του, ώστε ο κάθε ερευνητής να μπορεί να έχει τα καλύτερα δυνατά εφόδια για να δημιουργεί στη χώρα του και συνάμα να μη διστάζει να επιστρέψει σε αυτήν αν αποτελεί ένα από τα «παιδιά του brain drain».

Η γενική διευθύντρια του EMBL βρέθηκε την εβδομάδα που μας πέρασε στην Ελλάδα – καθώς μεταξύ άλλων αποτελεί ένα από τα μέλη του επιστημονικού συμβουλίου του Ινστιτούτου Μοριακής Βιολογίας και Βιοτεχνολογίας στην Κρήτη, το οποίο και επισκέφθηκε – και μίλησε αποκλειστικά στο ΒΗΜΑ-Science (σε άπταιστα μάλιστα ελληνικά κατά ένα μεγάλο μέρος της συζήτησης) για πολλά και σημαντικά θέματα: από την τρέχουσα πανδημία, στην αποκρυπτογράφηση της οποίας το EMBL διαδραματίζει καταλυτικό ρόλο, ως τις ανισότητες που αντιμετωπίζουν οι γυναίκες στην επιστήμη, τους έλληνες επιστήμονες και το ευρωπαϊκό επιστημονικό όραμα του έγκριτου Οργανισμού που διευθύνει εν μέσω πανδημικής κρίσης.

Ερευνα χωρίς σύνορα και διακρίσεις

Η δρ Χερντ – μεγαλωμένη στο Λονδίνο αλλά με τα ελληνικά πάντα να δεσπόζουν στο σπίτι και με συχνές επισκέψεις στη χώρα μας καθ’ όλη την παιδική ηλικία της – απέκτησε την ισχυρή ευρωπαϊκή ταυτότητά της χάρη στους γονείς της που πίστευαν στο «μαζί» της Ευρώπης. Αυτό το «μαζί» κυριάρχησε και στην απόφασή της να αναλάβει τη γενική διεύθυνση του EMBL. «Πίστευα πάντα ότι η έρευνα δεν γνωρίζει σύνορα. Σκέφτηκα πολύ όταν μου προτάθηκε η θέση για το τι θα μπορούσα να προσφέρω και τελικώς θεώρησα ότι ήταν μια μοναδική ευκαιρία ώστε να βοηθήσω στην περαιτέρω «επιστημονική ένωση» της Ευρώπης. Και αυτό κάνω, ταξιδεύω και μιλώ με εκπροσώπους 27 διαφορετικών χωρών με στόχο να καταργηθούν τα σύνορα στην ευρωπαϊκή έρευνα».

Ηταν παράλληλα και μια μεγάλη πρόκληση για εκείνη να είναι η πρώτη γυναίκα σε αυτή την τόσο σημαντική θέση; «Οταν σπούδαζα στο Κέιμπριτζ – αρχικώς ήθελα να σπουδάσω Φυσική, η Γενετική ήλθε στη ζωή μου στο Πανεπιστήμιο, πιο πριν δεν είχα ανοίξει καν βιβλίο Βιολογίας, αλλά τη στιγμή που την ανακάλυψα είπα «Εύρηκα» – ήμασταν μόνο δύο κορίτσια μέσα στην τάξη των 25 ατόμων. Ομως τότε δεν ανέλυα τόσο την κατάσταση. Στην πορεία της επιστημονικής ζωής μου κατάλαβα πόσο δύσκολο είναι για τις γυναίκες να αναλαμβάνουν θέσεις ευθύνης, να ακούγονται οι φωνές τους, να είναι ίσες με τους άνδρες. Οταν λοιπόν μου προτάθηκε η θέση της γενικής διευθύντριας στο ΕΜΒL ένιωσα ότι ήταν καθήκον μου και ως γυναίκας να τη δεχθώ και να δείξω ότι μια γυναίκα μπορεί εξίσου με έναν άνδρα να αναλάβει έναν τέτοιο σημαντικό ρόλο χωρίς να καταργεί τους ρόλους της ως μητέρας και συζύγου (σ.σ.: ο σύζυγος της δρος Χερντ είναι γάλλος μοριακός βιολόγος, με τον οποίο έχουν αποκτήσει δύο παιδιά, μια 30χρονη κόρη που ασχολείται με τις διεθνείς σχέσεις και έναν 26χρονο γιο που εκπαιδεύεται ως ειδικός στη βιομηχανία κρεάτων, και τη στηρίζει, όπως μας είπε, σε κάθε βήμα της)».

