Μια μικρή νησιωτική χώρα με μερικά εκατομμύρια κατοίκους και με ιστορικούς ναυτότοπους όπως οι Σπέτσες, η Υδρα, η Χίος, η Κεφαλλονιά, η Σύρος κ.ά. κατάφερε να χτίσει σταδιακά έναν από τους μεγαλύτερους εμπορικούς στόλους διεθνώς. Η «ναυτική φύση» ή το «ναυτικό DNA» όπου συχνά αποδίδεται αυτή η επιτυχία, σε συνδυασμό με τις ικανές επιχειρηματικές στρατηγικές πάνω στις οποίες οικοδόμησαν την ελληνική θαλασσινή κυριαρχία οι έλληνες πλοιοκτήτες, δεν είναι ακριβώς ευφημισμός. Οι στόλοι και οι ένδοξες ναυμαχίες αλλά και τα απλά καΐκια των μεροκαματιάρηδων ψαράδων και ναυτικών και βεβαίως τα φορτηγά πλοία που αποτελούν την προμετωπίδα της ελληνικής ναυτιλίας και «που ταξίδεψαν στων πέντε των ηπείρων τα πελάγη – απ’ του Μουρμάνσκ την παγερή τη θάλασσα ίσαμε του Αμαζόνα τα τενάγη», όπως έγραφε ο Κώστας Ουράνης, είναι η ίδια η Ελλάδα και οι έλληνες ζωγράφοι την αποτύπωσαν με όλους τους δυνατούς τρόπους από τον 19ο αιώνα και μετά.

Πλοιογραφίες, λιμενογραφίες και ναυμαχίες

Συζήτηση για ζωγραφική με τρικυμισμένες θάλασσες και καράβια κάθε είδους δεν νοείται βεβαίως χωρίς την αναφορά στον Κωνσταντίνο Βολανάκη (1837-1907), ο οποίος θεωρείται από πολλούς «ο πατέρας της ελληνικής θαλασσογραφίας». Ο μεγάλος «ανταγωνιστής» του, ο Ιωάννης Αλταμούρας (1852-1878), έζησε μόλις 26 χρόνια, οπότε η περιορισμένη του παραγωγή, παρά την αδιαμφισβήτητη ποιότητά της, δεν συνιστά αρκετά μεγάλη κληρονομιά για να τον χρίσει προπάτορα του συγκεκριμένου ζωγραφικού είδους.

Ο Βολανάκης, ο οποίος στον τόμο «Οι Ελληνες Ζωγράφοι – Η Ιστορία της Νεοελληνικής Ζωγραφικής» (εκδ. Μέλισσα) χαρακτηρίζεται «πλοιογράφος», ζωγράφισε τη θάλασσα και τα ιστιοφόρα, τα ατμόπλοια, τις βάρκες και τα καΐκια αλλά και τις εντυπωσιακές ναυμαχίες. Εικόνες γνώριμες και οικείες ως επί το πλείστον από τη γενέτειρά του, το Ηράκλειο Κρήτης, ή από τη Σύρο των γυμνασιακών του χρόνων, στις οποίες τελικά εμβάθυνε ζωγραφικά όταν βρέθηκε να εργάζεται στην Τεργέστη ως λογιστής στον μεγάλο εμπορικό οίκο του Γεωργίου Αφεντούλη. Εκεί «μελέτησε» επί της ουσίας την κινητικότητα των πλοίων στο λιμάνι, όπως τους ελιγμούς και τον σάλο στην προκυμαία κατά την άφιξη ή τον απόπλου, και την αποτύπωσε σε ιχνογραφήματα που έκρυβε στα λογιστικά του βιβλία μέχρι να ταξιδέψει στο Μόναχο για να σπουδάσει ζωγραφική και να την αποτυπώσει πάνω σε καμβάδες. Ο Βολανάκης ζωγράφισε επί της ουσίας θαλασσογραφίες τριών ειδών: «το σκάφος, το λιμάνι, την πολεμική σκηνή», όπως αναφέρεται στη μεγάλη εγκυκλοπαίδεια της Ελληνικής Ζωγραφικής των εκδόσεων Μέλισσα. «Φορείς ενός μεσογειακού ρομαντισμού, τα πλοία του Βολανάκη δεν ανακαλούν την πεζότητα του μεταφορικού μέσου. Θεωρούνται περισσότερο αντικείμενα ενός ευπρόσιτου ποιητικού χώρου» σημειώνει ο καθηγητής Ιστορίας της Τέχνης Μανόλης Βλάχος.

