Ένα ακόμη ανδρικό «κάστρο» κατέρρευσε στις ΗΠΑ με το διορισμό της Τζάνετ Γέλεν στο υπουργείο Οικονομικών που ενέκρινε, με διακομματική συναίνεση μάλιστα, η Οικονομική Επιτροπή της αμερικανικής Γερουσίας. Η διάσημη οικονομολόγος, που προσέφερε τις υπηρεσίες της ως πρόεδρος της αμερικανικής Κεντρικής Τράπεζας (Fed) κατά την τετραετία 2014-2018, είναι η πρώτη γυναίκα επικεφαλής του οικονομικού επιτελείου της μεγαλύτερης οικονομίας του πλανήτη.

Δεν είναι ήρεμα τα νερά στην αμερικανική και διεθνή οικονομία στην παρούσα συγκυρία που αναλαμβάνει το τιμόνι της οικονομίας των ΗΠΑ η Τζάνετ Γέλεν. Το αντίθετο θα έλεγε κανείς. Διότι η ηλικίας 75 ετών πρώην κεντρική τραπεζίτισσα καλείται να συντονίσει την οικονομική στρατηγική του νέου προέδρου Τζο Μπάιντεν για την αντιμετώπιση της μεγαλύτερης αναταραχής που αντιμετωπίζουν οι ΗΠΑ – και η παγκόσμια οικονομία εξάλλου – μετά το τέλος του Β’ Παγκόσμιου Πολέμου. Μια κοινωνικοοικονομική «φουρτούνα» που κάνει την παγκόσμια χρηματοπιστωτική κρίση του 2008-2009 να μοιάζει με «storm in a teacup», με τρικυμία σε ένα φλιτζάνι τσάι, όπως θα έλεγαν οι Αγγλοσάξονες.

Εν προκειμένω η Γέλεν καλείται να συντονίσει δίκαια και αποτελεσματικά τη διανομή της ανθρωπιστικής αρωγής, το μέγεθος της οποίας εξυπακούεται ότι στην πράξη θα ξεπεράσει κατά πολύ το νέο, πρόσθετο πακέτο μέτρων των 1,9 τρισ. δολαρίων, που ανακοίνωσε λίγες ημέρες πριν την ορκωμοσία του ο νέος πρόεδρος.

Janet Yellen

«Κόκκινη τραπεζίτισσα»

Από μια άποψη θα έλεγε κανείς ότι, υπό τη σημερινή συγκυρία, ο διορισμός της Γέλεν στο υπουργείο Οικονομικών περιγράφει επακριβώς την έννοια της έκφρασης «ο κατάλληλος άνθρωπος στην κατάλληλη θέση». Διότι πρόκειται για μια οικονομολόγο που εκ πεποιθήσεως έβαζε ανέκαθεν τον άνθρωπο πάνω από τους αριθμούς – γι’ αυτό άλλωστε απέκτησε το παρατσούκλι «η κόκκινη τραπεζίτισσα».

Κατά την πολιτεία της στη Fed γνώμονας των εισηγήσεων και των αποφάσεών της ήταν η εξασφάλιση θέσεων απασχόλησης στην αμερικανική κοινωνία. Και όταν μιλάμε για την πολιτεία της στη Fed δεν εννοούμε μόνο την τετραετία κατά την οποία παρείχε τις υπηρεσίες της ως επικεφαλής της Κεντρικής Τράπεζας, αλλά καθ’ όλη τη διάρκεια των 36 χρόνων που είχε εργαστεί εκεί προτού τη διορίσει πρόεδρο ο τότε πρόεδρος Μπαράκ Ομπάμα.

Σε… προαιώνια διλήμματα μονεταριστικού τύπου, όπως «χαμηλός πληθωρισμός με υψηλή ανεργία ή το αντίθετο», η Τζάνετ Γέλεν ουδέποτε αμφιταλαντεύθηκε για να απαντήσει. Ανέκαθεν ασκούσε κριτική στις μονεταριστικές πολιτικές καταπολέμησης του πληθωρισμού και υπερασπιζόταν πολιτικές που υπηρετούν την τόνωση της αναπτυξιακής διαδικασίας και της απασχόλησης.

Janet Yellen Testifies at Confirmation Hearing in Washington DC

Μια υπουργός – ακτιβίστρια

«Η φιλοσοφία της Τζάνετ Γέλεν είναι ο κυβερνητικός ακτιβισμός, η πολιτική ευθέων και αποφασιστικών παρεμβάσεων στην οικονομία και στην αγορά για να επιτευχθούν οι επιθυμητοί στόχοι», δηλώνει στο Bloomberg ο πρόεδρος της Decision Economics Inc. Αλεν Σινάι. Και οι στόχοι αυτοί – οι προτεραιότητες ακριβέστερα – για την ακραιφνή κεϊνσιανίστρια οικονομολόγο, δεν είναι η σταθερότητα των τιμών και ο χαμηλός πληθωρισμός, αλλά η ανάπτυξη και, ει δυνατόν, η εξάλειψη της ανεργίας.