Αυτό είναι και το μήνυμά της προς όλες τις νέες επιστήμονες που τη βλέπουν ως πρότυπο. «Να μην εγκαταλείπουν τα όνειρά τους, να μη θυσιάζουν την επαγγελματική ζωή τους στον βωμό της οικογένειας μόνο επειδή είναι γυναίκες». Το EMBL αναζητεί λύσεις στήριξης των γυναικών επιστημόνων. «Εχουμε συστήσει ειδική επιτροπή για θέματα ισότητας και διαφορετικότητας, έχουμε ειδικό πρόγραμμα στο οποίο όλες οι μεταδιδακτορικές ερευνήτριες μπορούν να επιλέξουν μια μέντορα που θα τις καθοδηγήσει».

Συνεργασία και κοινωνική ευθύνη

Διότι κανένας επιστήμονας, οποιουδήποτε φύλου, δεν περισσεύει στο πεδίο των Βιοεπιστημών – ένα πεδίο νευραλγικό, σύμφωνα με τη δρα Χερντ, όπως απέδειξε περίτρανα η πανδημία του νέου κορωνοϊού. «Ολοι κατάλαβαν, συμπεριλαμβανομένων των κυβερνήσεων ανά τον κόσμο, ότι χωρίς τις Βιοεπιστήμες δεν μπορεί να αντιμετωπιστεί η πανδημία. Και το ΕΜΒL παίζει τον δικό του καθοριστικό ρόλο στη διαχείρισή της. Παρέχει πολλές από τις πηγές δεδομένων που χρησιμοποιούνται από τα κράτη, μοντελοποιεί τα διαφορετικά αναδυόμενα στελέχη του SARS-CoV-2, αναπτύσσει αλγορίθμους μηχανικής μάθησης για τον έλεγχο δειγμάτων ασθενών οι οποίοι μάλιστα χρησιμοποιήθηκαν τοπικά στη Χαϊδελβέργη σε νοσοκομεία και σχολεία. Επίσης το ΕΜΒL παρείχε στη ΒioNTech τις υποδομές του στις εγκαταστάσεις του Συγχρότρου του στο Αμβούργο για δοκιμή της τεχνολογίας του εμβολίου mRNA, η οποία οδήγησε τελικά στην ανάπτυξη του εμβολίου των Pfizer/BioNTech που χρησιμοποιείται παγκοσμίως ενάντια στον νέο κορωνοϊό».

Είναι επίσης αξιοσημείωτο ότι οι «πύλες δεδομένων» που χρησιμοποιούνται αυτή τη στιγμή από τους αρμοδίους των ευρωπαϊκών κρατών για την COVID-19 δημιουργήθηκαν από ειδικούς του ΕΜΒL το 2019 προτού ενσκήψει η πανδημία. «Αναπτύχθηκαν αρχικώς για την ασφάλεια τροφίμων, ωστόσο προσαρμόστηκαν αμέσως στις ανάγκες της πανδημίας και αποτέλεσαν τη βάση για το σύστημα δεδομένων που χρησιμοποιεί η Ευρωπαϊκή Επιτροπή ώστε να υπάρχει ταχεία πανδημική απόκριση. Διότι αυτός είναι ο ρόλος μας, να προσαρμόζουμε τα εργαλεία μας στις εκάστοτε ανάγκες ώστε να είμαστε χρήσιμοι στην κοινωνία. Και όλα αυτά να γίνονται με ταχύτητα: στο EMBL, μόλις μέσω των μοντέλων μας διαπιστώσαμε την πιθανή δυναμική του Ομικρον, ειδοποιήσαμε αμέσως και τα 27 κράτη-μέλη μας και αυτή τη στιγμή τα βοηθάμε να δουν πού και πόσο μπορεί να εξαπλωθεί».

Η ασπίδα του εμβολιασμού

Φοβάται το νέο στέλεχος η γενική διευθύντρια του EMBL; «Δεν έχουμε ακόμη στα χέρια μας ολοκληρωμένα στοιχεία ώστε να εξαγάγουμε ασφαλή συμπεράσματα. Πιθανώς είναι ένα στέλεχος που θα μεταδίδεται ευκολότερα, αλλά αυτό είναι κάτι που περιμέναμε, έτσι λειτουργούν οι ιοί για να επιβιώσουν. Υπάρχει βέβαια, εξαιτίας των πολλών μεταλλάξεών του στην πρωτεΐνη-ακίδα, ένας φόβος ότι τα υπάρχοντα εμβόλια που στοχεύουν ακριβώς αυτή την περιοχή του ιού δεν θα είναι τόσο αποτελεσματικά, ωστόσο με δεδομένο ότι τα εμβόλια επάγουν όχι μόνο αντισωματική αλλά και κυτταρική απόκριση, πιθανώς θα συνεχίσουν να μας καλύπτουν σε ικανοποιητικό βαθμό».

