Η παραμονή Πρωτοχρονιάς βρήκε τα διεθνή Χρηματιστήρια να κλείνουν σε θετικό τόνο. Η αξία των μετοχών στις ΗΠΑ ανέβηκε κατά 30% κατά τη διάρκεια του 2019, ενώ στην Ιαπωνία κατά 18%. Ακόμη και στη Βρετανία, όπου το κλίμα δεν ήταν εξίσου αισιόδοξο εξαιτίας των μηνών αβεβαιότητας που είχαν προηγηθεί λόγω του Brexit, ο δείκτης FTSE 100 είχε σημειώσει αύξηση 12%.

Σε γενικές γραμμές ήταν η καλύτερη χρονιά για τα χρηματιστήρια από το 2009 και οι ειδικοί φαντάζονταν ότι το 2020 θα ακολουθούσε εξίσου θετική πορεία. Οι ΗΠΑ και η Κίνα έμοιαζαν να προσεγγίζουν την εκεχειρία του εμπορικού τους πολέμου, η Κεντρική Τράπεζα των ΗΠΑ ενίσχυε την μεγαλύτερη παγκόσμια οικονομία, ενώ η αποφασιστική νίκη του Μπόρις Τζόνσον στις βρετανικές εκλογές αφαιρούσε κάθε ίχνος αμφιβολίας σχετικά με την έξοδο της Μεγάλης Βρετανίας από την Ε.Ε.

Όμως οι αγορές δεν είχαν λάβει υπόψη τους ότι την ίδια ακριβώς μέρα η Κίνα είχε ενημερώσει τον ΠΟΥ για μια σειρά κρουσμάτων στην Ουχάν μιας ασθένειας με συμπτώματα πνευμονίας.

Ελάχιστοι από τους χρηματιστές στην Γουόλ Στριτ είχαν ακούσει για την πόλη με τους 11 εκατομμύρια κατοίκους στις όχθες του ποταμού Γιανγκτσέ. Ένα μήνα αργότερα, όλοι θα γνώριζαν πολύ καλά την ύπαρξή της.

Τρεις μήνες μετά, μια τοπική υγειονομική κρίση μετατράπηκε σε πανδημία. Η παγκόσμια οικονομία βρίσκεται σε κατάσταση παράλυσης, έχει υπάρξει τεράστια επέκταση της παρεμβατικότητας των κρατών, ενώ τίθενται ερωτήματα για το κατά πόσον ο παγκόσμιος καπιταλισμός θα συνεχίσει να είναι ο ίδιος στο τέλος της κρίσης.

Εκτόξευση της ανεργίας στις ΗΠΑ

Οι τρομακτικές εξελίξεις των στατιστικών θανάτων και νέων κρουσμάτων σύντομα συνοδεύτηκαν από εξίσου τρομακτικά οικονομικά στοιχεία. Η κατάρρευση ήρθε ακαριαία, πολύ πιο γρήγορα από ό,τι στην κρίση του 1929. Ήδη από τα μέσα Μαρτίου, περίπου 200.000 Αμερικανοί ανά εβδομάδα κατέθεταν τα χαρτιά τους για το ταμείο ανεργίας. Την τελευταία εβδομάδα του Μαρτίου τα νούμερα εκτοξεύτηκαν στα τρία εκατομμύρια και την επόμενη εβδομάδα διπλασιάστηκαν αγγίζοντας τις 6.648.000 αιτήσεις.

Φυσικά, το πρόβλημα δεν αφορά μόνο την Αμερική. Περισσότερες από 80 αναπτυσσόμενες οικονομίες ζητούν βοήθεια από το Διεθνές Νομισματικό Ταμείο, το οποίο προειδοποιεί για μια ύφεση “εξίσου κακή ή χειρότερη” από εκείνη του 2008.

Κίνδυνος για το μέλλον της Ευρωπαϊκής Ένωσης

Φόβοι έχουν εκφραστεί για μια νέα κρίση χρέους στην Αφρική, αλλά και για το μέλλον της Ε.Ε. όπου η αρχική αντίδραση των κρατών – μελών ήταν να κλείσουν τα σύνορα και το καθένα να εστιάσει στην υγεία των δικών του πολιτών. Η Ιταλία, η οποία ήδη αντιμετώπιζε δυσκολίες, αναζητά βοήθεια από την Ευρώπη καθώς προσπαθεί να αντιμετωπίσει το αυξανόμενο κόστος του lockdown.

Ο πρωθυπουργός της χώρας, Τζουζέπε Κόντε, δήλωσε: “Αν η Ευρώπη δεν ανταποκριθεί σε αυτή την πρωτόγνωρη πρόκληση, ολόκληρη η ευρωπαϊκή δομή θα απολέσει τον λόγο ύπαρξής της στα μάτια των πολιτών. Βρισκόμαστε σε μια κρίσιμη καμπή της ευρωπαϊκής ιστορίας”.