Αναμενόμενα ο Βολανάκης επιδόθηκε και στη «λιμενογραφία», τη ζωγραφική των μικρών ανώνυμων κόλπων αλλά και των λιμανιών των μεγάλων ναυτικών κέντρων, από το «Λιμάνι των Πατρών» σε εκείνα του Βόλου και βεβαίως του Πειραιά, με όλες τις παραλλαγές του. Για τον Βολανάκη τα λιμάνια δεν είναι εστίες μόχθου αλλά γραφικοί τόποι όπου οι περιπατητές χαίρονται την ηρεμία που προσφέρουν τα αραγμένα ιστιοφόρα.

Ζωγράφισε βέβαια και τρικυμισμένες ακρογιαλιές με αρχαίες τριήρεις, βάρκες και καΐκια αλλά και πλοία της γραμμής, παραγγελίες συνήθως των μεγάλων ναυτιλιακών. Το κύριο ζητούμενο ήταν σε κάθε περίπτωση η ακριβής απεικόνιση, έτσι η ακαδημαϊκή προσέγγιση του Βολανάκη ήταν ιδανική για να προσδώσει βαρύτητα και μεγαλοπρέπεια στο συγκεκριμένο ζωγραφικό είδος. Και, με τη 200ή επέτειο του ’21 να πλησιάζει, δεν μπορούμε να μην αναφερθούμε και στις εικόνες των ναυτικών συγκρούσεων τις οποίες φιλοτέχνησε. Οχι μόνο ο ίδιος αλλά και ικανότατοι ζωγράφοι έθεσαν εαυτούς στη διάθεση του ναυτικού σε Ελλάδα και Ευρώπη για να αποτυπώσουν σκηνές ναυμαχιών.

Οπως δηλαδή το έκανε ο μαθητής του Βολανάκη, Βασίλειος Χατζής (1870-1915) με τον ελληνικό στόλο στη διάρκεια των Βαλκανικών Πολέμων (1912-1913). Με επιταγή και παραγγελία της ελληνικής κυβέρνησης επιβιβάστηκε σε πολεμικά πλοία και φιλοτέχνησε σκηνές δράσης. Στα έργα του συγκαταλέγονται πίνακες όπως η «Ναυμαχία της Ελλης» ή η «Ναυμαχία της Λήμνου».

Οι ναυμαχίες έγιναν προσφιλές θέμα για ζωγράφους όπως ο Βολανάκης, ο Αλταμούρας, ο Χατζής. Ναυμαχίες ελληνικού και διεθνούς ενδιαφέροντος, καθώς η «Ναυμαχία του Τραφάλγκαρ» (1877), την οποία φιλοτέχνησε ο Βολανάκης, αγοράστηκε από το υπουργείο Ναυτικών της Αγγλίας (είναι άγνωστο πού βρίσκεται σήμερα). Ο Βολανάκης επηρέασε πολλούς ζωγράφους οι οποίοι σήμερα έχουν χαθεί στη λήθη. Ζωγράφους όπως ο Γιάννης Πούλακας (1863-1942), οι θαλασσογραφίες του οποίου παρουσιάζουν πολλές ομοιότητες με τις δικές του, με αποτέλεσμα κατά καιρούς να έχουν παρουσιαστεί ως έργα δικά του.

Αντίθετα, ο πρόωρα χαμένος Ιωάννης Αλταμούρας, που ζωγράφιζε τις θάλασσες του Βορρά βουτηγμένες στο χρώμα με έντονα σύννεφα και κύματα φουσκωμένα, είχε θητεύσει στο πλευρό του σπουδαίου ζωγράφου της εποχής, Καρλ Φρέντερικ Σόρενσεν, στην Κοπεγχάγη, όπου είχε βρεθεί με υποτροφία του βασιλιά Γεωργίου Α΄. Μακριά από τις αναζητήσεις της τελειότητας όπως τις επέβαλλε η ακαδημαϊκή προσέγγιση της Σχολής του Μονάχου, ο Αλταμούρας φλέρταρε με τον ιμπρεσιονισμό. Είναι να απορεί κανείς τι θα είχε καταφέρει αν δεν έφευγε από τη ζωή τόσο νέος. Ο Αλταμούρας είναι κυριολεκτικά θαλασσογράφος, με την έννοια ότι αναδεικνύει την ίδια τη θάλασσα με τις διαθλάσεις του φωτός και τα παιχνιδίσματά του στην επιφάνειά της. Για παράδειγμα, ένα από τα αριστουργήματά του θεωρείται η «Ναυμαχία στον Πατραϊκό Κόλπο» (1874) όπου ο κλασικός τύπος της θαλασσογραφίας εμπλουτίζεται με στοιχεία της φλαμανδικής παράδοσης και διαποτίζεται με τα ζεστά, πρώτα χρώματα ενός πρωινού που μόλις χαράζει.

