Μία εκ των δύο αρχαίων πόλεων που οριοθετούν την αμφιθεατρικά χτισμένη Λεμεσό πάνω στον Κόλπο Ακρωτηρίου, το νοτιότερο σημείο της Κύπρου, είναι η Αμαθούντα στα ανατολικά – στα δυτικά βρίσκεται το Κούριο. Γνωστή στα μεσαιωνικά χρόνια ως «Παλαιά Πόλις», πήρε το όνομά της είτε από τον γιο του Ηρακλή Αμαθο είτε από τη νύμφη Αμαθούσα, μητέρα του βασιλιά της Πάφου Κινύρα, και αναπτύχθηκε σε δύο επίπεδα, την κάτω και την άνω πόλη (ακρόπολη). Αν και δεν γνωρίζουμε πότε ακριβώς ιδρύθηκε, στην ευρύτερη περιοχή έχουν εντοπιστεί ίχνη ανθρώπινης παρουσίας από τα Νεολιθικά χρόνια. Η πόλη, στην οποία λατρευόταν η Αφροδίτη – υπήρχε και ναός αφιερωμένος στη θεά -, ήκμασε έως τον 7o αιώνα μ.Χ., ενώ από αυτήν προέρχεται οικοδομικό υλικό που έχει χρησιμοποιηθεί για την κατασκευή όχι μόνο κτιρίων της Λεμεσού αλλά και για τη Διώρυγα του Σουέζ.

Οι ανασκαφές στην πόλη της Αμαθούντας ξεκίνησαν το 1893 από βρετανούς αρχαιολόγους και συνεχίζονται μέχρι σήμερα. Μέσα σε αυτά τα χρόνια έχουν ανασκαφεί η ακρόπολη, πλήθος οικοδομικών λειψάνων όλων των εποχών, η ρωμαϊκή αγορά με τις στοές της, τα λουτρά και άλλα κτίρια που βρίσκονται δίπλα από αυτά, τέσσερις βασιλικές και ένα υδραγωγείο, καθώς και ο ναός της Αφροδίτης. Οι απεικονίσεις της θεάς σε αγγεία και σε λίθινες στήλες που βρέθηκαν στον ναό δείχνουν πολλά κοινά σημεία με την αιγύπτια θεά Αθώρ, αποδεικνύοντας τις στενές σχέσεις των κατοίκων της Αμαθούντας με τη γειτονική Αίγυπτο. Στην είσοδο του ιερού δέσποζαν δύο τεράστια μονολιθικά πιθάρια – με ύψος σχεδόν 2 μέτρα και διάμετρο πάνω από 3,20 μ. έκαστο -, εκ των οποίων το ένα παραμένει στον χώρο, αν και σπασμένο σε κομμάτια, και το δεύτερο βρίσκεται στο Μουσείο του Λούβρου.

Ενα από τα πιο εντυπωσιακά στοιχεία της πόλης της Αμαθούντας είναι το αρχαίο λιμάνι, το οποίο βρίσκεται πλέον κάτω από το νερό της θάλασσας και είναι ορατό από τη στεριά. Εξω από τα τείχη υπάρχουν η ανατολική και η δυτική νεκρόπολη. Η περιοχή έχει απαλλοτριωθεί έτσι ώστε να μπορεί το μεγαλείο της αρχαίας πόλης, η οποία είναι επισκέψιμη, να αναδειχθεί με τον καλύτερο δυνατό τρόπο. Ωστόσο, στα πλάνα του κυπριακού κράτους βρίσκεται ο σχεδιασμός ενός οργανωμένου αρχαιολογικού πάρκου (και ενός υποβρύχιου πάρκου), ο οποίος θα περιλαμβάνει μουσείο και αρκετούς χώρους κατάλληλους για όλων των ειδών τις πολιτιστικές δραστηριότητες, αλλά και για απλούς περιπάτους.