Σοκ στη βρετανική οικονομία

Στη Βρετανία έχουν ανακοινωθεί τέσσερα μεγάλα πακέτα στήριξης μέσα σε τρεις εβδομάδες, σε μια προσπάθεια να προστατευτούν οι επιχειρήσεις και οι καταναλωτές από την άνευ προηγουμένου πτώση των οικονομικών δραστηριοτήτων.

Το Ηνωμένο Βασίλειο μπήκε στην κρίση με έναν υπουργό οικονομικών, τον Rishi Sunak, ο οποίος είχε αναλάβει καθήκοντα ένα μήνα πριν και με έναν νέο διοικητή στην τράπεζα της Αγγλίας, τον Andrew Bailey, ο οποίος διορίστηκε στα μέσα Μαρτίου με την αγορά να βρίσκεται σε κατάσταση χάους και τα επίσημα επιτόκια σε ιστορικά χαμηλό επίπεδο – μόλις 0,1%.

“Αντιμετωπίζουμε μια κατάσταση έκτακτης ανάγκης”, δήλωσε ο Bailey. “Δεν πίστευα ότι την τρίτη μου μέρα στη δουλειά θα στεκόμουν σε ένα σχεδόν έρημο κτήριο. Όμως είμαστε έτοιμοι να λάβουμε όλα τα απαραίτητα μέτρα”.

Οι κεντρικές τράπεζες και τα υπουργεία Οικονομικών έχουν ήδη αντιμετωπίσει την κρίση του 2008, όταν το παγκόσμιο τραπεζικό σύστημα βρέθηκε στο χείλος του γκρεμού. Η λύση τότε ήταν σχετικά εύκολη: διάσωση των τραπεζών, ξεμπλοκάρισμα του οικονομικού συστήματος, δανεισμός, αναθέρμανση της οικονομίας.

Όμως η φύση της κρίσης του 2020 – μια παγκόσμια πανδημία σε συνδυασμό με την οικονομική κατάρρευση – περιπλέκει πολύ την κατάσταση.

Απαιτείται συνεργασία μεταξύ των κρατών

Ο Γκόρντον Μπράουν, ο οποίος ήταν υπουργός οικονομικών της Βρετανίας κατά τη διάρκεια της κρίσης του 2008, θέτει το θέμα ως εξής: “Όσο περισσότερο παρεμβαίνεις για να αντιμετωπίσεις την υγειονομική κρίση, τόσο περισσότερο κινδυνεύει η οικονομία”.

Οι κινήσεις του Μπράουν το 2008 είχαν διευκολυνθεί από το γεγονός ότι οι μεγαλύτερες παγκόσμιες οικονομίες είχαν συμφωνήσει σε μια συντονισμένη αντίδραση στην κρίση. Όμως το 2020 ελάχιστο από αυτό το πνεύμα επιβιώνει. Η ρητορική του Τραμπ “πρώτα η Αμερική” υιοθετείται τώρα από τους ηγέτες χωρών σε όλο τον πλανήτη. Έχουν σημειωθεί εντάσεις μεταξύ Σαουδικής Αραβίας και Ρωσίας, οι οποίες κατέληξαν σε υπερπλεόνασμα πετρελαίου σε μια περίδο κατά την οποία τα αεροπλάνα παραμένουν στο έδαφος και τα αυτοκίνητα στα γκαράζ.

“Οι ηγέτες πρέπει να συσπειρωθούν και να δηλώσουν ότι η διεθνής συνεργασία είναι σημαντική για την αντιμετώπιση μιας παγκόσμιας υγειονομικής και οικονομικής κρίσης”, σημειώνει ο Μπράουν. Όμως εκτός των κεντρικών τραπεζών, κανείς δεν δίνει σημασία σε αυτό.

Ακριβά και ανεπαρκή τα μέτρα

Σε αυτό το σκηνικό, τα μέτρα αναθέρμανσης της οικονομίας που σχεδιάζονται από τις κυβερνήσεις – και είναι πολλά – δεν είναι παρά ακριβά παυσίπονα, όχι θεραπείες. Η βρετανική κυβέρνηση ανέλαβε την πληρωμή των μισθών των υπαλλήλων προκειμένου να μην υπάρξει αύξηση των απολύσεων, τη στήριξη των αυτοαπασχολούμενων και συμφώνησε να λειτουργήσει ως εγγυητής στα δάνεια επιχειρήσεων που απειλούνται με κατάρρευση.