Αυτό που πρέπει όλοι να λάβουν υπόψη τους, ακόμη και υπό τη σκιά του Ομικρον, είναι ότι το βασικό «κλειδί» ενάντια στην πανδημία παραμένει ο εμβολιασμός, επεσήμανε η δρ Χερντ. «Απογοητεύομαι ως επιστήμονας όταν σκέφτομαι το πώς μπορεί κάποιος να μην εμβολιάζεται όταν διαθέτουμε τόσο αποτελεσματικά και ασφαλή εμβόλια. Καταλαβαίνω τους ενδοιασμούς, όμως πρέπει όλοι να θυμούνται ότι ζούμε πλέον περισσότερο και καλύτερα χάρη στα εμβόλια, ότι υπάρχει πάντα κάποιος μικρός κίνδυνος από τον εμβολιασμό, ο οποίος όμως είναι απείρως μικρότερος από αυτόν που προκαλεί η ίδια η COVID-19 καθώς και ότι ο εμβολιασμός δεν αποτελεί μόνο ατομική ασπίδα αλλά και κοινωνική ευθύνη».

 

Από τα μόρια στα οικοσυστήματα

Αυτό που πρέπει επίσης όλοι να λάβουν υπόψη τους είναι ότι όσο «πληγώνουμε» τον πλανήτη τόσο περισσότερους πανδημικούς εχθρούς θα έχουμε να αντιμετωπίσουμε. Το ΕΜΒL είχε ήδη κατανοήσει την ανάγκη, πριν από την έναρξη της τρέχουσας πανδημίας, να χρησιμοποιηθούν τα εργαλεία της μοριακής βιολογίας ώστε να αποκτήσουμε «ολιστική» γνώση της ζωής στη Γη «από το κύτταρο ως τους πολύπλοκους οργανισμούς και τις αλληλεπιδράσεις τους», όπως το έθεσε η δρ Χερντ. «Το πόσο σημαντικό είναι κάτι τέτοιο αποδεικνύεται και από το εξής προφητικό: τον Ιανουάριο του 2019, όταν ανέλαβα καθήκοντα στο ΕΜΒL, παρουσίασα έναν χάρτη στην ομιλία μου με τα σημεία υψηλού κινδύνου για νέες πανδημίες. Οχι, δεν ήμουν «Κασσάνδρα», απλώς είναι εμφανέστατο ότι η ανθρώπινη παρέμβαση στα οικοσυστήματα ανά τον κόσμο, η αποψίλωση των δασών, η ερημοποίηση οδηγούν σε περισσότερες ζωονόσους. Ετσι μπορούμε να πούμε ότι η πανδημία που αντιμετωπίζουμε ήταν αναμενόμενη – ίσως είμαστε και τυχεροί που δεν εμφανίστηκε νωρίτερα. Το πρόγραμμα λοιπόν που έχουμε αναπτύξει στο ΕΜΒL και ονομάζεται «Από τα μόρια στα οικοσυστήματα» (From molecules to ecosystems) έχει μεταξύ των στόχων του να παρακολουθεί τη γέννηση νέων παθογόνων ανά τον κόσμο και να συμβάλλει έτσι στον έλεγχο της εξάπλωσής τους μέσα από τη διεπιστημονική συνεργασία».

 

Διδάγματα για το μέλλον

Διότι η συνεργασία είναι ζωτικής σημασίας για την πρόληψη τέτοιων απειλών: «Μπορούσαμε να είχαμε προλάβει και την τρέχουσα πανδημία. Είχαμε τα εργαλεία για να την εντοπίσουμε νωρίτερα. Ωστόσο για άλλη μια φορά παγκοσμίως αντιδράσαμε με μια υπέρμετρη αισιοδοξία, με αρκετή άρνηση της πραγματικότητας καθώς και με έλλειψη άμεσης επικοινωνίας μεταξύ οργανισμών, επιστημόνων και κυβερνήσεων. Η πανδημία αυτή έχει δείξει πλέον τον δρόμο της συνεργασίας και του σεβασμού προς την επιστήμη, ο οποίος ελπίζω να ακολουθηθεί στο μέλλον». Ενα μέλλον στο οποίο καραδοκούν και άλλοι μεγάλοι «δολοφόνοι» του πληθυσμού. «Θεωρώ ότι η επόμενη «πανδημία», ο μεγαλύτερος «δολοφόνος» του πληθυσμού θα αφορά την αντίσταση των παθογόνων μικροβίων στα αντιβιοτικά. Το ΕΜΒL διεξάγει σημαντική έρευνα επάνω σε αυτό το πεδίο».