Θαλασσογράφοι κατά περίσταση

Ο γεννημένος στην καβαφική Αλεξάνδρεια Κωνσταντίνος Παρθένης (1878-1967) αποτύπωσε «Το λιμάνι της Καλαμάτας» (1911). Μια λυρική σύνθεση απλή στην απόδοσή της – μια προκυμαία με παγκάκια, ένας κόκκινος φάρος στην άκρη και ένα ιστιοφόρο με ανοιχτά πανιά στο βάθος -, η οποία ωστόσο μεταφέρει όλη τη γλυκόπικρη μελαγχολία της μοναχικής ατμόσφαιρας του λιμανιού μιας ελληνικής πόλης. Είναι η περίοδος που ο Παρθένης έχει ανακαλύψει τον Σεζάν, την Αρ Νουβό και τον συμβολισμό, καθώς μελετά τις νέες τάσεις στο Παρίσι και εμπλουτίζει τις ιμπρεσιονιστικές και μεταϊμπρεσιονιστικές αναζητήσεις του.

Ο Νικόλαος Λύτρας (1883-1927), γιος του Νικηφόρου και συνοδοιπόρος του Κωνσταντίνου Παρθένη μαζί με τους υπόλοιπους (Περικλής Βυζάντιος, Θεόφραστος Τριανταφυλλίδης, Λυκούργος Κογεβίνας κ.ά.) της «Ομάδας Τέχνη» που είχε ως στόχο να αποδεσμευθεί από την ακαδημαϊκή αποτύπωση, ζωγράφισε με τη σειρά του τη «Βάρκα με πανί (Πάνορμος, Τήνος)» (π. 1925). Μια σειρά από σπίτια ψαράδων κτισμένα στην παραλία και μια βάρκα στη θάλασσα με έναν νωχελικό ψαρά, ο οποίος μάλλον μας κοιτάζει, απ’ όσο μπορούμε να διακρίνουμε από το αδρά ζωγραφισμένο πρόσωπό του. Ο Λύτρας απλώνει στον καμβά όσα πρεσβεύει: πηχτά χρώματα και πλατιές ελεύθερες πινελιές που ξεδιπλώνονται με μια χειρονομιακή γραφή και δείχνουν τη σχέση του με τον εξπρεσιονισμό. Στο τέλος συνιστούν ένα προσωπικό ιδίωμα, καθώς δεν ήταν πλήρως απελευθερωμένο από τον ρομαντικό ιδεαλισμό του 19ου αιώνα. Εστω κι έτσι, ήταν ένα ισχυρό σοκ για το συντηρητικό φιλότεχνο κοινό της Αθήνας της εποχής, το οποίο διαχρονικά είναι ολίγον διστακτικό στο καινούργιο.

Πίνακες που φωνάζουν «Ελλάδα»

Ενας από τους πιο παραγωγικούς και αναγνωρίσιμους έλληνες εικαστικούς, ο Σπύρος Βασιλείου (1902 ή 1903-1985)  δημιούργησε ορισμένες από τις πιο γραφικές εικόνες αντλώντας υλικό από τη σημειολογία της θάλασσας και των καραβιών της. Χωρίς να κινείται πολύ έξω από την παραδοσιακή αναπαράσταση, πρόσθεσε σουρεαλιστικά στοιχεία απομονώνοντας ορισμένα στοιχεία μέσα στον χώρο και δημιούργησε το προσωπικό του ιδίωμα, το οποίο ακόμα και σήμερα παραμένει πολύ αγαπητό. Οπως ο πίνακας που δείχνει ένα μικρό λευκό καΐκι να χάνεται μέσα σε ένα απέραντο γαλάζιο και ένα δυσανάλογα μεγάλο τάμα σε ρόλο προστάτη του ταξιδιού του, ένα στοιχείο που προσθέτει μια μεταφυσική διάσταση και μια δόση μαγικού ρεαλισμού σε αυτή την τόσο οικεία και χαρακτηριστική εικονογραφία.

