Κάποιο καλοκαιρινό απόγευμα του 2016, στη μέση της οικονομικής ύφεσης, πήγαμε στο Σινέ Παλάς μετά τη δουλειά. Επαιζε Κάρι Γκραντ. Σε μία σειρά προηγούμενων επισκέψεων, μια κυρία βρισκόταν σταθερά στο ταμείο και ένας κύριος σε όλα τα υπόλοιπα. Εκείνη την ημέρα θεώρησα ότι ήταν η ώρα να τελειώνουμε με τις τυπικότητες. «Δεν είναι σύζυγός μου, είναι ο αδελφός μου», μου είπε η Ελένη στο ταμείο. «Μαζί κρατάμε ζωντανή την κληρονομιά του πατέρα μας που ξεκίνησε αυτό τον κινηματογράφο σχεδόν 90 χρόνια πριν».
Ο αδελφός της, Ματθαίος, κρατούσε την μπαγκέτα του μαέστρου και συγχρόνως έπαιζε όλα τα όργανα: Συντηρούσε το μέρος, έκανε τις προβολές, σέρβιρε τις λεμονάδες και τα ποπ-κορν και όταν κάποιος πεινούσε ετοίμαζε σπιτικά σάντουιτς με τυρί, γαλοπούλα και Becel Pro Active.
Παρήγγειλα τη μεγάλη εκδοχή, με την προϋπόθεση ότι θα έδειχνα κατανόηση μέχρι να διευθετήσει τα της προβολής πρώτα. Και καθίσαμε, παρατηρώντας τον χορό των πραγμάτων τριγύρω μας. Το κελάρυσμα δύο μικρών σιντριβανιών με τη συνδρομή του Νίνο Ρότα πάλευε να ακυρώσει το χάος της πόλης λίγα μέτρα πιο κάτω. Λουλούδια και βασιλικά στροβίλιζαν στη μύτη μας. Και πολύχρωμα σποτάκια έκαναν την οθόνη ουράνιο τόξο. Δέκα λεπτά αργότερα, ο Ματθαίος με πλησίασε, μου προσέφερε ένα – μικρό – σάντουιτς, και μου είπε ψιθυριστά στο αφτί: «Το ψωμί για το μεγάλο είχε τελειώσει. Σου έφτιαξα αυτό, είναι κερασμένο από το κατάστημα. Αν συνεχίσεις και πεινάς θα σου φτιάξω ένα ακόμη». Το κέρασμα ήταν ειλικρινές, ωστόσο από δεοντολογία στο διάλειμμα αποπειράθηκα να το πληρώσω. Το επιχείρημά μου ότι εκτιμώ το κέρασμα, αλλά το νόημα είναι να στηρίξουμε τον κινηματογράφο και όχι να τον βάλουμε μέσα, σμπαραλιάστηκε από ένα χαμόγελο και δυο κοντές εκφράσεις που έπεσαν πάνω του σαν μπάλα κατεδάφισης: «Στη ζωή μας, αγόρι μου, κάνουμε τις επιλογές μας. Κι εμείς έχουμε επιλέξει από καιρό να κάνουμε φίλους. Οχι λεφτά».
Μια προγενέστερη συζήτηση με έναν γιατρό μου ήρθε αυτόματα στον νου. Είχε χρησιμοποιήσει μια ενδιαφέρουσα ρητορική για να περιγράψει το είδος ανθρώπων που νοιάζεται περισσότερο για την «ηθικά ορθή» επιλογή παρά για το τι συμφέρει το τομάρι τους. «Αυτοί οι άνθρωποι αποτελούν την αφρόκρεμα της κοινωνίας μας» μου είχε πει. «Θυσιάζουν ένα μέρος του εαυτού τους προκειμένου να κάνουν ξεχωριστές τις απλές στιγμές των υπολοίπων. Οπου τους βρίσκουμε, έχουμε χρέος να τους προστατεύουμε και να τους τιμούμε».
Κοιτώντας το πρόγραμμα προβολών των θερινών κινηματογράφων στις 27 Ιουνίου 2021, δεν είδα το Παλάς. Λίγο μετά διάβασα ότι μόλις μια ημέρα μετά την επαναλειτουργία του κινηματογράφου από τα περιοριστικά μέτρα, ο Ματθαίος Πόταγας πέθανε σε ηλικία 93 ετών. Τον τρόπο που το φως χανόταν στις κεραίες των κτιρίων εκείνο το βράδυ τον έχω κρατήσει σε ένα φωτογραφικό καρέ, όχι ότι χρειαζόμουν πειστήριο για να το θυμάμαι. Η λάμψη εξάλλου που είχε η ταράτσα, δεν ήταν από τα λούμεν των σποτ. Ηταν από τη φιλοσοφία του ιδιοκτήτη.
* Ο Νίκος Μπαρτσώτας είναι επιστημονικός συνεργάτης – ερευνητής του Εθνικού Αστεροσκοπείου Αθηνών και συντάκτης μουσικής στον περιοδικό Τύπο