Η διοίκηση των πάσης φύσεως νομικών προσώπων και οργανισμών που ανήκουν στο κράτος, αποτελεί κομβικό ζήτημα στην προσπάθεια επιτυχούς και αποτελεσματικής διακυβέρνησης.

Η νομοθέτηση και η θέσπιση πολιτικού πλαισίου και προτεραιοτήτων αποτελούν σημαντικά ζητήματα, όμως συχνά η καθημερινότητα των πολιτών εξαρτάται από μικρότερης εμβέλειας παρεμβάσεις σε επίπεδο χαμηλότερο του στενά κυβερνητικού. Επίσης η μεταγλώττιση της νομοθετικής κανονιστικότητας σε συγκεκριμένες ενέργειες, απαιτεί ικανότητες εκ μέρους όσων που αναλαμβάνουν αυτή την ευθύνη. Πρόκειται για όσους καλούνται να διοικήσουν τα νομικά πρόσωπα και τους οργανισμούς του δημοσίου, υπό οποιονδήποτε νομικό μανδύα και αν λειτουργούν (ν.π.δ.δ., ν.π.ι.δ., ανώνυμες εταιρείες, κ.λπ.). Για τα πρόσωπα δηλαδή, που καλούνται να εφαρμόσουν στην πράξη σημαντικές διοικητικές και άλλες μεταρρυθμίσεις.

Η εμπειρία από τον τρόπο επιλογής των προσώπων αυτών, είναι δυστυχώς διαχρονικά απογοητευτική. Από το 1893 που ο Ηλίας Καπετανάκης (ο οποίος είχε σχετική εμπειρία) έγραψε τη σατυρική οπερέτα «Ο Γενικός Γραμματεύς», διακωμωδώντας το ρουσφέτι ως διαδικασία επιλογής σε δημόσιες θέσεις, λίγα έχουν αλλάξει στη χώρα μας σε αυτό το πεδίο δημόσιας πολιτικής. Αν φυσικά μπορούμε να αναφερθούμε στο ζήτημα με αυτούς τους όρους, δηλαδή με όρους ενιαίου σχεδιασμού, εφαρμογής και αξιολόγησης μια δομημένης και συγκροτημένης δημόσιας πολιτικής. Αν αντιληφθούμε ότι η επιλογή των διοικήσεων στο δημόσιο δεν αποτελεί μια ιδιότυπη υπουργική προνομία.

Αυτό πρωτίστως σημαίνει ότι δεν πρέπει να προσαρμόζονται τα προσόντα που απαιτούνται για την άσκηση ενός δημοσίου λειτουργήματος στο εκάστοτε επιθυμητό πρόσωπο, αλλά το αντίθετο. Κατά καιρούς έγιναν ορισμένες απόπειρες αντιμετώπισης του θέματος, χωρίς όμως αποτέλεσμα, αφού ποτέ δεν επιδείχθηκε η απαραίτητη πολιτική βούληση ή ακόμα καλύτερα η απαραίτητη επίτευξη συναινέσεων μεταξύ των πολιτικών δυνάμεων.

Είναι ανεκτό, προσεγγίζοντας την επέτειο των 200 ετών εθνικής ανεξαρτησίας να επιλέγουμε τις διοικήσεις των οργανισμών του δημοσίου με τη μεθοδολογία του 19ου αιώνα, που εν πολλοίς κληροδοτήθηκε από την προεπαναστατική περίοδο;

Φέτος, κλείνουν 25 χρόνια από τότε που ο αείμνηστος Αναστάσιος Πεπονής ανέλαβε την πρωτοβουλία και το πολιτικό κόστος να καταθέσει στη Βουλή το ν. 2190/1994 με τον οποίο ιδρύθηκε το ΑΣΕΠ. Πρόκειται για μια από τις ουσιαστικότερες μεταρρυθμίσεις στη δημόσια διοίκηση, που σήμερα φαντάζει αυτονόητη και αδιαπραγμάτευτη. Είμαστε όμως ακόμα και σήμερα διατεθειμένοι να προσλαμβάνουμε έναν υπάλληλο δευτεροβάθμιας ή πανεπιστημιακής εκπαίδευσης μέσω ειδικής αδιάβλητης διαδικασίας, ενώ τον πρόεδρο, τον διοικητή ή τον διευθύνοντα σύμβουλο,

χωρίς αντίστοιχες εγγυήσεις αμεροληψίας, αντικειμενικότητας και κυρίως αξιοκρατίας; Το κόστος από την εμμονή σε αυτή τη διαχρονική τακτική είναι μεγάλο. Κόστος στον φορολογούμενο, στην αποτελεσματικότητα των δημοσίων οργανισμών, στην καθημερινότητα των πολιτών, στην εμφάνιση φαινομένων κακοδιοίκησης και εν τέλει και σε όσους πολιτικούς επιμένουν σε αυτή την παλαιοκομματική πρακτική.

