Οι κυβερνήσεις σε ολόκληρη την Ευρώπη έχουν αρχίσει να προετοιμάζονται για τη χαλάρωση των περιοριστικών μέτρων και μετακινήσεων που επιβλήθηκαν σχεδόν σε ολόκληρη την Ήπειρο για τον περιορισμό της πανδημίας του κορωνοϊού.

Στην Αυστρία ήδη η μερική άρση των περιορισμών σχεδιάζεται από τις 14 Απριλίου, με την επαναλειτουργία αρχικά των μικρών καταστημάτων. Μέχρι το τέλος Απριλίου ωστόσο όσοι πολίτες που θα βγαίνουν στο δρόμο, είναι υποχρεωμένοι να φορούν μάσκα, αλλιώς τους περιμένει πρόστιμο 50 ευρώ.

Η Γαλλία, η Ισπανία, το Βέλγιο και η Φινλανδία είναι μεταξύ αρκετών χωρών που έχουν συστήσει επιτροπές εμπειρογνωμόνων για να εξετάσουν τη σταδιακή χαλάρωση της παραμονής στο σπίτι. Θα αφορά ορισμένες επιχειρήσεις και τα σχολεία, όμως μελετάται προσεκτικά η αποφυγή ενός δεύτερου κύματος δεύτερο που θα μπορούσε να φέρει στα όριά του το σύστημα υγείας.

Στην Ισπανία, ο πρωθυπουργός Πέδρο Σάντσεθ επέκτεινε το lockdown μέχρι τις 26 Απριλίου, είπε ωστόσο ότι η απαγόρευση που επιβλήθηκε τον περασμένο μήνα σε όλους τους τομείς θα αρθεί μετά το Πάσχα, ενώ τόνισε ότι μια ειδική ομάδα επιδημιολόγων εκπονεί ήδη εδώ και δύο εβδομάδες σχέδιο για την επανέναρξη της οικονομικής και κοινωνικής δραστηριότητας.

Στην Ιταλία, ο Άντζελο Μπορέλι, επικεφαλής της Υπηρεσίας Πολιτικής Προστασίας και υπεύθυνος για τον συντονισμό κατά της πανδημίας, δήλωσε πως μέχρι τα μέσα Μαΐου ενδέχεται να υπάρχουν θετικά σημάδια για να ξεκινήσουν και πάλι οι δραστηριότητες.

Αλλά και η Δανία που ήταν μια από τις πρώτες χώρες στην Ευρώπη που επέβαλε τα αυστηρά μέτρα κι έκλεισε τα σύνορά της, την περασμένη εβδομάδα έθεσε χρονοδιάγραμμα για τη σταδιακή χαλάρωση των περιορισμών το επόμενο διάστημα, υπό την αίρεση ότι ο αριθμός των κρουσμάτων δεν θα αυξηθεί.

Το ίδιο ισχύει και για την Τσεχία αφού τις προηγούμενες ημέρες η επιδημιολογική καμπύλη σημείωσε πτώση, ενώ ακολουθεί και η Νορβηγία δεδομένου ότι ανακοίνωσε πως η επιδημία είναι υπό έλεγχο.

«Ο κόσμος πρέπει να ξέρει πότε θα λήξουν τα μέτρα»

Ωστόσο οι περισσότερες κυβερνήσεις δεν θέτουν σαφές χρονοδιάγραμμα για το πότε θα λήξει αυτός ο εγκλεισμός, καθότι αφενός μεν κάτι τέτοιο θα απαιτούσε μαζική αύξηση στα τεστ ανίχνευσης του κορωνοϊού, κι αφετέρου, θα υπονόμευε ενόψει Πάσχα, το κεντρικό μήνυμα για παραμονή στο σπίτι.

Η Γερμανία για παράδειγμα, όπου ο ημερήσιος αριθμός επιβεβαιωμένων κρουσμάτων αλλά και θανάτων από κορωνοϊό έχει αυξηθεί τις τελευταίες μέρες, έχει μεν αρχίσει να προετοιμάζεται για τη δεύτερη φάση, αυτή της σταδιακής άρσης των μέτρων, ωστόσο, η κυβέρνηση δεν το λέει ανοιχτά ακόμη στον κόσμο. «Φυσικά μπορείτε να προετοιμάζεστε για αυτό νοητικά, όμως επί του παρόντος το μήνυμα “Μένουμε σπίτι” είναι αυτό που μετράει», υποστήριξε προ ημερών ο εκπρόσωπος της Άνγκελας Μέρκελ Στέφεν Ζάιμπερτ.

