Το δεύτερο εξάμηνο του 2022 ή τον Ιανουάριο του 2023 αναμένεται να υπάρξει ουσιαστική αναπροσαρμογή του κατώτατου μισθού, καθώς οι σημερινές συνθήκες που έχει δημιουργήσει η υγειονομική κρίση στην αγορά οδηγούν την κυβέρνηση στην απόφαση για «πάγωμα» του μισθού στα 650 ευρώ ή, στην καλύτερη περίπτωση, σε συμβολική αύξηση στα όρια του πληθωρισμού.

Προς αυτή την κατεύθυνση κινείται ο υπουργός Εργασίας κ. Κωστής Χατζηδάκης, ο οποίος κατά τη συνεδρίαση του Υπουργικού Συμβουλίου στις 27 Ιουλίου θα πραγματοποιήσει την τελική εισήγηση για την αναπροσαρμογή ή το «πάγωμα» του κατώτατου μισθού.

Αδυνατούν να σηκώσουν το βάρος της κρίσης

Οι εκθέσεις που έχει στα χέρια ο υπουργός από το ΚΕΠΕ και την Τράπεζα της Ελλάδος είναι αρνητικές για την πραγματοποίηση αυξήσεων στους μισθούς στη συγκεκριμένη χρονική συγκυρία, καθώς «η αύξηση του εργατικού κόστους μπορεί να λειτουργήσει καταλυτικά για τις μικρομεσαίες επιχειρήσεις», που ήδη αδυνατούν να σηκώσουν το βάρος της κρίσης που προκάλεσε η πανδημία. Αρνητικές στην αύξηση του κατώτατου μισθού είναι όλες οι εργοδοτικές οργανώσεις, ενώ μόνο η ΓΣΕΕ ζητεί την επαναφορά του στα 751 ευρώ.

«Οι επιλογές είναι περιορισμένες»

«Στόχος μας είναι να διασφαλίσουμε τη λειτουργία των μικρομεσαίων επιχειρήσεων καθώς και τις αντίστοιχες θέσεις εργασίας» σημειώνει παράγοντας του υπουργείου Εργασίας. Για τον λόγο αυτόν «κρατήστε μικρό καλάθι» σημειώνουν χαρακτηριστικά στο υπουργείο Εργασίας, προσθέτοντας ότι «δεν θα πρέπει να περιμένουμε σημαντικές βελτιώσεις, καθώς οι επιλογές είναι περιορισμένες λόγω της κρίσης».

Στο ίδιο μήκος κύματος κινείται και εκπρόσωπος του υπουργείου Οικονομικών, ο οποίος σημείωνε τις προηγούμενες ημέρες ότι «προέχει η ανάκαμψη της οικονομίας και η επάνοδος του αναπτυξιακού κύκλου». Οι παράγοντες που θα προσδιορίσουν το ύψος της αύξησης του κατώτατου μισθού – σύμφωνα με τον σχετικό νόμο – είναι «η κατάσταση της ελληνικής οικονομίας (και οι προοπτικές της για ανάπτυξη) από την άποψη της παραγωγικότητας, των τιμών και της ανταγωνιστικότητας, της απασχόλησης, του ποσοστού της ανεργίας, των εισοδημάτων και μισθών».

Αυτοσυγκράτηση για το τρέχον έτος

Κυβερνητικά στελέχη προσδιορίζουν τα χρονικά περιθώρια ουσιαστικής βελτίωσης των επιπέδων του κατώτατου μισθού το φθινόπωρο του 2022 ή στις αρχές του 2023. «Για το τρέχον έτος και το μεγαλύτερο μέρος του επομένου (2022) θα πρέπει να υπάρξει αυτοσυγκράτηση» τονίζουν.

Τον Φεβρουάριο του 2022 και αφού αναμένεται να έχουν φανεί τα πρώτα σημάδια ανάκαμψης της οικονομίας, θα εκκινήσει – εκ νέου – η διαδικασία αναπροσαρμογής του κατώτατου μισθού, προκειμένου το καλοκαίρι του 2022 να ολοκληρωθεί και να συμφωνηθεί «μια ουσιαστική βελτίωση», η οποία θα ανταποκρίνεται στην «αυξημένη δυναμική της οικονομίας και στην ανάκαμψη της αγοράς».

Ο νέος αυτός μισθός θα ισχύσει είτε το δεύτερο εξάμηνο του 2022 είτε στις αρχές του 2023. «Του χρόνου θα υπάρχουν περισσότερες δυνατότητες και επιλογές» σημειώνουν χαρακτηριστικά στο υπουργείο Εργασίας.

