Οι εξελίξεις είναι πυκνές σε διεθνές επίπεδο, κυρίως εξαιτίας του ότι η ανθρωπότητα βιώνει μια sui generis συνθήκη με την πανδημία της COVID-19 από τη μια να αποσυντονίζει τη συνθήκη πάνω στην οποία οικοδομήθηκε η μετα-ψυχροπολεμική παγκόσμια οικονομία, ενώ την ίδια στιγμή ο δομικός ανταγωνισμός των GP3, κυρίως μεταξύ ΗΠΑ και Κίνας, συνεχίζεται σε διαρκώς αυξανόμενο ρυθμό.

Σε καμία των περιπτώσεων οι εξελίξεις δεν επιτρέπουν στην Ελλάδα να χαλαρώσει, αφού την αφορούν άμεσα και σε μεγάλο βαθμό καθορίζουν τον τρόπο που το διεθνοπολιτικό δρώμενο εξελίσσεται σε χρόνο παρόντα.

Η εκλογή Biden, όπως ήταν αναμενόμενο, αφού ο αμερικανός πρόεδρος αποτελεί τον καλύτερο εκπρόσωπο της Obamianism εξωτερικής πολιτικής στις ΗΠΑ σήμερα (βλ. σχετικά στο βιβλίο μου «US Foreign Policy in the Eastern Mediterranean»), σηματοδότησε την αναβάθμιση της γεωστρατηγικής μετατόπισης του ενδιαφέροντος των ΗΠΑ προς την περιοχή του Ειρηνικού Ωκεανού, εντατικοποιώντας το Pivot to the Asia Pacific. Εξελίξεις όπως η υπογραφή του συμφώνου AUCUS ή οι προσπάθειες των ΗΠΑ να τονώσουν την ινδική οικονομία που έχει δεχθεί μεγάλα χτυπήματα εξαιτίας της κατάρρευσης που επέτυχε η πανδημία στις εσωτερικές δομές του κράτους, όπως και στο πεδίο της παραγωγής, αποτελούν τα προεόρτια της εντατικοποίησης του αμερικανικού στρατιωτικού ενδιαφέροντος για μεταβολή του δόγματος αντιμετώπισης της Κίνας από το σημείο της Ενεργητικής Αποτροπής σε αυτό της Εμμεσης Αποτροπής δια Αντιπροσώπων, εκμεταλλευόμενη το γεγονός ότι ενώ η Κίνα δεν διαθέτει σημαντικά φίλια ερείσματα στην περιοχή, η ίδια μπορεί να αυξήσει την τριβή εις βάρος του Πεκίνου, δίχως αυτή να αναλάβει ανάλογο άμεσο κόστος.

Η στρατηγική αυτή αναδίπλωση δημιουργεί νέα δεδομένα και σε άλλες περιοχές αυξημένου στρατηγικού ενδιαφέροντος για τις ΗΠΑ, όπως η Ανατολική Μεσόγειος. Τους τελευταίους μήνες βλέπουμε μια συνολική αναδίπλωση της Ουάσιγκτον ως προς την αντιμετώπιση της Τουρκίας, τόσο αναφορικά με την επιθετική της συμπεριφορά όσο και με το αμείωτο φλερτ της με τη Ρωσία (μια σχέση που σε καμία των περιπτώσεων δεν είναι ισότιμη, και αυτό το γνωρίζουν καλά τόσο η Αγκυρα όσο και η Μόσχα). Η Ελλάδα θα πρέπει να μάθει τις επόμενες δεκαετίες να συνεργάζεται στενότερα με τη Γαλλία, αφού αυτή είναι πλέον η δύναμη που θα αναλάβει το κόστος της επιτήρησης της Ανατολικής Μεσογείου, αλλά και της ήπιας ανάσχεσης της τουρκικής επιθετικότητας σε Ελλάδα και Κύπρο, υπό το άγρυπνο βλέμμα της Ουάσιγκτον, αλλά δίχως την αυξημένη συμμετοχή της πλέον. Αλλωστε τις προηγούμενες εβδομάδες ήταν γνωστό σε όσους ασχολούνται με τα εθνικά θέματα ότι η αμυντική ενίσχυση του Ελληνικού Πολεμικού Ναυτικού με γαλλικά μέσα έλαβε χώρα με τη σύμφωνη γνώμη των ΗΠΑ και υπό τη σκιά του AUCUS, με στόχο να φύγει η πικρή γεύση του αδειάσματος των ΗΠΑ από το στόμα της Γαλλίας ως προς την υπόθεση των υποβρυχίων στον γεωστρατηγικό χώρο της Ωκεανίας.

