Οι εγκληματικές… επιχειρήσεις υπέφεραν κατά τη διάρκεια της πανδημίας και της οικονομικής κρίσης, ακριβώς όπως και οι νόμιμες, αναφέρει το Bloomberg. Όμως η ιταλική μαφία προνόησε, και τώρα ετοιμάζεται να εισπράξει.

Πέρσι, όταν η μια χώρα μετά την άλλη έμπαινε σε lockdown, η μαφία άρχισε να παρεισφρέει σε επιχειρήσεις που βρίσκονταν σε οικονομική ένδεια, με στόχο εντέλει να αντλήσει χρήματα από το… Tαμείο Aνάκαμψης της ΕΕ και τα 1,8 τρισ. ευρώ που προορίζει για τις πληγείσες επιχειρήσεις. Τουλάχιστον, αυτά υποστηρίζει ο Μαουρίτσιο Βαλόνε, ο κορυφαίος Ιταλός ερευνητής του οργανωμένου εγκλήματος.

Εγκληματικές επιχειρήσεις, ανάμεσά τους και η Ντρανγκέτα που δραστηριοποιείται στη νότια περιοχή ης Καλαβρίας και η διάσημη Κόζα Νόστρα της Σικελίας, επιδίωξαν να αποκτήσουν μερίδια σε νόμιμες εταιρείες, οι οποίες θα είναι μεταξύ των πρώτων που θα λάβουν οικονομική ενίσχυση. Για αυτό και προτίμησαν επιχειρήσεις του περιβαλλοντικού και ψηφιακού τομέα, εξηγεί ο Βαλόνε, της Ερευνητικής Διεύθυνσης για τη Μαφία.

«Η μαφία επιλέγει τις επιχειρήσεις που έχουν το προβάδισμα στα κονδύλια του ταμείου ανάκαμψης, ιδιαιτέρως εκείνες από τους τομείς της υγείας και των υποδομών, όπου θα δαπανηθεί μεγάλο μέρος των χρημάτων. Θα προσπαθήσει να πάρει τα πάντα. Πρέπει να βεβαιωθούμε ότι δεν θα πάρει ούτε ένα ευρώ».

Η Ιταλία αποτελεί κύριο στόχο των εγκληματιών επειδή είναι και το κράτος-μέλος που αναμένεται να λάβει τη μερίδα του λέοντος από τα κονδύλια του ταμείου.

Η νέα κυβέρνηση του Μάριο Ντράγκι εκπονεί προϋπολογισμό για το μερίδιο της χώρας στα χρήματα της ΕΕ, που αγγίζουν τα 209 δισεκατομμύρια ευρώ, ενώ παράλληλα προσπαθεί να καταπολεμήσει τη χειρότερη ύφεση που έχει βιώσει μετά τον Β’ Παγκόσμιο Πόλεμο. Οι ιταλικές εταιρείες είναι ιδιαιτέρως ευάλωτες γιατί το σχέδιο των τραπεζικών ταμείων με κρατικές εγγυήσεις έχει υπάρξει υπερβολικά περίπλοκο και περιορισμένο, επομένως και αναποτελεσματικό, σύμφωνα με τον Βαλόνε.

Ως εκ τούτου, οι επιχειρήσεις που αντιμετωπίζουν προβλήματα πιστοληπτικής ικανότητας δεν έχουν επωφεληθεί παρά ελάχιστα από τις κρατικές ενισχύσεις, υποστηρίζει.

Συμμορίες της μαφίας άδραξαν αυτή την ευκαιρία για να προσεγγίσουν μικρομεσαίες επιχειρήσεις, που είχαν απελπιστική ανάγκη από ρευστότητα, σε μια οικονομία που συρρικνώθηκε κατά 8,9% στη διάρκεια της περσινής χρονιάς.

Οι μαφιόζοι συνήθως προσπαθούν να συμμετάσχουν στο μετοχικό κεφάλαιο μιας εταιρείας, να χρηματοδοτούν επιχειρήσεις δανείζοντάς τους χρήματα μέσω τοκογλυφίας ή να τις εκμεταλλεύονται μέσω ενός κρυφού συνεργάτη, εξήγησε ο Βαλόνε.