Όμως για πολλούς τα μέτρα εξακολουθούν να είναι ανεπαρκή, ενώ δεν υπάρχουν πολλά στερεά δεδομένα για τη συνέχεια ούτε κάποια σίγουρη πρόβλεψη για τη διάρκεια του lockdown, πράγμα που δεν επιτρέπει την πρόβλεψη του συνολικού κόστους τους.

Το Ινστιτούτο Οικονομικών Ερευνών προβλέπει έλλειμμα του προϋπολογισμού της τάξεως των 2000 δισεκατομμυρίων λιρών, δηλαδή το 110% της εθνικής παραγωγής – κατά τη διάρκεια του τρέχοντος έτους, ακόμη και αν το lockdown κρατήσει για σχετικά μικρό διάστημα. Το χρέος αναμένεται να αυξηθεί σε ύψη που συνήθως σημειώνονται σε καιρό πολέμου: 100% του ακαθάριστου εθνικού προϊόντος, ίσως και περισσότερο, ανάλογα με την διάρκεια των μέτρων.

Ο Ντόναλντ Τραμπ έχει προωθήσει ένα πακέτο οικονομικής στήριξης ύψους ,2 τρισεκατομμυρίων δολαρίων στο Αμερικανικό Κογκρέσο. Η Γερμανία έχει εγκαταλείψει τη σκληρή αντίθεσή της στηη δημιουργία ελλειμμάτων. Οι κεντρικές τράπεζες έχουν αρχίσει να τυπώνουν χρήμα. Όμως οι ειδικοί της αγοράς εργασίας, εξακολουθούν να προβλέπουν ότι σχεδόν το ένα τρίτο των Αμερικανών θα καταλήξουν στην ανεργία, ποσοστό μεγαλύτερο της κρίσης της δεκαετίας του ‘30.

Οι κυβερνήσεις δηλώνουν ότι βρισκόμαστε σε πόλεμο με τον κοροναϊό, όμως η μεταφορά δεν είναι ακριβής. Κατά τη διάρκεια του πολέμου οι οικονομίες συνεχίζουν να εργάζονται για να προσφέρουν τον πολεμικό εξοπλισμό που απαιτείται για τη νίκη. Αυτή τη στιγμή τα καταστήματα, τα εστιατόρια, τα γυμναστήρια, τα ξενοδοχεία, τα μπαρ και τα καφέ έχουν βάλει λουκέτο γιατί οι άνθρωποι συμβουλεύονται να παραμείνουν στο σπίτι. Τα μεγάλα αθλητικά γεγονότα έχουν ακυρωθεί. Οι προβλέψεις για τη μείωση της παραγωγής γίνονται όλο και χειρότερες.

Δυσοίωνες προβλέψεις για το μέλλον της οικονομίας

Η JP Morgan σημειώνει ότι το κινεζικό ΑΕΠ ενδέχεται να μειωθεί κατά 40% για το πρώτο τρίμηνο του 2020. Η Morgan Stanley προβλέπει μια μείωση της τάξης του 30% στην αμρικανική παραγωγή για το δεύτερο τρίμηνο. Οι αριθμοί είναι σοκαριστικοί, αλλά οι άδειοι κεντρικοί δρόμοι περιγράφουν καλύτερα την κατάσταση: Η φυσιολογική ζωή έχει παγώσει. Ο κόσμος θυμίζει ταινία επιστημονικής φαντασίας.

Αυτή η αίσθηση γίνεται πιο έντονη εξαιτίας της ταχύτητας των εξελίξεων.

Ανέτοιμες ήταν οι αγορές

Στα μέσα Ιανουαρίου το Παγκόσμιο Οικονομικό Φόρουμ εξέδωσε την έκθεσή του για τους ετήσιους παγκόσμιους κινδύνους, μια συλλογική δουλειά εκατοντάδων ειδικών για τις απειλές που θα μπορούσαμε να συναντήσουμε το 2020.

Οι κορυφαίες πέντε ανησυχίες των ειδικών για την επόμενη δεκαετία αφορούσαν το περιβάλλον: η πιθανότητα για μια παγκόσμια πανδημία δεν συμπεριλαμβανόταν, παρά το γεγονός ότι ήδη από τα τέλη Ιανουαρίου τα πρώτα κρούσματα κοροναϊού είχαν κάνει την εμφάνισή τους στην Ευρώπη.

Στο Ντάβος, ο Τραμπ είχε ξεσπαθώσει ενάντια στους “καταστροφολόγους”, στάση που τήρησε μέχρι τις αρχές Φεβρουαρίου όταν οι αγορές αντιλήφθηκαν επιτέλους τη σοβαρότητα της επιδημίας. Πρώτα υποτίμησε τον ιό, ως fake news, έπειτα δήλωσε ότι θα εξαφανιστεί όταν ζεστάνει ο καιρός.