Και μετά το ΕΜΒL τι; ρωτήσαμε τη δρα Χερντ, η οποία αποτελεί διάσημη ερευνήτρια στο πεδίο της επιγενετικής – είναι παγκοσμίως γνωστή για τις μελέτες της στην απενεργοποίηση του χρωμοσώματος Χ που είναι άκρως σημαντική σε ό,τι αφορά πλήθος διεργασιών, από την ανάπτυξη του εμβρύου ως τα αυτοάνοσα νοσήματα. Θα ήθελε να επιστρέψει πίσω στον εργαστηριακό πάγκο, να κατακτήσει νέες ερευνητικές κορυφές και ίσως κάποτε ένα Νομπέλ; «Δεν σκοπεύω να τελειώσω τη ζωή μου στο εργαστήριο. Θα ήθελα να συνταξιοδοτηθώ στο όχι και τόσο μακρινό μέλλον και να συνεχίσω να βοηθώ από άλλα μετερίζια τους επιστήμονες που δεν είχαν την τύχη να έχουν τη δική μου τύχη στη ζωή. Που δεν είχαν την ευκαιρία να έχουν περίγυρο που να τους στηρίζει, πατρίδα που να τους βοηθά να πραγματοποιήσουν τα όνειρά τους. Στο πλαίσιο αυτό είμαι από τα ιδρυτικά μέλη του Εθνικού Προγράμματος Επείγουσας Βοήθειας και Υποδοχής Εξόριστων Επιστημόνων στη Γαλλία. Οσο για το Νομπέλ, το δικό μου Νομπέλ θα είναι να εκπαιδεύω τους φοιτητές μου ώστε να γίνουν καλύτεροι επιστήμονες από εμένα και, γιατί όχι, κάτοχοι μιας τέτοιας διάκρισης κάποια ημέρα…».

«Θα βοηθήσουμε να επιστρέψουν οι έλληνες επιστήμονες στη χώρα τους»

Υπάρχουν αρκετοί έλληνες επιστήμονες στα διαφορετικά Ινστιτούτα του ΕΜΒL, ορισμένοι εκ των οποίων κρατούν θέσεις επικεφαλής ερευνητικών ομάδων. «Υπάρχει όλα αυτά τα χρόνια brain drain από την Ελλάδα, ωστόσο ελπίζω ότι κατά τη θητεία μου θα συμβάλω στο brain gain. Θέλουμε να βοηθήσουμε τους έλληνες επιστήμονες που έρχονται στο EMBL να επιστρέψουν στη χώρα τους για να εργαστούν, θέλουμε να τους παράσχουμε τις δυνατότητες εκείνες ώστε να θέλουν να επιστρέψουν – και βλέπουμε ότι οι έλληνες φοιτητές είναι άριστα εκπαιδευμένοι. Υπάρχουν πολύ καλά Ινστιτούτα στην Ελλάδα, όπως το Ινστιτούτο Μοριακής Βιολογίας και Βιοτεχνολογίας στην Κρήτη το οποίο αποτελεί τέκνο του αείμνηστου Φώτη Καφάτου, ενός οραματιστή της επιστήμης που διετέλεσε γενικός διευθυντής του ΕΜBL. Ενα Ινστιτούτο που παράγει εκπληκτική επιστήμη παρά τους περιορισμένους πόρους του, λειτουργώντας ως ένα “μίνι EMBL” και ελκύοντας ακόμη και ξένους επιστήμονες. Γενικώς στην Ελλάδα επενδύονται πολύ λίγα χρήματα στην έρευνα και σήμερα αν κάποιοι έλληνες επιστήμονες που είχαν φύγει στο εξωτερικό επιστρέφουν στη χώρα, το πράττουν κυρίως για οικογενειακούς λόγους. Αυτό που θέλουμε να επιτύχουμε είναι να επιστρέφουν οι Ελληνες στη χώρα τους επειδή θα αισθάνονται ότι θα μπορούν να εργαστούν και να δημιουργήσουν απρόσκοπτα, όπως και στο εξωτερικό».
Για να συµβούν όλα αυτά, το ΕΜΒL «ρίχνει γέφυρες» στενότερης συνεργασίας µε την Ελλάδα. «Ξεκινάµε µια πιο στενή συνεργασία µε ελληνικά Ινστιτούτα που ασχολούνται µε τις Βιοεπιστήµες – εκτός από το Ινστιτούτο Μοριακής Βιολογίας και Βιοτεχνολογίας στην Κρήτη, έχουµε συνοµιλίες µε το ΕΚΠΑ, µε το Ινστιτούτο Φλέµινγκ, τα Πανεπιστήµια Ιωαννίνων και Πατρών – µε απώτερο σκοπό να δηµιουργήσουµε στην Ελλάδα επιστηµονικούς κόµβους που θα ελκύουν επιστήµονες αλλά και εθνική χρηµατοδότηση. Παράλληλα στόχος µας είναι να παράσχουµε υπηρεσίες στους έλληνες επιστήµονες µέσα στις εγκαταστάσεις του ΕΜΒL – να µπορούν να έλθουν και να χρησιµοποιήσουν τα άκρως προηγµένα εργαλεία µας για να κάνουν καλύτερα τη δουλειά τους».