Τον Δεκέμβριο του 2020, μετά τα αποτελέσματα για την εκλογή των Δημοκρατικών και του Τζο Μπάιντεν στην Προεδρία των ΗΠΑ, πραγματοποιήθηκε μια συζήτηση που  οργάνωσαν από κοινού το Peterson Institute for International Economics και το Hutchins Center on Fiscal and Monetary Policy με τίτλο «Παραίνεση Δημοσιονομικής Πολιτικής για τον Joe Biden και το Κογκρέσο».
Στη συζήτηση αυτή, κορυφαίοι οικονομολόγοι όπως οι Lawrence Summers, Ben Bernanke, Kenneth Rogoff, Olivier Blanchard, Jason Furman, οι οποίοι έχουν θητεύσει στις ανώτατες θέσεις του παγκόσμιου οικονομικού συστήματος τόσο θεσμικά (Υπουργοί Οικονομικών ΗΠΑ, Διοικητές FED – ΔΝΤ) όσο και ακαδημαϊκά (Harvard, MIT), έθεσαν τις απόψεις τους για την επόμενη μέρα, μετά την πανδημία, αναλύοντας τη σημερινή οικονομική πραγματικότητα και προτείνοντας αλλαγές στη διεθνή οικονομική πολιτική για το μέλλον.
Με αφορμή και αυτή τη συζήτηση, σκοπός του παρόντος κειμένου είναι να αναδείξει την κατεύθυνση της αλλαγής της συζήτησης στην ορθόδοξη οικονομική σκέψη για τη διεθνή οικονομική πολιτική. Παράλληλα το κείμενο αποκαλύπτει την ανακολουθία του Σχεδίου Ανάπτυξης της Ελληνικής Οικονομίας (γνωστό ως Σχέδιο Πισσαρίδη) και των μακροοικονομικών επιλογών στην ευρωζώνη με τις νέες διεθνείς τάσεις και πολιτικές που διαμορφώνονται.

Αλλαγές στη Διεθνή Οικονομική Πολιτική

Το οικονομικό περιβάλλον, ως επακόλουθο της Παγκόσμιας Χρηματοοικονομικής Κρίσης του 2008, χαρακτηρίζεται από μόνιμη διαρθρωτική στασιμότητα (secular stagnation). H μόνιμη διαθρωτική στασιμότητα περιγράφει τη συνθήκη όπου επικρατούν πλεονάζουσες αποταμιεύσεις, χαμηλή ζήτηση για επενδύσεις, ιστορικά πολύ χαμηλά επίπεδα επιτοκίων, χαμηλοί (αναιμικοί) ρυθμοί οικονομικής μεγέθυνσης, πληθωρισμός σε επίπεδα κάτω του στόχου και αυξανόμενη συστημική εισοδηματική ανισότητα.1 Κάτω από αυτή τη συνθήκη, η νομισματική πολιτική καθίσταται λιγότερο αποτελεσματική κυρίως λόγω του μηδενικού κατώτατου ορίου των επιτοκίων (zero lower bound). Συνεπώς, η δημοσιονομική πολιτική διαφαίνεται ότι προκρίνεται να αποτελέσει το καθοριστικό σταθεροποιητικό εργαλείο της άσκησης οικονομικής πολιτικής στο εγγύς μέλλον.
Βρισκόμαστε στο όριο μιας ιστορικής μεταβολής. Μετά από σαράντα και πλέον έτη φαίνεται να διαμορφώνεται μια ευρεία συναίνεση μεταξύ συστημικών οικονομολόγων, τουλάχιστον στην άλλη μεριά του Ατλαντικού, για αλλαγή του δημοσιονομικού παραδείγματος (fiscal paradigm). Η αλλαγή αυτή, η οποία έρχεται σε αντίθεση με τη συνετή μακροπροληπτική πολιτική, έτσι τουλάχιστον όπως τη γνωρίζουμε κατά τις τελευταίες δεκαετίες, υποδηλώνει ότι η ύπαρξη υψηλού δημοσίου χρέους δεν αποτελεί το σημαντικότερο πρόβλημα για μια οικονομία όταν ο κρατικός δανεισμός στοχεύει στην αύξηση της μελλοντικής οικονομικής ανάπτυξης.
Με άλλα λόγια, σε περιβάλλον μόνιμης διαθρωτικής στασιμότητας, η διατήρηση υψηλού επιπέδου δημόσιου χρέους δεν αποτελεί ιδιαίτερο πρόβλημα διότι η εξυπηρέτηση του ως ποσοστού του τρέχοντος και διαχρονικού ορίζοντα του επιπέδου του ΑΕΠ παραμένει βιώσιμη εξαιτίας των πολύ χαμηλών επιτοκίων. Όσο η σχέση επιτοκίου και οικονομικής μεγέθυνσης παραμένει αρνητική τόσο θα πρέπει να προσαρμόζεται ο τρόπος που σκεφτόμαστε τη διαγενεακή δημοσιονομική πολιτική.2

