Πριν από 42 χρόνια, στις 28 Μαΐου 1979, ήμουν στο Ζάππειο στην τελετή υπογραφής της Πράξης Προσχώρησης της Ελλάδας στην τότε Ευρωπαϊκή Οικονομική Κοινότητα (ΕΟΚ), σημερινή Ευρωπαϊκή Ενωση (ΕΕ),  από την ευρωπαική ηγεσία και τον πρωθυπουργό Κ. Καραμανλή. Ως σύμβουλος του ΥΠΕΞ – στενός συνεργάτης του επικεφαλής της ενταξιακής διαπραγμάτευσης, πρέσβεως Β. Θεοδωρόπουλου, αισθανόμουν τη βαθιά  χαρά για το επίτευγμα της χώρας, πέντε μόλις χρόνια μετά την αποκατάσταση της δημοκρατίας. Δύο σχεδόν χρόνια μετά, την 1η Ιανουαρίου 1981, η Ελλάδα έγινε επίσημα και θεσμικά το δέκατο μέλος της ΕΟΚ. Σήμερα, σαράντα χρόνια από τότε, η Ελλάδα είναι ισχυρό κράτος-μέλος στον εσωτερικό πυρήνα της Ευρωπαϊκής Ενωσης, παρά τα προβλήματα, αντιφάσεις και δυσκολίες που δοκίμασε και που την έφεραν κάποια στιγμή στο κατώφλι της εξόδου από την Ενωση. Στα σαράντα αυτά χρόνια συμμετείχα στη διαδικασία διαμόρφωσης της θέσης (και θέσεων πολιτικής) της χώρας (και διαπραγμάτευσης) με διάφορες ιδιότητες κυρίως ως πρεσβευτής-σύμβουλος του ΥΠΕΞ και του Γραφείου του Πρωθυπουργού Κ. Σημίτη. Ο Κ. Σημίτης υπήρξε ο πρωθυπουργός που ολοκλήρωσε το εγχείρημα της ένταξης με την επιμονή του να οδηγήσει τη χώρα στην Οικονομική και Νομισματική Ενωση (ΟΝΕ), στον εσωτερικό πυρήνα της ΕΕ δηλαδή, το 2000. Κ. Καραμανλής και Κ. Σημίτης οι δύο μεγάλοι αρχιτέκτονες της βαθύτερης ενσωμάτωσης της Ελλάδας στην Ευρώπη.

Θα ήθελα όμως εδώ να επισημάνω όχι τα οφέλη που αποκόμισε η χώρα από τη συμμετοχή της ή τις δυσκολίες που αντιμετώπισε  στην Κοινότητα / Ενωση – για τα οποία έχουν γραφτεί πολλά – αλλά τη συνεισφορά της Ελλάδας στην ευρωπαϊκή ενοποίηση, κάτι που δεν είναι ιδιαίτερα γνωστό. Γιατί, παρά τα βέτο μας, τους αστερίσκους μας, τις αδυναμίες προσαρμογής και τις κρίσεις, η χώρα προσέφερε, συνέβαλε ουσιαστικά, στην εμβάθυνση της ευρωπαϊκής ολοκλήρωσης με διάφορους τρόπους.

Πρώτα απ’ όλα, σε ένα υψηλό συμβολικό  επίπεδο η συμμετοχή της Ελλάδας «επιβεβαίωσε» την ταυτότητα της Ευρώπης, του ευρωπαϊκού πολιτισμού, ένας πυλώνας του οποίου βρίσκεται στην κλασική ελληνική σκέψη, στον ελληνικό ορθολογισμό και αισθητική. Οπως χαρακτηριστικά συνήθιζε να λέει ο Βαλερί Ζισκάρ ντ’ Εστέν, «η Ευρώπη δεν θα μπορούσε να θεωρηθεί ολοκληρωμένη χωρίς την παρουσία σ’ αυτήν της χώρας του Πλάτωνα και του Αριστοτέλη».

Μέσα στο Ζάππειο, στη διάρκεια της τελετής υπογραφής, τόνιζε: «Η Ευρώπη χωρίς την Ελλάδα δεν θα ήταν Ευρώπη». Με τον Κ. Καραμανλή να απαντά: «Η Ευρώπη, με το ελληνικό της όνομα, της είναι οικείος χώρος, αφού ο πολιτισμός της είναι σύνθεση του ελληνικού, του ρωμαϊκού και του χριστιανικού πνεύματος. Μια σύνθεση, στην οποία, όπως είπα και άλλοτε, το ελληνικό πνεύμα εισέφερε την ιδέα της ελευθερίας, της αλήθειας και της ομορφιάς. Το ρωμαϊκό πνεύμα την ιδέα του κράτους και του δικαίου. Και ο χριστιανισμός την πίστη και την αγάπη».