Αντιστοιχεί στο 55% του μέσου μισθού

Ο κατώτατος μισθός αντιστοιχεί στο 55% του μέσου μισθού και απέχει μόνο 5 ποσοστιαίες μονάδες πάνω από τον διεθνώς αναγνωρισμένο δείκτη επάρκειας, δηλαδή το 60% του μέσου μισθού. Μάλιστα η προηγούμενη αύξηση ήταν κατά 10,8% (τον Ιανουάριο του 2019) και αποτελεί την τρίτη υψηλότερη στην ΕΕ, ενώ μόνο έξι χώρες είχαν σωρευτικά αύξηση υψηλότερη του 12% την τελευταία διετία.

Με τον τρόπο αυτόν απαντά το υπουργείο Εργασίας στις θέσεις που διατυπώνονται γύρω από το ύψος του κατώτατου μισθού. Συγκεκριμένα υπογραμμίζει ότι ο μέσος μισθός πλήρους απασχόλησης τον Φεβρουάριο του 2020 ανήλθε στα 1.187 ευρώ. Ως εκ τούτου, ο κατώτατος μισθός φτάνει στο 55% του μέσου μισθού.

Σε σύγκριση με τα 21 κράτη-μέλη της ΕΕ που έχουν νομοθετημένο κατώτατο μισθό, η Ελλάδα βρίσκεται στη μέση της κατάταξης όσον αφορά το ύψος του κατώτατου μισθού, δηλαδή στην ενδέκατη με βάση τον ονομαστικό και στη δέκατη τρίτη με βάση τα ισοδύναμα αγοραστικής δύναμης.

Τέλος, σε ό,τι αφορά το επιχείρημα ότι 18 στις 21 χώρες της ΕΕ προχώρησαν σε ονομαστική αύξηση του κατώτατου μισθού την περίοδο από τον Ιανουάριο του 2020 έως και τον Μάρτιο του 2021, το υπουργείο υπογραμμίζει ότι μόνο σε 9 από αυτές η αύξηση υπερέβη το 2%, αν λάβουμε υπ’ όψιν τον πληθωρισμό και τη συναλλαγματική ισοτιμία (για τις χώρες που δεν είναι μέλη της ευρωζώνης). Σε 6 χώρες η πραγματική αύξηση ήταν μικρότερη της μίας ποσοστιαίας μονάδας και σε δύο ο πραγματικός κατώτατος μισθός μειώθηκε.

Την ίδια περίοδο, στην Ελλάδα η πραγματική αξία του κατώτατου μισθού αυξήθηκε κατά 1,3% λόγω του αποπληθωρισμού, ενώ περαιτέρω αύξηση της αγοραστικής δύναμης επήλθε από τη μείωση των ασφαλιστικών εισφορών των εργαζομένων κατά 1,63%. Για έναν μισθωτό πλήρους απασχόλησης το συνολικό ετήσιο όφελος υπερβαίνει τα 250 ευρώ.

Οχι στην επαναφορά της Εθνικής Σύμβασης

Υπέρ της διατήρησης του σημερινού συστήματος διαμόρφωσης του κατώτατου μισθού τάσσεται αναφανδόν το υπουργείο Εργασίας, απαντώντας στην ουσία στο αίτημα της ΓΣΕΕ αλλά και της ΓΣΕΒΕΕ (μικρομεσαίες επιχειρήσεις) για επιστροφή των ελεύθερων διαπραγματεύσεων και της Εθνικής Γενικής Συλλογικής Σύμβασης Εργασίας.

«Κάτι τέτοιο θα έθετε τη χώρα μας απέναντι στην κρατούσα άποψη σε ευρωπαϊκό επίπεδο» σημειώνει το υπουργείο, επισημαίνοντας πως το υφιστάμενο σύστημα προσδιορισμού του κατώτατου μισθού στην Ελλάδα έχει πολλά κοινά σημεία με την υπό διαπραγμάτευση Ευρωπαϊκή Οδηγία για επαρκείς κατώτατους μισθούς.

Ως προς την ουσία του θέματος, το υπουργείο υπογραμμίζει ότι το υφιστάμενο σύστημα διασφαλίζει ότι ο κατώτατος μισθός καθορίζεται με οικονομικά ορθολογικό τρόπο, λαμβάνοντας υπ’ όψιν τα συμφέρονται των εχόντων εργασία αλλά και των ανέργων. Επιπλέον, η όλη διαδικασία αποπνέεται από διαφάνεια και αντικειμενικότητα, καθώς οι εκθέσεις, τα πορίσματα και όλο το σχετικό υλικό δημοσιεύεται και μπορεί συνεπώς να αξιολογηθεί από όλους.

