Η σχέση των Ελλήνων με το βιβλίο είχε διαταραχθεί εδώ και χρόνια. Η έλευση των «έξυπνων» συσκευών, η κατίσχυση των μέσων κοινωνικής δικτύωσης και οι συνδρομητικές πλατφόρμες επέφεραν ακόμη ισχυρότερο πλήγμα.

Σπάνια συναντάς συμπολίτες μας στα μέσα μαζικής μεταφοράς να κρατούν βιβλία ή εφημερίδες. Οι περισσότεροι είναι βυθισμένοι σε παράλληλα ψηφιακά σύμπαντα.

Οι αριθμοί πιστοποιούν τα δεδομένα της εμπειρικής παρατήρησης. Πρόσφατη έρευνα που παρουσίασε το «Βήμα» δείχνει ότι το μερίδιο του χρόνου που αφιερώνουν οι Έλληνες στο διάβασμα ανάμεσα σε άλλες ψυχαγωγικές δραστηριότητες είναι μόλις 10%. Οι συστηματικοί αναγνώστες – βιβλιόφιλοι (οκτώ και πάνω βιβλία τον χρόνο) αντιστοιχούν στο 13%.

Δικαιολογίες όπως «έλλειψη χρόνου» δεν μπορούν να ληφθούν σοβαρά υπ΄ όψιν. Αρκεί να ρίξει κανείς μια ματιά στον χρόνο που διαθέτουμε ημερησίως στα smartphones (πληροφορία την οποία έχουν φροντίσει να μας δίνουν κάθε εβδομάδα οι ίδιες οι συσκευές, απορώντας προφανώς ακόμη και αυτές για την άσκοπη – ως επί το πλείστον – καταπόνηση τους).

Ανάλογη η εικόνα και με τους μαθητές. Ακολουθώντας το γονεϊκό πρότυπο, απομακρύνονται όλο και περισσότερο από το διάβασμα, ενώ ούτε το σχολείο καταφέρνει να τους μυήσει στον μαγικό κόσμο της φιλαναγνωσίας. Τα αποτελέσματα γνωστά. Χαμηλές επιδόσεις στην κατανόηση κειμένου στο Γυμνάσιο, ενώ στα Λύκεια οι μισοί μαθητές κινδυνεύουν με λειτουργικό αναλφαβητισμό.

Υπό το πρίσμα αυτό, η χθεσινή επιλογή των θεμάτων των Πανελληνίων στη Νεοελληνική Γλώσσα κρίνεται καθ΄ όλα εύστοχη, καθώς έρχεται να υπενθυμίσει την ανεκτίμητη αξία του διαβάσματος.

Το περιγράφει εξαιρετικά ο Αλέξης Σταμάτης, στο άρθρο του στο «Βήμα της Κυριακής» που επελέγη ως θέμα στις Πανελλήνιες: «Η ανάγνωση πολλαπλασιάζει το εν δυνάμει μας, το μεγεθύνει, το οδηγεί σε θαυμαστά και άγνωστα πεδία, μέσα από πολυποίκιλες ατραπούς που δεν θα φανταζόμασταν ποτέ, για να μας παραδώσει μετά το τέλος της ανάγνωσης και πάλι τον εαυτό μας, αλλαγμένο».