Η εξέλιξη αυτή έχει και τα θετικά της σημεία, αλλά ενέχει και αρκετά αρνητικά. Ως προς τα θετικά, οι ελληνογαλλικές σχέσεις ήταν και είναι παραδοσιακά κάτι παραπάνω από καλές. Τα δύο κράτη έχουν μια στρατηγική συναντίληψη αναφορικά με την ισορροπία ισχύος στην Ανατολική Μεσόγειο, ενώ η Γαλλία διαθέτει το στρατιωτικό υπόβαθρο ώστε να κάνει αισθητή την παρουσία της στην περιοχή. Από την άλλη, η Γαλλία δεν διαθέτει την εσωτερική πολιτική σταθερότητα που ένας τέτοιος ρόλος απαιτεί ώστε να είναι σε θέση να ασκεί έλεγχο στην τουρκική επιθετικότητα απερίσπαστη από φαραωνικές απεργιακές κινητοποιήσεις που κόβουν τη χώρα στα δύο, ή από τον κίνδυνο η χώρα να εξοκείλει της ευρωπαϊκής της πορείας σε περίπτωση που συμβεί ένα ατύχημα ακροδεξιάς απόχρωσης στις επερχόμενες προεδρικές εκλογές.

Η Ελλάδα θα συνεχίσει να ανήκει εις στη Δύση αλλά πλέον το μάτι της Δύσης θα είναι προσανατολισμένο, κυρίως, στο μέτωπο του Ειρηνικού. Η Αθήνα οφείλει να συνεχίσει τις στενές σχέσεις με Ισραήλ, Σαουδική Αραβία και Ηνωμένα Αραβικά Εμιράτα, όχι μόνο για θέματα στρατηγικής αλλά και για ζητήματα τεχνογνωσίας, βιώσιμης ανάπτυξης και αλλαγής του ενεργειακού παραδείγματος, αλλά και την περαιτέρω εντατικοποίηση των σχέσεών της με τη Γαλλία. Ως προς το τελευταίο σημείο, ειδικό ρόλο μπορεί να έχει και η Λευκωσία, ίσως με την έναρξη συζητήσεων αναφορικά με τη σταθερότερη παρουσία της Γαλλίας στην περιοχή της Ανατολικής Μεσογείου. Μόνο που πλέον είναι αναγκαίο λόγω των συνθηκών, οι σχέσεις μας αυτές να περάσουν και στο πλαίσιο της άντλησης τεχνογνωσίας, ιδίως από Ισραήλ και από Ηνωμένα Αραβικά Εμιράτα, με στρατηγικό στόχο την οικοδόμηση ισχυρών πυλώνων εθνικής αμυντικής βιομηχανίας σε μέσο χρονικό ορίζοντα. Εισερχόμεθα σε μια εποχή που οι σελίδες του Πελοποννησιακού Πολέμου περί Αυτοβοήθειας, δημιουργικής και εξωστρεφούς θα προσθέσω εγώ με όρους 21ου αιώνα, γίνονται ξανά όχι απλώς επίκαιροι αλλά και αναγκαίοι για την οικοδόμηση μιας ορθολογικής Υψηλής Στρατηγικής.

*Ο κ. Σπύρος Ν. Λίτσας είναι καθηγητής Θεωρίας των Διεθνών Σχέσεων στο Πανεπιστήμιο Μακεδονίας.