Σύμφωνα με στοιχεία της Παγκόσμιας Τράπεζας, το 56% των χωρών ορίζουν τον κατώτατο μισθό με το συγκεκριμένο σύστημα, ενώ μόνο 14% αποκλειστικά με συλλογικές διαπραγματεύσεις. Σε δεκατρείς από τις είκοσι μία χώρες της Ευρωπαϊκής Ενωσης που έχουν νομοθετημένο κατώτατο μισθό, οι κοινωνικοί εταίροι συμμετέχουν σε διαδικασίες διαβούλευσης αλλά η κυβέρνηση τελικά αποφασίζει, ενώ σε άλλες τρεις η κυβέρνηση έχει τον τελευταίο λόγο σε περίπτωση που οι διαπραγματεύσεις μεταξύ των κοινωνικών εταίρων αποτύχουν.

Καταλύτης αλλαγών η πανδημία στην αγορά εργασίας

«Καθώς βγαίνουμε από την πανδημική κρίση, η επαναφορά της κανονικότητας στην οικονομία και στην αγορά εργασίας αποτελεί την επόμενη μεγάλη πρόκληση» δήλωσε ο υπουργός Εργασίας Κωστής Χατζηδάκης, ο οποίος εμφανίζεται απρόθυμος να δώσει αυξήσεις στον κατώτατο μισθό αλλά αναζητεί μέτρα προσανατολισμού και στήριξης εργαζομένων και επιχειρήσεων στο νέο τοπίο.

Τόνισε, ωστόσο, ότι μιλάμε για μια νέα κανονικότητα, αρκετά διαφορετική από εκείνη που υπήρχε πριν από την πανδημία, η οποία λειτούργησε ως καταλύτης για πολλές από τις αλλαγές που είχαν ήδη ξεκινήσει στην αγορά εργασίας με την ψηφιακή και την πράσινη μετάβαση.

Ο υπουργός ανέφερε ως παράδειγμα το παράδοξο φαινόμενο οι επιχειρήσεις στον κλάδο της εστίασης να δυσκολεύονται σήμερα να βρουν προσωπικό. «Είτε η εξήγηση είναι η νέα πραγματικότητα με τα επιδόματα είτε ότι οι υπάλληλοι αυτοί βρήκαν εν τω μεταξύ δουλειά αλλού είτε οτιδήποτε άλλο, το φαινόμενο αυτό είναι μια πραγματικότητα που κανείς δεν προέβλεψε. Και δεν είναι μεμονωμένο. Συνολικά 8 στις 10 επιχειρήσεις στην Ελλάδα αντιμετωπίζουν δυσκολία κάλυψης κενών θέσεων εργασίας. Και πριν από την πανδημία 6 στις 10 επιχειρήσεις αντιμετώπιζαν το συγκεκριμένο πρόβλημα. Επιχειρήσεις ζητούν εργαζομένους σε τομείς που δεν υπάρχει προσφορά και άνεργοι ζητούν δουλειά σε τομείς που δεν υπάρχει ζήτηση.

Το χάσμα ανάμεσα στις δεξιότητες που δίνει το σύστημα εκπαίδευσης και κατάρτισης από τη μια και αυτές που ζητεί η αγορά από την άλλη είναι το μεγαλύτερο στην ΕΕ και η πανδημία το ενέτεινε» σημείωσε ο υπουργός.

«Μη δίνετε αυξήσεις, μειώστε τους φόρους»

Το σύνολο των εργοδοτικών οργανώσεων επικαλείται την αρνητική συγκυρία – λόγω των οικονομικών επιπτώσεων της πανδημίας – και εκτιμά πως δεν υπάρχει κανένα περιθώριο χορήγησης αύξησης στον κατώτατο μισθό. Μάλιστα, υπογραμμίζει πως ανάλογο ενδεχόμενο θα επιδεινώσει περαιτέρω την αρνητική εικόνα της αγοράς, θα οδηγήσει σε αύξηση των απολύσεων, ενώ θα επιτείνει τα «λουκέτα» σε μικρομεσαίες επιχειρήσεις.

Στις προτάσεις του ο ΣΕΒ ζητεί αντί αύξησης περαιτέρω μείωση των εισφορών (μείωση του μη μισθολογικού κόστους), όπως και κατάργηση των τριετιών και «ορισμός του κατώτατου μισθού ως μία «μοναδική αξία»».

Ο Σύνδεσμος Βιομηχανιών Βορείου Ελλάδος ζητεί αντί αυξήσεων φορολογικές ελαφρύνσεις των χαμηλόμισθων και άλλα μέτρα τα οποία θα βελτιώνουν το εισόδημά τους.