Η ακμή και η πτώση

Αν και σύμφωνα με μία εκδοχή η Αμαθούντα χτίστηκε ανάμεσα στον 15ο και τον 12o αιώνα π.Χ. από τους Φοίνικες, επιβεβαιωμένα στοιχεία που να δείχνουν σημάδια κατοίκησης έχουμε μόλις τον 11o αιώνα π.Χ. Η μεγάλη της ακμή σημειώνεται κατά την αρχαϊκή περίοδο, χάρη στις εμπορικές σχέσεις που διατηρούσε με τις γειτονικές χώρες, αλλά και κατά τη ρωμαϊκή περίοδο που υπήρξε πρωτεύουσα διοικητικής περιφέρειας. Θεωρείται ένα από τα σημαντικότερα και πιο πλούσια βασίλεια της Κύπρου, χάρη στις εύφορες πεδιάδες και τα ορυχεία χαλκού που υπήρχαν στην περιοχή. Με την επικράτηση του χριστιανισμού έγινε έδρα επισκόπου, ενώ εγκαταλείφθηκε οριστικά τον 7ο αιώνα μ.Χ., μάλλον εξαιτίας των αραβικών επιδρομών.

Το κλεμμένο αγγείο

Στην κορυφή ενός λόφου στην ακρόπολη, η οποία λειτουργούσε ως φυσικό οχυρό και ταυτόχρονα ως παρατηρητήριο, βρίσκεται το πιο γνωστό μνημείο της αρχαίας πόλης, ο ναός της Αφροδίτης. Χρονολογείται από τη ρωμαϊκή περίοδο (1ος αι. μ.Χ.) και έχει χτιστεί πάνω στα ερείπια ενός προγενέστερου ελληνιστικού ναού. Τον 6ο-7ο αιώνα μ.Χ. ο ναός καταστράφηκε και στη θέση του κτίστηκε μια μεγάλη τρίκλιτη βασιλική.

Το πιο σημαντικό όμως χαρακτηριστικό του μνημείου είναι τα δύο μεγάλα μονολιθικά δοχεία που κοσμούσαν την είσοδό του – έχουν ύψος πάνω από 1,85 μ., ζυγίζουν σχεδόν 14 τόνους και χρησίμευαν για να γίνεται η ζύμωση του μούστου που θα μετατρεπόταν σε κρασί. Μάλιστα, το ένα από αυτά εκλάπη από τον γάλλο αρχιτέκτονα Εντμόν Ντιμουά – του έδωσαν οι οθωμανοί κατακτητές άδεια για να το μεταφέρει στη Γαλλία. Πρόκειται για το μεγαλύτερο λίθινο αγγείο που έχει βρεθεί παγκοσμίως και βρίσκεται στο Μουσείο του Λούβρου στο Παρίσι από το 1865. Στη θέση του στην Αμαθούντα υπάρχει σήμερα ένα αντίγραφο.

Η ρωμαϊκή αγορά και τα λουτρά

Στην κάτω πόλη βρισκόταν η ρωμαϊκή αγορά, το επίκεντρο των εμπορικών και πολιτικών δραστηριοτήτων, εκεί όπου εκτυλισσόταν η καθημερινότητα των κατοίκων. Οργανωμένη γύρω από ένα μεγάλο δικαστήριο, είχε τρεις στοές. Πίσω από τη βόρεια στοά πιθανότατα βρίσκονταν τα πιο σημαντικά διοικητικά ή θρησκευτικά κτίρια της περιοχής, ενώ νότια της Αγοράς υπάρχει ένα δημόσιο λουτρό (βαλανείον). Το λουτρό μαζί με ένα τμήμα της δυτικής στοάς χρονολογούνται από τους ελληνιστικούς χρόνους και αποτελούν τα αρχαιότερα κτίσματα του χώρου.

Το βυθισμένο λιμάνι

Μπροστά από την αγορά και προς τον Νότο, κάτω από την επιφάνεια της θάλασσας, διακρίνονται τα ερείπια του αρχαίου λιμένα, ο οποίος χρονολογείται από τα τέλη του 4ου αιώνα π.Χ. Χτίστηκε από τον Δημήτριο τον Πολιορκητή σε μια περίοδο διαμάχης με τους Πτολεμαίους και διεκδίκησης της εξουσίας στην Κύπρο, ωστόσο δεν μακροημέρευσε.

