Από την εισβολή του Αττίλα τον Ιούλιο του 1974 το Κυπριακό μοιάζει ναρκοθετημένο και η επανένωση του νησιού, παρά τις πολλές προσπάθειες, αδύνατη. Και αυτό γιατί διαχρονικά η Αγκυρα υπονομεύει οποιαδήποτε διαμεσολάβηση προς την κατεύθυνση της δικοινοτικής διζωνικής ομοσπονδίας σύμφωνα με τις αποφάσεις των Ηνωμένων Εθνών.

Ουσιαστικά η Αγκυρα υπερασπίζεται το στρατιωτικό αποτέλεσμα της εισβολής και στη βάση αυτού επιχειρεί. Ετσι επέλεξε το ψευδοκράτος της Βόρειας Κύπρου και έκτοτε εργάζεται συστηματικά και οργανωμένα προς την κατεύθυνση της δημιουργίας δύο κρατών στην Κύπρο. Και οι τελευταίες πρωτοβουλίες του τούρκου προέδρου Ρετζέπ Ταγίπ Ερντογάν δεν κάνουν τίποτε άλλο παρά να ενισχύουν αυτή τη στρατηγική επιλογή. Μάλιστα, με το επιλεγμένο και περιορισμένο άνοιγμα της Αμμοχώστου επιζητεί τη νομιμοποίηση των σχεδίων του από τους Ελληνοκυπρίους που ενδεχομένως θα υποκύψουν στο δέλεαρ της ανάκτησης των περιουσιών τους και συνδιαλεγόμενοι μαζί του θα επιτρέψουν στην Τουρκία να ακυρώσει στην πράξη τις αποφάσεις του Οργανισμού Ηνωμένων Εθνών. Κακά τα ψέματα, η Τουρκία, με την ανοχή κατά βάση των μεγάλων δυνάμεων, βρίσκεται κάθε φορά ένα βήμα μπροστά στην υπόθεση του Κυπριακού. Διατηρεί με τον τρόπο της την πρωτοβουλία των κινήσεων και υπονομεύει οποιαδήποτε άλλη προσπάθεια, φέρνοντας την Κυπριακή Δημοκρατία προ νέων τετελεσμένων. Η αλήθεια είναι ότι και η ελληνοκυπριακή πλευρά υπήρξε κατά καιρούς αμφίσημη, δεν είναι άμοιρη ευθυνών. Προέκρινε σε διάφορες φάσεις διαμεσολαβητικές προσπάθειες και λύσεις τις οποίες ωστόσο δεν υπερασπίστηκε ως το τέλος. Δεν επέδειξε, υπό το βάρος της εύλογης καχυποψίας απέναντι στην τουρκική πλευρά, τη δέουσα ευελιξία, ούτε ανέλαβε το αναλογούν ρίσκο.

Κάπως έτσι φθάσαμε να θεωρούμε διαχρονικά το Κυπριακό υπόθεση χαμένων ευκαιριών και πεδίο διαιώνισης και ενίσχυσης των τουρκικών διεκδικήσεων, με ευρύτερες συνέπειες και στις ελληνοτουρκικές σχέσεις. Βέβαια η Κυπριακή Δημοκρατία έκανε άλματα προόδου τις τελευταίες πέντε δεκαετίες μετά την τουρκική εισβολή. Πολλοί δε ήλπιζαν ότι η διαφορά του επιπέδου ζωής μεταξύ των δύο κοινοτήτων θα αποτελούσε από μόνη της ευκαιρία επίλυσης του προβλήματος. Ωστόσο αυτή η τόσο εμφανής διαφορά σε συνδυασμό με τις προοπτικές ενεργειακής αναβάθμισης του νησιού μάλλον προς την αντίθεση κατεύθυνση λειτούργησαν. Η τουρκική ηγεσία είδε την Κύπρο ως βάση διεκδίκησης ευρύτερου ρόλου στη Νοτιοανατολική Μεσόγειο και τίποτε δεν δηλώνει ότι θα υποχωρήσει από το καινοφανές δόγμα της «γαλάζιας πατρίδας».

Πράγμα που σημαίνει ότι η μέχρι τώρα ελληνοκυπριακή στρατηγική δεν αποδίδει. Γεγονός που επιβάλλει σοβαρές αναθεωρήσεις. Το δόγμα η Κύπρος αποφασίζει και η Ελλάδα συμπαραστέκεται μοιάζει στερεοτυπικό και προφανέστατα δεν αρκεί. Ο Ελληνισμός επιβάλλεται να επιδιώξει ευρύτερη διεθνή κινητοποίηση, να εμπλέξει την Ευρωπαϊκή Ενωση περισσότερο, να χρησιμοποιήσει στον μέγιστο βαθμό την αμερικανική πίεση απέναντι στην Τουρκία και βεβαίως να εμφανιστεί με νέες θέσεις και προτάσεις που θα καθιστούν το νεο-οθωμανικό δόγμα ατελές και ασύμβατο προς τον σύγχρονο κόσμο. Ελλάδα και Κύπρος επιβάλλεται να αναλάβουν πρωτοβουλίες που θα ξεπερνούν τις συνήθεις και θα είναι ικανές να προσφέρουν απάντηση γενναία στις ανάγκες της Μεγαλονήσου και των κατοίκων της, ανεξαρτήτως καταγωγής. Να οικοδομήσουμε ένα νέο όραμα ειρηνικής συμβίωσης και προόδου που θα ισοπεδώνει την αρχέγονη ισχύ των όπλων και θα δηλώνει την αξία του άλλου δρόμου.

ΤΟ ΒΗΜΑ