Η ΓΣΕΕ είναι η μόνη που ζητεί αναπροσαρμογή του μισθού και αντικρούει την πρόταση για μείωση του μη μισθολογικού κόστους που οδηγεί σε απώλειες εσόδων σε φορείς κοινωνικής ασφάλισης, οι οποίες θα πρέπει με κάποιον τρόπο να αναπληρωθούν.

Τα υπομνήματα

Στα υπομνήματά τους οι φορείς σημειώνουν τα εξής:

ΣΕΒ: «Τουλάχιστον για όσο διαρκούν οι άμεσες αρνητικές επιδράσεις της πανδημίας, το 2021 δεν κρίνεται σκόπιμο να γίνουν αλλαγές στο επίπεδο του κατώτατου μισθού, ειδικά μεγάλης κλίμακας. Προτείνεται η μείωση του μη μισθολογικού κόστους, με μέτρα μόνιμης διάρκειας, ώστε να αυξηθεί το διαθέσιμο εισόδημα όσων αμείβονται με τον κατώτατο μισθό. Επίσης ο νομοθετημένος κατώτατος μισθός και το ημερομίσθιο να ορίζονται ως μία «μοναδική αξία» (δηλαδή να μην ισχύουν τριετίες και επιδόματα)».

ΓΣΕΒΕΕ (μικρομεσαίες επιχειρήσεις): Η ΓΣΕΒΕΕ τάσσεται υπέρ της επαναφοράς των ελεύθερων συλλογικών διαπραγματεύσεων για τη διαμόρφωση του κατώτατου μισθού, ενώ για την τρέχουσα διαδικασία τονίζει πως «προέχουν η διάσωση των επιχειρήσεων και η διατήρηση των θέσεων εργασίας. Ως εκ τούτου οποιαδήποτε μεταβολή που αυξάνει το κόστος λειτουργίας μπορεί να αποβεί καθοριστική για τη βιωσιμότητα των επιχειρήσεων».

ΕΣΕΕ (έμποροι): Οι εκπρόσωποι των εμπόρων σημειώνουν ότι η πανδημία έχει επιδεινώσει ραγδαία το υφιστάμενο οικονομικό και επιχειρηματικό περιβάλλον, ενώ έχει διογκώσει την αβεβαιότητα: «Τα μέτρα στήριξης της οικονομίας λειτούργησαν ανακουφιστικά, αλλά θα αποσυρθούν σύντομα. Σε αυτό το ρευστό οικονομικό και επιχειρηματικό περιβάλλον, η πρόθεση για ενδεχόμενη αύξηση του κατώτατου μισθού μοιάζει να μη λαμβάνει υπ’ όψιν της την ίδια την πραγματικότητα».

ΣΕΤΕ (τουριστικές επιχειρήσεις): «Στην τρέχουσα οικονομική συγκυρία και τις συνθήκες που έχει δημιουργήσει η πανδημία της COVID-19 δεν ενδείκνυται μια αύξηση του κατώτατου μισθού το 2021. Εκτιμάται ότι το 2022 η ταχύτερη ανάκαμψη της ελληνικής οικονομίας θα δημιουργήσει ένα προσφορότερο και ευνοϊκό πλαίσιο για την αναπροσαρμογή του κατώτατου μισθού».

ΣΒΕ (βιομήχανοι Βορείου Ελλάδος): «Ο κατώτατος μισθός να παραμείνει και την επόμενη χρονιά στο ύψος των 650 ευρώ, αλλά να συνοδεύεται απαραίτητα από φορολογικές ελαφρύνσεις των χαμηλόμισθων».

Αύξηση σε 17 ευρωπαϊκές χώρες

«17 κράτη-μέλη της ΕΕ έχουν ήδη αυξήσει τον κατώτατο μισθό από την 1/1/2021, παρά το γεγονός ότι οι συνέπειες της πανδημικής κρίσης ήταν οριζόντιες σε ολόκληρη την Ευρώπη» αναφέρει η ΓΣΕΕ. Οπως τονίζει «3 κράτη-μέλη τον διατήρησαν σταθερό στο ύψος του 2020, ενώ μόνο στην Ελλάδα οι διαπραγματεύσεις αναβλήθηκαν την προηγούμενη χρονιά και ο κατώτατος μισθός εξακολουθεί να είναι στο ύψος του 2019. Για το 2021 να ανέλθει στα 751 ευρώ και στη συνέχεια να προσαρμοστεί στο 60% του διάμεσου μισθού βάσει των στοιχείων του ΟΟΣΑ, δηλαδή στα 809 ευρώ».