Κατά τη διάρκεια τριών υποβρύχιων αρχαιολογικών ερευνών από τη Γαλλική Αρχαιολογική Σχολή Αθηνών και ανασκαφών – 1984 έως 1986 -, έγιναν η λεπτομερής αποτύπωση και η ακριβής χρονολόγηση του λιμανιού με τα εξής συμπεράσματα: Η επιφάνεια που καλύπτει η εσωτερική του λεκάνη ξεπερνά τα 50 στρέμματα και στο μέσο της αποκαλύφθηκε μια λωρίδα ακτής με βυθισμένα πηγάδια γεμάτα αγγεία του 6ου-7ου μ.Χ. αιώνα. Ηταν κτιστό με τρεις αποβάθρες από κατεργασμένους τεράστιους ογκόλιθους (βάρους άνω των 3 τόνων έκαστος), ενώ η είσοδός του, η οποία επέτρεπε τη διέλευση ακόμα και καραβιών μεγάλης χωρητικότητας, βρισκόταν στη νοτιοανατολική γωνία του.

Τα τείχη

Η πόλη προστατευόταν με τείχη από όλες τις πλευρές. Σήμερα σώζονται η νοτιοδυτική γωνιά του παραθαλάσσιου τείχους με τον δυτικό πύργο και μεγάλο μέρος του βόρειου τείχους με πύργους, το οποίο ένωνε τους πρόποδες της ακρόπολης με το ψηλότερο σημείο της κάτω πόλης. Στο βόρειο τείχος σώζεται και η κεντρική πύλη. Μετά την κατάρρευση του παραθαλάσσιου τείχους από τον μεγάλο σεισμό του 365 μ.Χ. που έγινε στα ανατολικά της Κρήτης, κτίστηκε ένα νέο στο επάνω μέρος της ακρόπολης.

Οι νεκροπόλεις

Πολλά από τα αγγεία, γλυπτά και άλλα μικροαντικείμενα της αρχαίας κυπριακής τέχνης που σήμερα εκτίθενται στα μεγαλύτερα μουσεία του κόσμου προέρχονται από τους συλημένους τάφους των δύο μεγάλων νεκροπόλεων. Εκείνες είναι που έπεσαν θύματα της μεγαλύτερης λεηλασίας στο νησί, το δεύτερο μισό του 19ου αιώνα, από τον ιταλοαμερικανό στρατιωτικό, διπλωμάτη και ερασιτέχνη αρχαιολόγο Λουίτζι Πάλμα ντι Τσεσνόλα (γνωστός και ως «Ελγιν της Κύπρου»), o οποίος διετέλεσε πρόξενος των ΗΠΑ στη Λάρνακα και μετέπειτα διευθυντής του Μητροπολιτικού Μουσείου της Νέας Υόρκης.

Η πρώτη αρχαιολογική αποστολή από τη Σουηδία που πραγματοποιήθηκε στη δεκαετία του 1930 αποκάλυψε, ειδικά στη δυτική νεκρόπολη, αρκετούς άθικτους λαξευτούς τάφους με μεγάλες ποσότητες πήλινων αγγείων και ειδωλίων, χάλκινων αντικειμένων και νομισμάτων, χρυσών, ασημένιων και χάλκινων κοσμημάτων, πήλινων λύχνων, μαρμάρινων και ασβεστολιθικών σαρκοφάγων, επιτύμβιων στηλών και διαφόρων άλλων αντικειμένων. Ανάμεσα στους λαξευτούς τάφους αποκαλύφθηκαν και τρεις μεγάλοι κτιστοί, οι οποίοι παρουσιάζουν ιδιαίτερο ενδιαφέρον από άποψη αρχιτεκτονικής. Μέρος του υλικού που βρέθηκε στις νεκροπόλεις εκτίθεται στο Αρχαιολογικό Μουσείο Επαρχίας Λεμεσού.

Αλλοι ναοί

Τέλος, λέγεται ότι στην ακρόπολη εκτός από τον ναό της Αφροδίτης υπήρχαν και άλλοι δύο, αφιερωμένοι στους Αδωνι και Ηρακλή, χωρίς όμως να έχουν υπάρξει μέχρι στιγμής ευρήματα. Επίσης, θεωρείται ότι υπάρχει και ιερό άλσος έξω από τα τείχη της πόλης. Εκεί, σύμφωνα με μία εκδοχή του μύθου, οι γυναίκες της Αμαθούντας κήδεψαν την Αριάδνη, η οποία πέθανε στην πόλη τους αφού τη μετέφερε εκεί ο Θησέας και αφού γέννησε τα παιδιά τους.