«Οι Κεντρικοί Τραπεζίτες δεν μπορούν να αγνοούν το υψηλό κόστος που έχει για την οικονομία η ανεργία. Και ιδιαίτερα η μακροχρόνια ανεργία. Μια εβδομάδα στην ανεργία για κάποιον που έχει μήνες να εργαστεί είναι πολύ χειρότερη από μια εβδομάδα για κάποιον που μόλις έχασε τη δουλειά του και ελπίζει να βρει σύντομα νέα», έγραφε η Γέλεν σε άρθρο που δημοσίευσε το 2004 και το οποίο συνυπογράφει με το σύζυγό της, νομπελίστα (το 2001) οικονομολόγο Τζορτζ Ακερλοφ.

Μαθήτρια του Τόμπιν

Εδώ θα πρέπει να σημειωθεί ότι η ταπεινής, πολωνοεβραϊκής καταγωγής υπουργός (γεννήθηκε στο Μπρούκλιν της Νέας Υόρκης) δέχθηκε κεϊνσιανικές επιρροές εξ απαλών (επιστημονικών) ονύχων. Διότι υπήρξε φοιτήτρια (το 1971 στο Γέιλ) και μεγάλη θαυμάστρια των ιδεών του Τζέιμς Τόμπιν, του κεϊνσιανιστή νομπελίστα (το 1981) οικονομολόγου που επινόησε το φόρο επί των χρηματιστηριακών συναλλαγών ως μέσο χρηματοδότησης του κράτους πρόνοιας.

«Πεποίθηση των μαθητών του Τόμπιν είναι ότι η κυβέρνηση έχει την απόλυτη υποχρέωση να διορθώνει τις αστάθειες που προκαλεί η ιδιωτική οικονομία», όπως έχει σημειώσει ο Τζέιμς Γκαλμπρέιθ, επίσης φοιτητής του Τόμπιν στο Γέιλ και γιος, βέβαια, ενός άλλου «θρύλου» του κεϊνσιανισμού, του Τζον Κένεθ Γκαλμπρέιθ.

Όλα για την απασχόληση

Εν προκειμένω η μεγάλη πρόκληση που αντιμετωπίζει από την πρώτη ημέρα ανάληψης των καθηκόντων της η Τζάνετ Γέιλ είναι η… προσφιλής της, θα έλεγε κανείς: η αντιμετώπιση της ανεργίας, που το δεκάμηνο του σαρωτικού «περάσματος» της πανδημίας από τις ΗΠΑ εκτινάχθηκε από το 3,7% στο 8,9%. Πρώτος και κεντρικός στόχος της πολιτικής της θα είναι λοιπόν η αποκατάσταση της πλήρους απασχόλησης στην αμερικανική αγορά εργασίας – θεωρητικά σε μια οικονομία επικρατούν συνθήκες πλήρους απασχόλησης όταν η ανεργία δεν ξεπερνά το 5%.

Εκείνο, βέβαια, που πολλοί φοβούνται σήμερα στις ΗΠΑ είναι η αύξηση των φόρων. Διότι πού θα βρει τους πόρους η Γέλεν και η διακυβέρνηση Μπάιντεν εν γένει για να χρηματοδοτήσει τα προγράμματα αρωγής των πλέον ευάλωτων οικονομικά Αμερικανών και ανάταξης της αμερικανικής κοινωνίας; Ρεπουμπλικανοί γερουσιαστές έθεσαν το ζήτημα αυτό και χθες στη Τζάνετ Γέλεν, προειδοποιώντας της ότι «δεν είναι τώρα ο καιρός για να καταρτίσει μια λίστα φιλελεύθερων μεταρρυθμίσεων».

Το ταμπού των φόρων

Η Γέλεν απάντησε ότι, τουναντίον, τώρα είναι η κατάλληλη συγκυρία για να γίνουν τομές και ότι η αύξηση των φόρων δεν συνιστά κάποια ιδεοληπτική εμμονή για τη νέα διοίκηση του υπουργείου της. «Ο στόχος μας τώρα δεν είναι η αύξηση των φόρων. Είναι η εφαρμογή προγραμμάτων που θα μας βοηθήσουν να ξεπεράσουμε τις επιπτώσεις της πανδημίας», είπε.

Η νέα υπουργός εξήγησε ότι η πραγματικότητα σήμερα είναι ότι πολλές οικογένειες που η πανδημία περιόρισε αισθητά τα εισοδήματά τους δεν έχουν πρόσβαση στα προγράμματα στήριξης των ανέργων. Ως εκ τούτου «όποιο σχέδιο αύξησης της φορολόγησης εφαρμοστεί θα πρέπει να εκληφθεί κα να θεωρηθεί ως μέρος ενός ευρύτερου σχεδίου χρηματοδότησης μεγαλύτερων επενδύσεων, που είναι αναγκαίες για να τονώσουν την ανταγωνιστικότητα της αμερικανικής οικονομίας».