Ειδικοί επιστήμονες υποστηρίζουν ότι είναι μεγάλο λάθος οι κυβερνήσεις να μην αναφέρουν στον κόσμο πότε θα λήξουν τα μέτρα: «Ο κόσμος το αξίζει. Περνάει μεγάλες δυσκολίες. Πρέπει να εμπιστεύονται τι σκοπεύουν να κάνουν οι πολιτικοί ηγέτες τους τους ερχόμενους μήνες», αναφέρει η Κριστιάνε Γούπεν, καθηγήτρια στο Πανεπιστήμιο της Κολωνίας και επιστημονική σύμβουλος της κυβέρνησης της Βόρειας Ρηνανίας-Βεστφαλίας, της πολυπληθέστερης περιοχής της Γερμανίας.

Ψυχολογικές επιπτώσεις

Σύμφωνα με μελέτη που εκπόνησε το Γερμανικό Ινστιτούτο Οικονομικών Ερευνών Ifo, την οποία υπογράφουν πλήθος καθηγητών διαφόρων ειδικοτήτων, o υποχρεωτικός εγκλεισμός στο σπίτι επηρεάζει μαζικά την ψυχική και κοινωνική ζωή των ανθρώπων.

Επί του παρόντος πολλοί αντιμετωπίζουν την κατάσταση με δημιουργικό τρόπο με αποτέλεσμα η «φυσική απομάκρυνση» να μην οδηγεί σε «κοινωνική αποστασιοποίηση». Για άλλους, η περίοδος αυτή είναι μια ευκαιρία να προβληματιστούν για το τι είναι σημαντικό και τι όχι.

Εντούτοις, οι ψυχολογικές και κοινωνικές επιπτώσεις θα γίνουν πιο αρνητικές, όσο περισσότερο διαρκεί αυτή η κατάσταση.

Όπως αναφέρεται στη μελέτη, ορισμένες πληθυσμιακές ομάδες επιβαρύνονται ιδιαίτερα, όπως οι οικογένειες με παιδιά, ή τα άτομα με περιορισμένες συνθήκες στέγασης, τα άτομα που ζουν μόνα τους, οι άρρωστοι ή ψυχικά ασταθείς. Οι γενικές συνέπειες του περιορισμού των επαφών και των εξόδων μπορεί να φέρουν στην επιφάνεια συναισθήματα όπως ο θυμός, ο φόβος και το άγχος, τα οποία όμως εκδηλώνονται εντελώς διαφορετικά από άτομο σε άτομο.

Οι συγκρούσεις μεταξύ των συντρόφων μπορεί να οδηγήσουν σε ενδοοικογενειακή βία, οι εθισμοί στο αλκοόλ και τα ναρκωτικά μπορούν να αυξηθούν, το άγχος και το αίσθημα μοναξιάς ενδέχεται να οδηγήσουν σε κατάθλιψη ακόμη και σε σκέψεις αυτοκτονίας.

Αν λοιπόν -υπογραμμίζουν οι καθηγητές- διατηρηθούν τα υφιστάμενα μέτρα με τη σημερινή τους μορφή, οι συνέπειες στην κοινωνία θα είναι εξαιρετικά σοβαρές, γεγονός που θα καθιστά αδύνατη τη μακροχρόνια διατήρησή τους.

Ως εκ τούτου τα μελλοντικά μέτρα που σχεδιάζονται από τις κυβερνήσεις θα πρέπει από τη μία να εξασφαλίζουν την υγεία των πολιτών κι από την άλλη να μπορούν να διατηρηθούν για όσο χρόνο χρειάζεται. Συνεπώς -καταλήγει η έρευνα- αυτό που συνιστάται είναι η σταδιακή μετάβαση σε μια στρατηγική η οποία θα πρέπει να συνδυάζει την χαλάρωση των περιορισμών στο κοινωνικό και οικονομικό περιβάλλον και τη συνεχή αποτελεσματική προστασία της δημόσιας υγείας.