Ο πληθωρισμός

Η συζήτηση για την οικονομική πολιτική σήμερα περιστρέφεται γύρω από την εφαρμογή επεκτατικής δημοσιονομικής πολιτικής με στοχευμένες παρεμβάσεις μέσω μακροχρόνιων δημοσίων επενδύσεων όπως α) οι επενδύσεις σε υποδομές, β) οι επενδύσεις ενίσχυσης του κοινωνικού κράτους και του συστήματος υγείας (αμβλύνοντας ταυτόχρονα τις ανισότητες), και γ) οι επενδύσεις βελτίωσης του συστήματος εκπαίδευσης και εν γένει του ανθρώπινου κεφαλαίου. Ως αποτέλεσμα, οι παραπάνω δημοσιονομικές παρεμβάσεις, θα επιφέρουν αύξηση του δημοσίου χρέους με παράλληλη αύξηση του εγχώριου προϊόντος σε μεγαλύτερο ρυθμό, μειώνοντας ταυτόχρονα το λόγο χρέους προς ΑΕΠ, ενέχοντας χαμηλό κίνδυνο για εμφάνιση υψηλών πληθωριστικών πιέσεων.
Σημειώνεται ότι το επίπεδο του πληθωρισμού αποτελεί την ειδοποιό διαφορά μεταξύ της οικονομίας των ΗΠΑ και των οικονομιών της ευρωζώνης. Για τις ΗΠΑ πρωταρχικός στόχος της οικονομικής πολιτικής αποτελεί η πλήρης απασχόληση και η χρηματοοικονομική σταθερότητα σε αντίθεση με τις οικονομίες της ζώνης του ευρώ οι οποίες παραμένουν προσκολλημένες στην εμμονή του χαμηλού πληθωρισμού με αρνητικά όμως αποτελέσματα σχεδόν για το σύνολο των οικονομιών της ευρωζώνης.
Γίνεται πλέον ορατό διεθνώς, και λόγω των οικονομικών επιπτώσεων της πανδημίας, ότι ο ιδιωτικός τομέας αδυνατεί από μόνος του να σηκώσει το βάρος της μελλοντικής αναπτυξιακής ώθησης της οικονομίας. Είναι σημαντικό να υπογραμμιστεί ότι το χαμηλό επίπεδο επενδύσεων ερμηνεύεται με το γεγονός ότι οι αποδόσεις του κεφαλαίου και της εργασίας ως εισροές στη συνάρτηση παραγωγής σε περιβάλλον χαμηλών επιτοκίων εξαρτώνται από τη μέση οριακή αποδοτικότητα του κεφαλαίου, η οποία όμως είναι αρνητική 3. Γεγονός που σηματοδοτεί ότι η προοπτική της βιώσιμης οικονομικής μεγέθυνσης αποκλειστικά μέσω πολιτικών στην πλευρά της προσφοράς καθίσταται αδύνατη.