Μέχρι ο πρόεδρος των ΗΠΑ να συνειδητοποιήσει ότι ο κοροναϊός ήταν απολύτως πραγματικός, ήδη ήταν αργά. Όμως δεν ήταν ο μόνος που βρισκόταν σε άρνηση για το μέγεθος της απειλής. Μέχρι τα τέλη Ιανουαρίου, οι αγορές υπέθεταν ότι δεν υπήρχε αιτία πανικού, καθώς περίμεναν το ξέσπασμα του κοροναϊού να ακολουθήσει την πορεία προηγούμενων επιδημιών, όπως του SARS στις αρχές της δεκαετίας του 2000.

Με την εκατοστή μέρα της πανδημίας να πλησιάζει, η συντονισμένη δράση των κεντρικών τραπεζών έχει καθησυχάσει λίγο τις αγορές και το ενδιαφέρον πλέον στρέφεται σε δύο ερωτήματα: Πόσο μεγάλη θα είναι η οικονομική καταστροφή και πόσο καιρό θα διαρκέσει το lockdown.

Στα πρώτα στάδια του πανικού των αγορών – από τα τέλη Φεβρουαρίου μέχρι τις αρχές Μαρτίου – η υπόθεση ήταν ότι το πλήγμα θα ήταν έντονο αλλά σύντομο. Η δραστηριότητα θα εκμηδενιζόταν αλλά θα ανέκαμπτε εξίσου γρήγορα. Όμως αυτό προϋπέθετε ότι τα lockdown θα είναι προσωρινά και ότι δεν θα προκληθούν μόνιμες καταστροφές.

Πώς θα μοιάζει το μέλλον;

Τώρα μια ύφεση σε σχήμα “V” μοιάζει λιγότερο πιθανή. Ακόμη και βάσει των περιορισμένων δεδομένων που έχουμε στη διάθεσή μας, είναι προφανές ότι οι οικονομίες βρίσκονται μπροστά σε μια κατάρρευση που δεν έχει προηγούμενο στη σύγχρονη εποχή.

Αυτό που δεν είναι βέβαιο είναι το διάστημα που θα απαιτηθεί μέχρι την ανάκαμψη. Η Κίνα αίρει το lockdown και το ίδιο σχεδιάζουν να κάνουν ορισμένες Ευρωπαϊκές χώρες όπως η Αυστρία, όμως οι περιορισμοί εξακολουθούν να υφίστανται και οι καταναλωτές παραμένουν επιφυλακτικοί. Πλέον οι προβλέψεις έχουν αρχίσει να αναφέρονται σε μια ραγδαία ύφεση που ακολουθείται από μια αργή και ίσως άνιση ανάκαμψη.

Αυτό φαίνεται να είναι και το πιο πιθανό. Οι κυβερνήσεις προετοιμάζονται για το ενδεχόμενο δεύτερου κύματος της πανδημίας. Οι καταναλωτές και οι επιχειρήσεις περνούν περίοδο σοκ. Θα χρειαστεί αρκετός καιρός πριν οι άνθρωποι νιώσουν ασφαλείς να ταξιδέψουν στο εξωτερικό. Ίσως επέλθουν και βαθύτερες αλλαγές: Περισσότερη δουλειά από το σπίτι, ακόμη μεγαλύτερο πλήγμα για τους εμπόρους λιανικής. Επιπλέον, λίγη συζήτηση έχει γίνει για το πώς θα επιστρέψουν στα κρατικά ταμεία τα χρήματα των πακέτων στήριξης.

Άγνωστη η ημερομηνία επιστροφής στην κανονικότητα

Έχοντας επίγνωση του αυξανόμενου κόστους, οι κυβερνήσεις επιθυμούν απελπισμένα την επιστροφή των εργαζομένων στις θέσεις τους. Αυτό ισχύει για τις ΗΠΑ περισσότερο από ό,τι για οποιαδήποτε άλλη χώρα, όπου η ανάγκη για την αποφυγή μιας κρίσης ανάλογης με αυτή του 1929 αποτελεί εμμονή των Αμερικανών πολιτικών. Ιδιαίτερα εκείνων που όπως ο Τραμπ σύντομα θα πρέπει να διεκδικήσουν και πάλι την εκλογή τους. Όμως ακόμη και στην Αμερική, είναι προφανές ότι θα περάσει αρκετός καιρός μέχρι η ζωή να βρει και πάλι τους φυσιολογικούς της ρυθμούς.

Ο Δρ. Άντονι Φάουκι, διευθυντής του Εθνικού Ινστιτούτου Αλλεργιών και Λοιμωδών Νοσημάτων, θέτει το θέμα ως εξής: “Πρέπει να είμαστε ρεαλιστές και να αντιληφθούμε ότι δεν θέτουμε εμείς τις διορίες, αλλά ο ιός”.