Ο καύσωνας διαρκείας που πλήττει τη χώρα μας τις τελευταίες ημέρες, οι σχετιζόμενες με αυτόν πυρκαγιές, οι τεραστίων διαστάσεων πυρκαγιές στις ΗΠΑ και στη Σιβηρία, καθώς και οι πρόσφατες φονικές πλημμύρες στη Γερμανία, στην Ινδία και στην Κίνα αποκαλύπτουν ακόμα και στους μη ειδικούς ότι η κλιματική αλλαγή είναι ήδη εδώ και έχει πλέον μετατραπεί σε κλιματική κρίση.

Παρά το ότι η Ελλάδα συγκαταλέγεται ανάμεσα στις πιο ευάλωτες χώρες, εξακολουθεί να παίρνει κάτω από τη βάση στις κλιματικές της επιδόσεις. Σύμφωνα με τα τελευταία διαθέσιμα επίσημα στοιχεία, οι καθαρές εκπομπές της χώρας το 2019 ήταν κατά 18,9% χαμηλότερες από αυτές του 1990, μια επίδοση κατά εννέα ολόκληρες ποσοστιαίες μονάδες χειρότερη από την αντίστοιχη ευρωπαϊκή (-27,9%) και πολύ μακριά από την κλιματική ουδετερότητα (-100%) ως το 2050, για την οποία έχει δεσμευτεί και νομικά η ΕΕ-27 μέσω του Ευρωπαϊκού Κλιματικού Νόμου.

Ωστόσο, τα τελευταία χρόνια έχει αρχίσει να συντελείται πρόοδος στη μείωση των εκπομπών, ειδικά του κλάδου της ενέργειας που έχει τη μερίδα του λέοντος στις συνολικές εκπομπές της χώρας με 71,5%. Εν πολλοίς, αυτή οφείλεται στη ραγδαία μείωση της λιγνιτικής παραγωγής, η οποία από το 1990 ως τις μέρες μας ήταν υπεύθυνη για το περίπου 1/3 των συνολικών εθνικών εκπομπών αερίων του θερμοκηπίου.

Ο νέος πανευρωπαϊκός κλιματικός στόχος για το 2030 και οι αλλαγές στην ευρωπαϊκή νομοθεσία που εντάσσονται στο πακέτο «Fit for 55», σε συνδυασμό με την πολύ χαμηλή ποιότητα του ελληνικού λιγνίτη, καθιστούν απαγορευτική την οποιαδήποτε σκέψη για ανάκαμψή του. Χαρακτηριστική της αναπόδραστης μοίρας του ελληνικού λιγνίτη είναι η πορεία του το 2021. Ενώ στις περισσότερες χώρες της Ευρώπης ο λιγνίτης έκανε μια μικρή επάνοδο σε σχέση με το 2020 λόγω μεγάλης αύξησης των τιμών του ορυκτού αερίου, στην Ελλάδα το πρώτο εξάμηνο του 2021 έκλεισε με μείωση κατά 8% της λιγνιτικής παραγωγής σε σχέση με την ίδια περίοδο του 2020, σημειώνοντας έτσι νέο ιστορικό χαμηλό.

Καθώς η χώρα μας απαγκιστρώνεται από το πιο ρυπογόνο καύσιμο στον πλανήτη, βελτιώνοντας σημαντικά τη συνεισφορά της στην αντιμετώπιση της κλιματικής κρίσης, βρίσκεται μπροστά σε ένα νέο ενεργειακό δίλημμα: Πώς θα υποκαταστήσουμε το ενεργειακό κενό που αφήνει πίσω του ο λιγνίτης; Θα επιλέξουμε ορυκτό αέριο ή ανανεώσιμες πηγές ενέργειας σε συνδυασμό με τεχνολογίες αποθήκευσης;

Μπορεί μια μονάδα ορυκτού αερίου να εκπέμπει περίπου 75% λιγότερο διοξείδιο του άνθρακα από μια μέση λιγνιτική μονάδα στην Ελλάδα, αλλά στις εκπομπές αυτές δεν συμπεριλαμβάνεται το μεθάνιο – ένα πιο ισχυρό αέριο του θερμοκηπίου – που διαρρέει κατά τη μεταφορά ορυκτού αερίου στις μονάδες καύσης. Αν και αυτές ληφθούν υπ’ όψιν, η βελτίωση της κλιματικής επίδοσης από τη χρήση ορυκτού αερίου σε σχέση με τον λιγνίτη μειώνεται σημαντικά, καθιστώντας την έτσι ασύμβατη με τον νέο κλιματικό στόχο της ΕΕ-27 για μείωση των καθαρών εκπομπών αερίων του θερμοκηπίου κατά τουλάχιστον 55% το 2030 σε σχέση με τα επίπεδα του 1990.

Η ασυμβατότητα άλλωστε του ορυκτού αερίου με την αντιμετώπιση της κλιματικής κρίσης αποτελεί τον κύριο λόγο που η χρηματοδότηση υποδομών του εξοστρακίστηκε από τα ευρωπαϊκά ταμεία αλλά και την Ευρωπαϊκή Τράπεζα Επενδύσεων. Μόνη χρηματοδοτική δίοδος για τους επίδοξους επενδυτές είναι οι ιδιωτικές τράπεζες. Αλλά και εκεί τα πράγματα γίνονται ολοένα και πιο δύσκολα, καθώς στις Βρυξέλλες μαίνεται μάχη για το αν οι επενδύσεις σε υποδομές ορυκτού αερίου θα χαρακτηριστούν «βιώσιμες» αποκτώντας έτσι πρόσβαση σε ιδιωτική χρηματοδότηση.

Ολα αυτά θυμίζουν τη χρηματοδοτική κατάσταση στην οποία είχε περιέλθει ο λιγνίτης στο πρώτο μισό της προηγούμενης δεκαετίας. Λίγα χρόνια αργότερα η οποιαδήποτε επένδυση σε νέα λιγνιτική μονάδα έγινε ολοσχερώς απαγορευτική, με αποτέλεσμα να ακυρώνονται το ένα μετά το άλλο τα σχέδια για νέες λιγνιτικές μονάδες ανά την Ευρώπη. Δυστυχώς, στην Ελλάδα τόσο η πολιτική ηγεσία όσο και αυτή της ΔΕΗ είτε δεν κατανόησαν είτε θεώρησαν ότι μπορεί να διαφύγουν από την καλπάζουσα πραγματικότητα. Το αποτέλεσμα είναι σήμερα η ΔΕΗ να έχει ζημιωθεί με €1,4 δισ. για να κατασκευάσει μια νέα λιγνιτική μονάδα, την «Πτολεμαΐδα 5», η οποία σχεδιάζεται να έχει μετατραπεί σε άλλη τεχνολογία σε λιγότερο από 2 χρόνια από τη στιγμή που θα ξεκινήσει τη λειτουργία της.

Θα ξανακάνουμε το ίδιο λάθος και τώρα επιλέγοντας να επενδύσουμε σε νέες υποδομές ορυκτού αερίου ή θα συνειδητοποιήσουμε ότι η αποφασιστική στροφή στις ΑΠΕ, σε συνδυασμό με νέες υποδομές αποθήκευσης, αποτελεί μονόδρομο για τo ενεργειακό μέλλον της χώρας τόσο από κλιματική όσο και από οικονομική σκοπιά;

*Ο κ. Νίκος Μάντζαρης είναι αναλυτής πολιτικής και συνιδρυτής The Green Tank.