Στη Βουλή κατατίθεται τη Δευτέρα το προσχέδιο του προϋπολογισμού για το 2020.

Το οικονομικό επιτελείο της κυβέρνησης βάζει τις τελευταίες πινελιές στο προσχέδιο του προϋπολογισμού ώστε μετά την κατάθεση στη Βουλή να υποβληθεί και στην Κομισιόν.

Αναφορικά με το δημοσιονομικό κενό το υπουργείο Οικονομικών επιμένει ότι ο προϋπολογισμός θα εκτελεστεί κανονικά, ο στόχος για πλεόνασμα 3,5% θα επιτευχθεί.

Την επιχειρηματολογία του την στηρίζει στην ισχυρή ανάπτυξης, στην επιτυχία των 120 δόσεων καθώς και στον περιορισμό της φοροδιαφυγής.

Ο προϋπολογισμό του 2020

Οι δανειστές επιμένουν για ένα plan Β από την πλευρά της Αθήνας με μέτρα ευθυγράμμισης του προϋπολογισμού, κυρίως από την πλευρά των δαπανών, στην περίπτωση που η ρύθμιση των 120 δόσεων δεν αποφέρει τις προσδοκώμενες εισπράξεις.

Την ίδια στιγμή η ελληνική πλευρά θα προσπαθήσει να περάσει το μήνυμα ότι οι δεσμεύσεις της χώρας είναι δεσμεύσεις και θα τηρηθούν στο ακέραιο.

Απομένουν έτσι λίγες ημέρες έτσι ώστε να πεισθούν οι δανειστές και να άρουν τις όποιες αντιρρήσεις τους ή για την ακρίβεια να μην είναι ιδιαίτερα επίμονοι για το περιεχόμενο του Plan B.

Αυτό αναμένεται να  μεταφέρουν στον Επίτροπο Οικονομικών Υποθέσεων της Κομισιόν Πιέρ Μοσκοβισί, ο πρωθυπουργός Κυριάκος Μητσοτάκης και ο υπουργός Οικονομικών Xρήστος Σταϊκούρας κατά τη συνάντηση που έχουν μαζί του αύριο Παρασκευή.

Σύμφωνα με τις πληροφορίες στο προσχέδιο του προϋπολογισμού θα περιλαμβάνεται στόχος για ανάπτυξη 3% τον επόμενο χρόνο και πρωτογενές πλεόνασμα πάνω από 4,2% του ΑΕΠ χωρίς να λαμβάνονται υπόψη τα κέρδη από τα ελληνικά ομόλογα.

Θα ακολουθήσει στις 15 Οκτωβρίου η υποβολή του προϋπολογισμού στην Κομισιόν στο πλαίσιο του ευρωπαϊκού εξαμήνου.

Το μήνυμα του ΔΝΤ

Από την άλλη πλευρά το ΔΝΤ εστιάζει στο δημοσιονομικό κενό.

Έτσι, το Ταμείου στέλνει μήνυμα προς πάσα κατεύθυνση τονίζοντας ότι ελληνική κυβέρνηση και οι Ευρωπαίοι εταίροι θα πρέπει να συναινέσουν σε μια μείωση του πρωτογενούς πλεονάσματος κάτω από το 3,5% του ΑΕΠ, από το 2020, προκειμένου να απελευθερώσουν τη δυναμική της ανάπτυξης, η οποία αυτήν τη στιγμή δεν είναι σε θέση να υπερβεί το 2% του ΑΕΠ.

Το ΔΝΤ, αν και επικροτεί τις μειώσεις φόρων τις οποίες δρομολογεί η σημερινή κυβέρνηση, εκφράζει τη διαφωνία του με την πρόθεση να μην εφαρμόσει τη μείωση του αφορολόγητου ορίου, η οποία σύμφωνα με το σκεπτικό του Ταμείου θα διεύρυνε τη φορολογική βάση, δημιουργώντας χώρο για επιπλέον φοροελαφρύνσεις, που με τη σειρά τους θα διασφάλιζαν σε μεγαλύτερο βαθμό τόσο τις δημοσιονομικές όσο και τις αναπτυξιακές επιδόσεις.