Σαφή πολιτικά, ελάχιστα δομικά και αρκετά προεκλογικά χαρακτηριστικά είχε ο ανασχηματισμός της κυβέρνησης που ανακοινώθηκε τη Δευτέρα. 

Έπειτα από μία πολύμηνη περίοδο κατά την οποία διαπιστώθηκαν δυσλειτουργείες στο κυβερνητικό έργο και αστοχίες από συγκεκριμένους υπουργούς, ο Κυριάκος Μητσοτάκης αποφάσισε να αξιοποιήσει τον «νεκρό χρόνο» του νέου απαγορευτικού λόγω της συνεχιζόμενης εξάπλωσης της πανδημίας, προκειμένου να κάνει την πρώτη του κίνηση στην πολιτική σκακιέρα για τη νέα χρονιά. 

Οι αλλαγές στο κυβερνητικό σχήμα δεν μπορούν να χαρακτηριστούν δομικές ή μεταρρυθμιστικές. Είναι σαφές ότι έχουν πολιτικά χαρακτηριστικά, ειδικώς αν παρατηρήσει κανείς το ποια πρόσωπα επιστρατεύτηκαν. 

Σε αντίθεση με τις επιλογές του κατά τον σχηματισμό της πρώτης κυβέρνησης του, οι αλλαγές της Δευτέρας δείχνουν ότι ο Πρωθυπουργός δίνει έμφαση στην διασφάλιση εσωκομματικής ειρήνης και ισορροπίας. Εξ ου και αναβάθμισε κατά κύριο λόγο ένα στέλεχος όπως ο Μάκης Βορίδης, με τον οποίον τον χωρίζουν μεγάλες πολιτικές διαφορές, ενώ επίσης επανέφερε στο πολιτικό προσκήνιο πρόσωπα όπως η Ζέττα Μάκρη και η Σοφία Βούλτεψη, οι οποίες έχουν πολύ διαφορετικές πολιτικές αναφορές στους εσωκομματικούς πόλους της ΝΔ. 

Παρά ταύτα, οι επιλογές του κ. Μητσοτάκη σε ένα άλλο επίπεδο, ίσως έχουν τη σημασία τους υπό μία διαφορετική έννοια. Το επιτελείο του Μεγάρου Μαξίμου γίνεται ακόμη πιο «σφιχτό» με την τοποθέτηση του Χρήστου Ταραντίλη, ενός έμπιστου στελέχους του, στη θέση του κυβερνητικού εκπροσώπου και τη μετακίνηση του Θοδωρή Λιβάνιου στην Ηρώδου Αττικού. 

Ειδικώς το τελευταίο στοιχείο, ενισχύει την εντύπωση ότι ο ανασχηματισμός έγινε με το βλέμμα στραμμένο στο ενδεχόμενο προσφυγής σε πρόωρες εκλογές, μόλις ανοίξει κάποια «παράθυρο» από την πανδημική κρίση. 

Ο κ. Λιβάνιος ήταν στενός συνεργάτης της κ. Μητσοτάκη στη ΝΔ πριν από τις εκλογές και είναι ένα από τα πρόσωπα με τη μεγαλύτερη εμπειρία στην ανάλυση και στρατηγική των εκλογικών αναμετρήσεων. 

Υπό αυτό το πρίσμα, οι κινήσεις του Πρωθυπουργού στο πεδίο του ανασχηματισμού, εκτιμάται ότι λιγότερο σχετίζονται με τη βελτίωση των επιδόσεων της κυβέρνησης και περισσότερο με τις δικές του, επόμενες πολιτικές κινήσεις.