Αλλά πέρα από τη μείζονος σημασίας αυτή διάσταση, σε πρακτικό, λειτουργικό  επίπεδο, στην Ελλάδα μπορεί να πιστωθεί ως συνεισφορά στην εμβάθυνση της ενοποίησης μεταξύ άλλων:

Πρώτον, άνοιξε τον δρόμο και διαδικασία για τη διαμόρφωση της διαρθρωτικής πολιτικής συνοχής και ανέδειξε τη διάσταση της πραγματικής σύγκλισης (real convergence)   στην Ενωση με την επιμονή της για τη θέσπιση των Μεσογειακών Ολοκληρωμένων Προγραμμάτων (ΜΟΠ – 1985). Η διαρθρωτική πολιτική ξεπήδησε μέσα από τα ΜΟΠ, όπως άλλωστε ομολόγησε παλαιότερα και ο πρόεδρος της Επιτροπής Ζακ Ντελόρ. Και η διαρθρωτική πολιτική (κανονισμοί κ.λπ.) υιοθετήθηκε στη δεύτερη ελληνική Προεδρία το 1988 (με διαπραγματευτές τον Αλ. Κρητικό και τον γράφοντα). Επομένως τα (παλαιά) Κοινοτικά Πλαίσια Στήριξης (ΚΠΣ) και σημερινά ΕΣΠΑ και η πολιτική συνοχής  από την οποία επωφελείται όλη η Ευρώπη έχουν τις ρίζες τους στα ΜΟΠ.

Δεύτερον, προώθησε σταθερά την πολιτική ενοποίηση (παράλληλα με την οικονομική) ιδιαίτερα μετά το 1986. Και μάλιστα τον Μάρτιο 1990 υπέβαλε ένα φιλόδοξο  υπόμνημα για την Πολιτική Ενωση με ιδιαίτερα πρωτοποριακές προτάσεις (ακόμη και για σήμερα), μεταξύ άλλων, για την ουσιαστική ενίσχυση των εξουσιών του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και τη θέσπιση της κοινής εξωτερικής πολιτικής και πολιτικής ασφάλειας (ΚΕΠΠΑ).

Τρίτον, δρομολόγησε τη διαδικασία ένταξης  των χωρών των Βαλκανίων στην Ενωση με την υιοθέτηση τον Ιούνιο του 2003, στο πλαίσιο της τέταρτης ελληνικής Προεδρίας, της περίφημης «Ατζέντας της Θεσσαλονίκης» παρά την αντίθεση τότε όλων σχεδόν των άλλων κρατών-μελών της ΕΕ.

Τέταρτον, προικοδότησε την Ενωση με τη ρήτρα αμοιβαίας συνδρομής (άρθρο 42,7 ΣΕΕ) με σχετική πρότασή της στην Ευρωπαϊκή Συνέλευση (έγγραφο CONV 389/02) για την επεξεργασία του Ευρωπαϊκού Συντάγματος η οποία πέρασε αργότερα αυτούσια στη Συνθήκη της Λισαβόνας.

Πέμπτον, ως συμβολή στην ενοποίηση και ενίσχυση της Ενωσης μπορεί να θεωρηθεί και η ένταξη της Κύπρου, η οποία επετεύχθη χάρη στον ρόλο και την εμμονή της Ελλάδας (ανεξάρτητα εάν η Κύπρος δεν αξιοποίησε πάντοτε δημιουργικά την ένταξή της). Καθώς, μεταξύ άλλων, επέκτεινε την επιρροή της ΕΕ στην Αν. Μεσόγειο.

Εκτον, ως κάπως παράδοξη ή και ειρωνική μπορεί να θεωρηθεί η συμβολή της  ελληνικής κρίσης χρέους (2010-2018) στην εμβάθυνση της οικονομικής ενοποίησης.  Καθώς ήταν η κρίση αυτή που οδήγησε στη σύσταση του Ευρωπαϊκου Μηχανισμού Σταθερότητας (ESM), στη  δημιουργία της (ατελούς) τραπεζικής ένωσης, στην ανάδειξη της ΕΚΤ ως δανειστή έσχατης προσφυγής  και άλλων μηχανισμών για την ολοκλήρωση της ΟΝΕ.

Και βέβαια η Ελλάδα ως μέλος της ΕΕ λειτούργησε (και λειτουργεί)  σταθεροποιητικά συνολικά για τη ΝΑ Ευρώπη.

Κοντολογίς, η συνολική συνεισφορά της Ελλάδας στην ΕΕ στην τεσσαρακονταετία υπήρξε σημαντική. Και τώρα στην έναρξη μιας νέας περιόδου (Διάσκεψη για Μέλλον Ευρώπης, κ.λπ.) έχει την ευκαιρία και δυνατότητα να συμβάλει ακόμα πιο ενεργά για τη νέα πολιτική Ενωση με «στρατηγική αυτονομία» και ικανή να αντιμετωπίσει τις νέες προκλήσεις…

Ο ομ. καθηγητής Π.Κ. Ιωακειμίδης είναι πρώην πρεσβευτής – σύμβουλος του ΥΠΕΞ και μέλος της συμβουλευτικής επιτροπής του FEPS και ΕΛΙΑΜΕΠ. Συμμετείχε σε όλες τις μεγάλες διαπραγματεύσεις της ΕΕ από την περίοδο της ενταξιακής διαπραγμάτευσης  και μετά. Από τις εκδόσεις Θεμέλιο κυκλοφορεί το νέο του βιβλίο «Επιτεύγματα και στρατηγικά λάθη της εξωτερικής πολιτικής της Μεταπολίτευσης».