Ελληνική Οικονομία και Σχέδιο Πισσαρίδη

Στην ελληνική οικονομία, η προσπάθεια της προηγούμενης δεκαετίας για τη βελτίωση της ανταγωνιστικότητας μέσω της εσωτερικής υποτίμησης (το μόνο μέσο που διέθετε η ελληνική οικονομία ως μέλος νομισματικής περιοχής) υπήρξε μη βέλτιστη καταλήγοντας σε έντονη συστολή της αθροιστικής ζήτησης και σε μακροχρόνια μη εθελοντική ανεργία για μεγάλο χρονικό διάστημα 4.
Παρατηρούμε ότι όπως συμβαίνει στις ανεπτυγμένες οικονομίες, ιδιαίτερα στις ΗΠΑ αλλά και στη ζώνη του Ευρώ, έτσι και στην ελληνική οικονομία, από το 2008 και μετά, οι μισθοί παρέμειναν καθηλωμένοι σε χαμηλά επίπεδα με τις επιχειρήσεις αντίθετα να έχουν αυξήσει σημαντικά το μέσο ετήσιο ποσοστό κερδοφορία τους 5.
Σε ένα τέτοιο περιβάλλον, ο συνδυασμός της χαμηλής ζήτησης (λόγω των χαμηλών μισθών) με τις μη ανταγωνιστικές (ατελείς) συνθήκες λειτουργίας των επιχειρήσεων λόγω της ολιγοπωλιακής διάρθρωσης βασικών κλάδων της ελληνικής οικονομίας οδήγησε στην απουσία κινήτρου και καινοτομίας για επενδύσεις.
Το τελευταίο αποτελεί ένα από τα βασικά υπό εξέταση ζητήματα του Σχεδίου Πισσαρίδη. Ωστόσο, το Σχέδιο Πισσαρίδη δεν λαμβάνει υπόψη το διεθνές οικονομικό περιβάλλον και τις ιδιαιτερότητες της ελληνικής οικονομίας και ειδικότερα τον παράγοντα της ζήτησης ο οποίος ασκεί την σημαντικότερη επίδραση στην εξέλιξη της παραγωγικότητας.

Οι βασικές παραδοχές

Οι βασικές παραδοχές του Σχεδίου Πισσαρίδη, το οποίο προβλέπει αύξηση του Ελληνικού ΑΕΠ για τη δεκαετία που διανύουμε κατά μέσο όρο 3,5 % καθώς και αύξηση της παραγωγικότητας μέσω των μεταρρυθμίσεων και των διαρθρωτικών αλλαγών, αποτελούν μη ρεαλιστικές και αβάσιμες προσδοκίες 6. Το Σχέδιο Πισσαρίδη παραβλέπει ότι η επίδραση από την πλευρά της ζήτησης αποτέλεσε τον καθοριστικότερο αρνητικό παράγοντα για την ύφεση στις χώρες του ευρώ και τη κύρια αιτία επιδείνωσης του επιχειρηματικού κύκλου, οδηγώντας τελικά σε πτώση της παραγωγικότητας.
Στη διαδικασία εξέτασης της συνολικής παραγωγικότητας των συντελεστών παραγωγής (Total Factor Productivity), σε μακροχρόνιο επίπεδο ισορροπίας, θα πρέπει να λαμβάνονται υπόψη όχι μόνο οι εισροές των συντελεστών εργασίας και κεφαλαίου αλλά επίσης και η ζήτηση ως παράγων κυκλικής απόκλισης.

Η Ευρωπαϊκή Κεντρική Τράπεζα

Τη διάσταση αυτή αντιλαμβάνεται και η Ευρωπαϊκή Κεντρική Τράπεζα, ο θεσμικός θεματοφύλακας των χωρών μελών της Ευρωζώνης, όπου σε πρόσφατη μελέτη αποδεικνύει εμπειρικά ότι το 71,6% της διακύμανσης της ενδογενούς συνολικής παραγωγικότητας των χωρών-μελών της προέρχεται ως διαταραχή από την πλευρά της ζήτησης (liquidity demand shock) και μόνο το 15,8% από διαταραχή που οφείλεται στη νομισματική πολιτική 7.
Η συγκεκριμένη μελέτη στην ουσία ανατρέπει το μακροοικονομικό θεωρητικό πλαίσιο το οποίο υποστηρίζει ότι η αύξηση της παραγωγικότητας προέρχεται αποκλειστικά από παράγοντες της προσφοράς όπως για παράδειγμα, η τεχνολογία, και η έρευνα και ανάπτυξη (research & development).
Αξίζει επιπλέον να αναφερθεί ότι την περίοδο που κατατέθηκε το Σχέδιο Πισσαρίδη, στην ευρωζώνη είχε ήδη ξεκινήσει η συζήτηση για την αναθεώρηση του Συμφώνου Σταθερότητας και Ανάπτυξης. Ενός θεσμικού πλαισίου που χαρακτηριζόταν ήδη ως παρωχημένο και μη αποτελεσματικό. Σε μια ατελή νομισματική περιοχή, όπως η ΟΝΕ, με διαρκώς αυξανόμενες οικονομικές και κοινωνικές αποκλίσεις μεταξύ των χωρών – μελών της, συνιστά ιστορική ευκαιρία να λάβει υπόψη της το νέο διεθνές δημοσιονομικό περιβάλλον που φαίνεται να διαμορφώνεται με προπομπό τις εξελίξεις στην αμερικανική οικονομία.

