Οι θαλασσινές ιστορίες μεγαλώνουν το καλοκαίρι, συνοδεύουν το φθινόπωρο και συντροφεύουν τον χειμώνα.

Στην ταβέρνα της Βασίλως οι παρέες των ψαράδων δεν λυπούνται τη λογική. Αφοσιωμένοι στη θάλασσα, με δεσμούς που καμιά ιδεολογία δεν θα πετύχει ποτέ, ζουν μεταξύ υλικής υπόστασης και θαλάσσιας μέθης.

Χθες ο Λάμπης διέκοψε ξαφνικά τις ανώδυνες διηγήσεις. Και με πρόσωπο σπινθηροβόλο και πνεύμα παθιασμένου αφηγητή, κερδίζει την προσοχή. «Είχαμε, με τον πατέρα μου τον Πέτρο», ξεκινάει ο Λάμπης, «ρίξει παραγάδι ανοικτά του Κουλεντιανού. Με ζωντανό. Στα νησιά της Παναγίας βαθιά, προς τη Μάνη, μόλις που βλέπαμε τον φάρο των Κυθήρων.

Το μεσημέρι η θάλασσα αλλάζει. Ανήσυχος στο καταφύγιο της Γαρούφας, ο πατέρας μου ζυγίζει τον καιρό. Το μυαλό του καρφωμένο στο παραγάδι και στην ελπίδα της ψαριάς του. Με το πάθος φανερό και την επιθυμία να βγει στο πέλαγος ανίκητη. Πώς να τον αφήσεις μόνο του; Χωρίς παρέα, χωρίς βοήθεια», σαν να μονολογούσε πια ενώπιόν μας ο Λάμπης. «Πήδηξα στη βάρκα», συνεχίζει. «Και με τη μηχανή μας βιαστική φτάνουμε στο σημείο. Δεν θα βρίσκαμε ποτέ τη σημαδούρα. Μέσα στα αφρισμένα κύματα, πώς να τη δεις; Ηταν και η μόνη μου ελπίδα», είπε λίγο ενοχικά ο Λάμπης, «να μη βρεθεί, να φύγουμε, να γυρίσουμε». Και έζησε, μας είπε, το δίλημμα να μιλήσει ή να σιωπήσει όταν τα μάτια του τη διακρίνουν στους αφρούς.

«Ψάχνουμε για ώρες», μας λέει ο Λάμπης. Εχουν κάτι από την απόγνωση της πραγματικής ζωής αυτοί οι κύκλοι των ψαράδων στη θάλασσα, καθώς ψάχνουν να βρουν σε δύσκολο καιρό τα χαμένα τους παραγάδια. Μόνο αυτοί ξέρουν. Και ο Λάμπης, που ζει πια μπροστά μας εκείνες τις στιγμές και εμείς μαζί του, συνεχίζει. «Την είδα», μας λέει, «την είδα από μακριά. Και χωρίς δισταγμό, χωρίς δίλημμα πια φωνάζω: «Να τη!». Λάμπει ο καπετάν Πέτρος.

Γρήγορα η πλώρη της «Βούλας» επάνω της. Ο πατέρας μου – άφταστη η τέχνη του – φέρνει γρήγορα το παραγάδι. Ευτυχής, δίπλα στη μεγάλη σφυρίδα και στο σπάνιο φαγκρί. Η θάλασσα λευκή. Με μαλώνει καθώς δυναμώνω ξαφνικά τις στροφές της μηχανής για την επιστροφή. Μάθαινα ακόμη, ήμουν μόλις δεκατεσσάρων», σαν να δικαιολογείται ο Λάμπης.

«Πρέπει να ταξιδεύεις αργά, μαζί του, να το ακολουθείς. Και αυτό με σένα στην αγκαλιά του να σε οδηγεί μαζί του στην ακτή». Μιλάει για το κύμα, το δυνατό κύμα ο Λάμπης. Που δεν αφήνει τον φόβο να σε κερδίσει, καθώς με την παλάμη δεμένη στην κουπαστή και τον ήχο της μηχανής σαν αόρατο ιστίο, γίνεται μέρος της ανείπωτης στιγμής, χέρι προστατευτικό, σε άλλη διάσταση βίωμα.

«Είχε πια για καλά νυχτώσει και συγκεντρωμένοι στην αυλή της Βασίλως όλοι οι ψαράδες ήταν βέβαιοι για τον χαμό μας», θυμάται ο Λάμπης. «Και κανείς δεν τολμούσε να βγει σε αναζήτηση. Μικρός θρήνος ετοιμαζόταν να ξεσπάσει. Χωρίς φώτα, χωρίς τρόπο επικοινωνίας, εμείς στον δικό μας κόσμο, πλησιάζουμε, κύμα το κύμα, τη στεριά. Σιωπηλός ο πατέρας μου ο Πέτρος μάταια προσπαθεί να δώσει σήμα με τον αναπτήρα του. Εχουμε πια επίγνωση των ορίων. Μόνο η τέχνη του και η άρρητη θαλασσινή σοφία του θα έδεναν, όπως αυτός, γρήγορα-γρήγορα τη «Βούλα» στο μικρό καταφύγιο της ακτής. Και μαζί, με το χέρι του στο δικό μου, πατάμε βότσαλα και άμμο. Σε λίγο στην αγκαλιά της, έσβηνε και ο θυμός της μητέρας μου, της Βασίλως». Χαμηλώνοντας τη φωνή, κλείνει την ιστορία με ένα χαμόγελο σεσωσμένου θαλασσινού ο φίλος μου ο Λάμπης.

Ο κ. Λευτέρης Κουσούλης είναι πολιτικός επιστήμονας.