Αντίστοιχα, τίποτα δεν φωνάζει περισσότερο «Ελλάδα» από τα έργα του Κώστα Γραμματόπουλου (1916-2003), του καλλιτέχνη ο οποίος μαζί με τον Τάσσο και τη Βάσω Κατράκη διαμόρφωσαν τον εθνικό χαρακτήρα της σύγχρονης χαρακτικής της χώρας. Ο δημιουργός των πασίγνωστων προσωπογραφιών των Κωστή Παλαμά, Ηλία Βενέζη, Αγγελου Σικελιανού κ.ά. – και βεβαίως της Λόλας και του Μίμη από τα αλφαβητάρια για τη διδασκαλία της γλώσσας στην Α΄ Δημοτικού που χρησιμοποιήθηκαν από το 1955 και για περισσότερο από είκοσι χρόνια -, είχε δημιουργήσει έγχρωμες ξυλογραφίες ελληνικών τοπίων από το Αιγαίο έως την Ολυμπία και από τους Δελφούς μέχρι την Αττική. Τα καΐκια στις ποιητικές εικόνες του, όπου δίνει πάντα έμφαση στη λεπτή χρωματική διατύπωση, είναι ανάλαφρα και γιορτινά και μεταφέρουν τη χαρούμενη διάθεση που προκαλεί η σκέψη και μόνο του ελληνικού καλοκαιριού στις παραθαλάσσιες πόλεις και τα νησιά όπου η αλιεία και η ναυτιλία προσδίδουν τις έξτρα αποχρώσεις στο απέραντο γαλάζιο της ελληνικής θάλασσας.

Αμιγώς ελληνικός είναι και ο χαρακτήρας της μεταξοτυπίας «Αρμενίζοντας για μακριά» (1976) της Τόνιας Νικολαΐδου-Δενδρινού (1927-2011) που απομακρύνεται πολύ από τη ρώμη την οποία αποπνέουν τα καράβια των ελληνικών στόλων. Τα πλοία στον πίνακα φέρνουν στο μυαλό τα χάρτινα καραβάκια των παιδικών μας χρόνων, ένα σύμβολο αγνότητας, προσμονής και προσδοκίας για το ταξίδι μιας ζωής σε νερά ιδανικά ακύμαντα, μα πάντα αχαρτογράφητα.

Η ευρωστία και η ακµή

Πιο σύγχρονες εκφάνσεις του είδους της θαλασσογραφίας (ή πλοιογραφίας, για να είμαστε πολύ-πολύ ακριβείς) μας δίνουν ζωγράφοι όπως ο Γιάννης Παπανελόπουλος (1936-), αγαπημένος αρκετών εφοπλιστών για τον τρόπο με τον οποίο αποτυπώνει τη «σωματική» δύναμη των πλοίων, αλλά και ο Γιάννης Αδαμάκης (1959-), γέννημα-θρέμμα του Πειραιά και παιδί ναυτικής οικογένειας και ο ίδιος. Μακριά βέβαια από ακαδημαϊκά στερεότυπα, η προσέγγιση του Αδαμάκη στα «πορτρέτα» τής όχι και τόσο φωτογενούς κατηγορίας του φορτηγού πλοίου φορτίζονται μέσα από φευγαλέα στιγμιότυπα αναμνήσεων και οραμάτων. Οπως έλεγε με αφορμή έκθεσή του στο Ιστορικό Μουσείο-Αρχείο Υδρας το 2018: «Οι άνθρωποι πάντα ταξιδεύουν. Ομως συχνά δεν επαναπατρίζονται. Xάνονται, ξεχνιόνται. Μένουν φωτογραφίες, βλέμματα που μας κοιτούν κατάματα. Ακουμπούν στη μνήμη μας… Χτίζω τα καράβια μου με παλιά μα και νέα υλικά. Οργανώνω ασκήσεις επί χάρτου. Πότε περιγράφω και πότε υπαινίσσομαι. Προσβλέπω στις εικόνες που πέρασαν από μπροστά μου να μου ανοίξουν την καρδιά τους. Να μου δείξουν τον δρόμο…».