Το αναπτυξιακό μέλλον της ελληνικής οικονομίας

Επίσης, δεν πρέπει να παραγνωρίσουμε την εμφάνιση της υστέρησης, η οποία προδιαγράφει σε μεγάλο βαθμό το αναπτυξιακό μέλλον της ελληνικής οικονομίας. Η βίαιη δημοσιονομική προσαρμογή που εφαρμόστηκε την προηγούμενη δεκαετία αποτελεί τροχοπέδη για τα επόμενα έτη στην προσπάθεια να καλυφθεί η απώλεια του ΑΕΠ (κατά 25% περίπου).
Το πιο κρίσιμο στοιχείο που ακολουθεί την επίμονη πτώση του ακαθάριστου εγχώριου προϊόντος είναι η αδυναμία του να επανέλθει στην προ κρίσης τάση. Η δυσμενής μελλοντική και μόνιμη επίδραση στο δυνητικό προϊόν εμφανίζεται με την μορφή της υστέρησης και είναι εμφανής στις οικονομίες των χωρών του ΟΟΣΑ και ιδιαίτερα σε αυτές που επλήγησαν σημαντικά από την Παγκόσμια Χρηματοοικονομική Κρίση του 2008, με χαρακτηριστικότερο παράδειγμα την ελληνική οικονομία 8.

Αντί επιλόγου

Σήμερα, οι διεθνείς πολιτικές στην αντιμετώπιση της πανδημίας επαναφέρουν στο προσκήνιο, έντονα ίσως και επιτακτικά, τον παράγοντα της επεκτατικής δημοσιονομικής πολιτικής ως το βασικό εργαλείο επαναπροσδιορισμού της πορείας της διεθνούς οικονομικής ανάπτυξης. Τη δεδομένη χρονική στιγμή, οι μακροπρόθεσμες δημόσιες επενδύσεις αποτελούν τον καθοριστικό παράγοντα για να μπορέσει η οικονομία να ξεφύγει από τη στασιμότητα.
Ωστόσο, οι αναλύσεις και πολιτικές για την επιστροφή στον ενάρετο δρόμο της δημοσιονομικής πειθαρχίας ως η μοναδική λύση για την αντιμετώπιση του αναπτυξιακού προβλήματος παραμένουν κυρίαρχες, αγνοώντας τα διδάγματα της προηγούμενης δεκαετίας. Όπως φαίνεται στις νέες συνθήκες που διαμορφώνονται στη διεθνή οικονομική πολιτική, « η δυσκολία δεν έγκειται στην ανάπτυξη νέων ιδεών, αλλά στο πώς θα αφήσουμε πίσω μας τις παλιές».
 Νίκος Αστρουλάκης, Διδάκτωρ, Τμήμα Οικονομικών Επιστήμων, Πανεπιστήμιο Κρήτης.
 Νίκος Φιλιππάκης, υπ. Διδάκτωρ, Τμήμα Λογιστικής & Χρηματοοικονομικής, Ελληνικό Μεσογειακό Πανεπιστήμιο

Βιβλιογραφικές Αναφορές

1. Eggertsson, G. B., Mehrotra, N. R., & Robbins, J. A. (2019). A model of secular stagnation: Theory and quantitative evaluation. American Economic Journal: Macroeconomics, 11 (1), 1 – 48.
2. Furman, J. and Summers, L. (2020). A Reconsideration of Fiscal Policy in the Era of Low Interest Rates. Presentation to the Hutchins Center on Fiscal & Monetary Policy and Peterson Institute for International Economics, December 1, 2020.
https://www.piie.com/events/fiscal-policy-advice-joe-biden-and-congress
3. Blanchard, O.  (2019). Public debt and low interest rates. American Economic Review, 109 (4), 1197 – 1229.
4. Na, S., Schmitt-Grohé, S.,Uribe, M. and Yue, V. (2018). The Twin Ds: Optimal Default and Devaluation. American Economic Review, Volume 108, No 7, 1773 – 1819.
5. Wray, R. L and Dantas, F. (2021). The Handbook of Economic Stagnation. Amsterdam: Elsevier/Academic Press
6. Economist Intelligent Unit (2020). Greek Economy Long-Term Outlook. March 6th 2020. http://country.eiu.com/greece
7. Schmöller, M. and Spitzer, M. (2020). Endogenous TFP, business cycle persistence and the productivity slowdown in the euro area. European Central Bank Working Paper Series, No 2401, May 2020.
8. Fatas, A. and Summers, L. (2018). The permanent effects of fiscal consolidations. Journal of International Economics, 112, 238 – 250.