Η Ευρωπαϊκή Υπηρεσία Καταπολέμησης της Απάτης (OLAF), θα εξετάσει τα εθνικά σχέδια ανάκαμψης που καταρτίζουν τα κράτη μέλη για να διασφαλίσει ότι πληρούν τις απαιτήσεις ελέγχου και καταπολέμησης της απάτης και στο μέλλον θα διεξάγει δικές της έρευνες. Ο οργανισμός θα συνεργαστεί επίσης με τις εθνικές αρχές και τους εταίρους, συμπεριλαμβανομένης της Europol.

Νέοι έλεγχοι

Ο Βαλόνε επιθυμεί την ενίσχυση των ελέγχων της μαφίας στα δημόσια έργα. Υπό το υπάρχον σύστημα, αστυνομικές δυνάμεις αξιολογούν τους νικητές διαγωνισμών πριν την έναρξη των προγραμμάτων. Σύμφωνα με την πρόταση του Βαλόνε, η οποία κατά τα λεγόμενά του θα κατατεθεί εντός του μήνα στο υπουργείο εσωτερικών, οι ερευνητές θα μπορούν να ελέγχουν αυτόματα τις τραπεζικές συναλλαγές, αλλά και τους υπεργολάβους και τους προμηθευτές σε όλη τη διάρκεια του προγράμματος.

«Το ταμείο ανάκαμψης είναι η προτεραιότητά μας, όμως αυτή η διαδικασία θα ισχύει για όλες τις συμβάσεις δημοσίων έργων», εξηγεί ο Βαλόνε.

Αυστηρότεροι κανόνες απαιτούνται και εξαιτίας των πιέσεων που ασκούν οι Βρυξέλλες. «Η Ευρωπαϊκή Επιτροπή δεν περιμένει για τα μνημειώδη διαστήματα που απαιτούνται παραδοσιακά για τους δημόσιους διαγωνισμούς. Θέλει να δώσει τα χρήματα και να δει αποτελέσματα εντός μιας εύλογης χρονικής περιόδου», τονίζει ο Βαλόνε.

Ίσως, όμως, υπάρχει και αρνητική πλευρά στους ενισχυμένους ελέγχους κατά της μαφίας. Η Ιταλία, επιβαρημένη από τη γραφειοκρατία της, ήδη αδυνατεί να δαπανήσει μεγάλο μέρος των χρημάτων του διαρθρωτικού ταμείου. Η χώρα είχε αξιοποιήσει μόλις το 30,7% των κονδυλίων που της αναλογούσαν μέχρι το τέλος του 2019, σύμφωνα με έκθεση της ΕΕ, σε σύγκριση με το 66,2% της Φινλανδίας, νικήτριας αυτού του άτυπου διαγωνισμού, και του μέσου όρου της ένωσης που κινείται στο 39,6%. Περισσότερος έλεγχος ίσως μεταφραστεί και σε περισσότερες καθυστερήσεις.

«Τρελό και υποκριτικό»

Στη σικελική πρωτεύουσα, το Παλέρμο, πολλοί άνθρωποι είναι αντιμέτωποι με μια δύσκολη επιλογή, εξηγεί στο Bloomberg η Πατρίτσια Ντι Ντίο, επικεφαλής του τοπικού παραρτήματος του επιχειρηματικού λόμπι Confcommerico που μετρά συνολικά 13.000 μέλη.

«Όταν ένας επιχειρηματίας δεν μπορεί πια να υποστηρίξει ούτε την ίδια την οικογένειά του, βρίσκει το οργανωμένο έγκλημα να τον περιμένει με ανοιχτές αγκάλες», τονίζει η Ντι Ντίο. «Αν το κράτος θέλει να προστατεύσει τη νόμιμη οικονομία, θα πρέπει να καταστήσει τα δάνεια περισσότερο προσβάσιμα και να αναστείλει την καταβολή των φόρων. Είναι τρελό και υποκριτικό να μην σε βοηθάνε και ταυτόχρονα να σε απειλούν με τη φορολογία».