Κορυφαίος παράγοντας της ελληνικής διπλωματίας είχε πει πριν από χρόνια στον γράφοντα ότι μια από τις σημαντικότερες κινήσεις σε μια διαπραγμάτευση είναι να αρνηθείς να παραλάβεις ένα έγγραφο που γνωρίζεις ότι μπορεί να αποβεί επιζήμιο για τα εθνικά σου συμφέροντα. Η πρόσφατη άτυπη πενταμερής διάσκεψη για το Κυπριακό στη Γενεύη υπό την αιγίδα των Ηνωμένων Εθνών επιβεβαιώνει, δυστυχώς, την άποψη αυτή.

Ο τουρκοκύπριος ηγέτης Ερσίν Τατάρ κατέθεσε στον Γενικό Γραμματέα του ΟΗΕ, τον Αντόνιο Γκουτέρες, ένα έγγραφο με τα βασικά σημεία των απόψεών του (και φυσικά της Αγκυρας). Σε αυτό το έγγραφο ο κ. Τατάρ παρουσίασε τη θέση της λύσης των δύο κρατών με κυριαρχική ισότητα, η οποία καταφανώς κινείται εκτός των παραμέτρων της λύσης που τα ίδια τα Ηνωμένα Εθνη επιδιώκουν να επιτύχουν από το 1977 και μετά – αυτή δηλαδή της διζωνικής, δικοινοτικής ομοσπονδίας με πολιτική ισότητα.

Είναι απορίας άξιο για ποιον λόγο ο κ. Γκουτέρες αποφάσισε να δεχθεί αυτό το έγγραφο και δεν το επέστρεψε ως είχε στον αποστολέα του. Οι συνέπειες της κίνησης αυτής θα φανούν πολύ σύντομα, κατά τη διάρκεια της σύνταξης των εκθέσεων του Γενικού Γραμματέα για τις καλές του υπηρεσίες και για την παράταση της θητείας της ειρηνευτικής δύναμης UNFICYP στο νησί. Ηδη η ορολογία περί «αυτοδιοικούμενων περιοχών» στοιχειώνει – ανεξαρτήτως του γεγονότος ότι αντικατοπτρίζει συγκεκριμένες πραγματικότητες επί του εδάφους – την ελληνοκυπριακή και ελληνική ηγεσία.

Τόσο η Λευκωσία όσο και η Αθήνα έπρεπε να μη μείνουν στην απλή κριτική τους στις τουρκοκυπριακές θέσεις κατά τη συνάντηση της Γενεύης. Επρεπε να υποχρεώσουν τον κ. Γκουτέρες να μην πάρει αυτό το έγγραφο. Το διπλωματικό τετελεσμένο είναι πλέον γεγονός και θα αποκτήσει τη δική του δυναμική. Η δε οχύρωση της Αθήνας πίσω από το κοινοτικό κεκτημένο δεν προσφέρει, από μόνη της, τίποτα. Οι «ψίθυροι» της Ούρσουλα φον ντερ Λάιεν ότι η ΕΕ δεν θα δεχθεί λύση δύο κρατών στο νησί δεν σημαίνουν τίποτα για την Τουρκία. Και ένας από τους λόγους που αυτό συμβαίνει είναι ότι η Γερμανία, η χώρα στην κυβέρνηση της οποίας υπηρετούσε μέχρι προσφάτως η πρόεδρος της Επιτροπής, έχει ήδη διαχωρίσει τα ελληνοτουρκικά από το Κυπριακό σε σχέση με το μέλλον των ευρωτουρκικών σχέσεων. Και ίσως να μην είναι μόνη σε αυτό. Οι δε διπλωματικές μετοχές της Λευκωσίας στις Βρυξέλλες και σε άλλες πρωτεύουσες βρίσκονται σήμερα στο ναδίρ.

Η Ελλάδα και η Κύπρος θα βρεθούν προσεχώς ενώπιον πολύ σκληρών αποφάσεων στο Κυπριακό. Η λαϊκή θυμοσοφία λέει πως «κάθε πέρυσι και καλύτερα» – και μάλλον έχει απόλυτο δίκιο. Από τη δεκαετία του 1950 ως και σήμερα, τόσο η ελλαδική όσο και η κυπριακή ηγεσία απέτυχαν να αντιληφθούν τις ισορροπίες που διαμορφώνονταν περί του Κυπριακού με τραγικά αποτελέσματα. Δυστυχώς, πλέον το «διαζύγιο» και η οριστική διχοτόμηση ίσως να μην είναι τόσο μακριά όσο κάποιοι επιμένουν να πιστεύουν.