Καθίσταται λοιπό επιβεβλημένη η θέσπιση κανόνων που θα διέπουν την επιλογή των διοικήσεων των νομικών προσώπων και οργανισμών του δημοσίου. Ορισμένες προϋποθέσεις επιτυχίας ενός τέτοιου εγχειρήματος κατά την άποψή μου είναι:

α) Περιγραφή (job description) όλων των θέσεων διοίκησης οργανισμών και φορέων του δημοσίου (προέδρων, διοικητών, διευθυνόντων συμβούλων, κ.λπ.), ανεξαρτήτως αν πρόκειται για μετακλητούς, επί θητεία, κ.λπ.

β) Προδιατύπωση των ελάχιστων απαιτούμενων τυπικών και ουσιαστικών προσόντων για κάθε θέση. Πέραν αυτών, προσδιορίζονται και τυχόν ειδικότερα ανά τομέα προσόντα, ανάλογα με τη φύση και την αποστολή κάθε οργανισμού. Είναι τουλάχιστον προβληματικό όποιος καλείται να αναλάβει την ευθύνη διοίκησης ενός οργανισμού να διαθέτει συχνά λιγότερα προσόντα από έναν μέσο υπάλληλο του ίδιου οργανισμού.

γ) Υποχρεωτική προκήρυξη των θέσεων και δημοσίευση της σε ειδικό φύλλο της Εφημερίδας της Κυβερνήσεως. Με τον τρόπο αυτό διασφαλίζεται η δημιουργία του απαραίτητου κανονιστικού πλαισίου, που δημιουργεί προϋποθέσεις στοιχειώδους ασφάλειας και αξιοπιστίας της διαδικασίας. Η προκήρυξη δεν θα πρέπει να εκδίδεται από τον εποπτεύοντα υπουργό, αλλά από το αρμόδιο για την επιλογή όργανο.

δ) Η επιλογή ανατίθεται σε ειδικό όργανο στη σύνθεση του οποίου μπορεί να μετέχει κατά περίπτωση εκπρόσωπος του αρμόδιου υπουργείου, η πλειοψηφία όμως θα αποτελείται από πρόσωπα που περιβάλλονται με θεσμικές εγγυήσεις ανεξαρτησίας και αντικειμενικότητας (κατά το πρότυπο των ανεξάρτητων αρχών). Το ζήτημα αυτό είναι κρίσιμο γιατί αν η επιλογή τελεί υπό τον έλεγχο του εκάστοτε αρμόδιου υπουργού, η διαδικασία είναι εκ των προτέρων υπονομευμένη. Άλλωστε η εμπειρία έχει δείξει ότι σε αυτή την περίπτωση, ακόμα και αν έχει προηγηθεί – ακόμα και νομοθετικά – η περιγραφή των προσόντων, συχνά, λίγο πριν τη διαδικασία επιλογής, μεταβάλλεται με νομοθετικές παρεμβάσεις της τελευταίας στιγμής ώστε να αντιστοιχούν στο προφίλ του επιθυμητού για τη θέση προσώπου. Το εάν το όργανο αυτό θα πρέπει να είναι το ΑΣΕΠ ενισχυμένο κατάλληλα ή κάποιο άλλο όργανο που θα διασφαλίζει τις ανωτέρω προϋποθέσεις, αποτελεί ζήτημα που μπορεί να προκύψει μετά την απαιτούμενη για το ζήτημα διαβούλευση.

ε) Τέλος, υπογραφή συμβολαίου αποδοτικότητας από κάθε πρόεδρο, διοικητή, διευθύνοντα σύμβουλο, κ.λπ., το οποίο θα ελέγχεται σε εξαμηνιαία ή ετήσια βάση, ανάλογα με τη φύση κάθε οργανισμού. Ο έλεγχος θα πρέπει να ανατεθεί σε ειδική υπηρεσία με κατάλληλα χαρακτηριστικά (κύρος, επιτελικές αρμοδιότητες, τεχνογνωσία, διασφάλιση της απαιτούμενης πολιτικής βούλησης). Ως καταλληλότερη για αυτή την αποστολή, κρίνεται η εσχάτως συσταθείσα, Προεδρία της Κυβέρνησης

που ανταποκρίνεται τόσο από τη φύση της, όσο και λειτουργικά στα ανωτέρω χαρακτηριστικά.

Οι παραπάνω σκέψεις αποτελούν κυρίως απόπειρα περιγραφής και ανάδειξης του προβλήματος. Ελπίζω ότι έχουν ωριμάσει οι συνθήκες για την κοινή προσέγγιση του θέματος αυτού ως προβλήματος. Αυτό αποτελεί προϋπόθεση για την αναζήτηση λύσης. Άλλωστε πολιτική κυρίως σημαίνει επίλυση προβλημάτων. Σε αυτή την περίπτωση οι διαπιστώσεις και προτάσεις που παρατίθενται εδώ, μπορεί να αποτελέσουν ένα χρήσιμο κείμενο εργασίας για τον σχεδιασμό και την εφαρμογή μιας συγκροτημένης και συνεκτικής δημόσιας πολιτικής που θα αφορά τον τρόπο επιλογής των διοικήσεων στο δημόσιο τομέα.

*Ο δρ. Γεώργιος Δίελλας διδάσκει στο Πάντειο Πανεπιστήμιο, στο Ελληνικό Ανοικτό Πανεπιστήμιο και στην Εθνική Σχολή Δημόσιας Διοίκησης.