Είναι αλήθεια ότι οι εκλογές πια δεν κρίνονται ακριβώς στις λεπτομέρειες των κομματικών προγραμμάτων, όσο στο γενικότερο στίγμα, την πολιτική αισθητική και ορισμένες αιχμές που αγγίζουν ή όχι τους ψηφοφόρους.

Μάλιστα, συνήθως τα «πλήρη» προγράμματα των κομμάτων είναι τα προεκλογικά υλικά που διαβάζονται λιγότερο στη διάρκεια μιας προεκλογικής εκστρατείας. Σε αρκετές περιπτώσεις είναι ένας μεγάλος κατάλογος μέτρων με βασικό κριτήριο να μπορεί να τον επικαλεστούν οι υποψήφιοι, ιδίως όταν απευθύνονται σε συγκεκριμένες κατηγορίες ψηφοφόρων.

Η ΝΔ υποστήριξε βέβαια ότι αυτή τη φορά κατεβαίνει στις εκλογές έτοιμη να κυβερνήσει και έχοντας μάλιστα έτοιμα τα πρώτα νομοσχέδια με τα οποία θα δώσει το στίγμα της δικής της διακυβέρνησης. Ωστόσο, υπάρχουν και στη δική της περίπτωση γκρίζες ζώνες και πλευρές που μένει να διευκρινιστούν.

Το κρίσιμο ερώτημα των πλεονασμάτων

Βασική αιχμή της προεκλογικής εκστρατείας της ΝΔ είναι η μείωση της φορολογίας από το 2020 που περιλαμβάνει μείωση φόρων για επιχειρήσεις, μείωση του εισαγωγικού φορολογικού συντελεστή για μισθωτούς επαγγελματίες και αγρότες, μείωση του ΕΝΦΙΑ, όλα τα προϊόντα της εστίασης στο μικρότερο συντελεστή του 13%.

Μόνο που το ερώτημα είναι πώς θα συνδυαστούν τα μέτρα αυτά με την απαίτηση για πρωτογενή πλεονάσματα ύψους 3,5% που προβλέπει το μεταμνημονιακό πλαίσιο επιτήρησης, ιδίως από τη στιγμή που η Τράπεζα της Ελλάδος ήδη υποστηρίζει ότι το μέγιστο εφικτό πλεόνασμα είναι κοντά στο 2,9% για το 2019.

Εάν μάλιστα προσθέσουμε σε αυτά και ορισμένες παροχές για τις οποίες έχει δεσμευτεί ο Κυριάκος Μητσοτάκης, όπως είναι π.χ. το κουπόνι για τους παιδικούς σταθμούς, σε συνδυασμό με το ότι έχει κάνει σαφές ότι δεν θα μειώσει τις όποιες παροχές δόθηκαν το τελευταίο διάστημα, τότε αντιλαμβανόμαστε ότι υπάρχει ένα ενδεχόμενο δημοσιονομικό πρόβλημα.

Εμμέσως πλην σαφώς η ΝΔ υποστηρίζει ότι ως νέα κυβέρνηση σε ένα νέο ευρωπαϊκό τοπίο θα μπορέσει να πετύχει από την αρχή μια καλύτερη συμφωνία με τους ευρωπαίους, ξεκινώντας από την εξασφάλιση μικρότερων πλεονασμάτων.

Βέβαια, η εμπειρία έχει δείξει ότι στο περίπλοκο σύστημα λήψης αποφάσεων της Ευρωπαϊκής Ένωσης, ιδίως σε ζητήματα όπως τα μνημόνια που απαιτούσαν και τελική έγκριση των εθνικών κυβερνήσεων, η προσπάθεια να αλλάξουν οι προβλέψεις των συμφωνηθέντων μετά το τέλος του ελληνικού προγράμματος δεν θα είναι καθόλου εύκολη.

Ακόμη και εάν υποθέσουμε ότι θα υπάρξει πιο ευνοϊκή μεταχείριση μιας ελληνικής κυβέρνησης προερχόμενης από την παραδοσιακή πολιτική οικογένεια του Ευρωπαϊκού Λαϊκού Κόμματος, αυτή δύσκολα θα φτάσει μέχρι της κλίμακας των μεγάλων ανατροπών.

Το ερώτημα της ανάπτυξης

Υπάρχει βέβαια και το ζήτημα της ανάπτυξης που στην πραγματικότητα αποτελεί την απάντηση της ΝΔ σε όσους εντοπίζουν ότι το πρόγραμμά της δεν μπορεί να εφαρμοστεί χωρίς σύγκρουση με τον μηχανισμό επιτήρησης,

Η ΝΔ έχει υποστηρίξει πολλές φορές ότι εάν η μείωση της φορολογίας συνδυαστεί με ισχυρούς ρυθμούς ανάπτυξης τότε το δημόσιο θα μπορεί να έχει τελικά περισσότερα έσοδα.

Δεν υπάρχει αμφιβολία ότι το ζήτημα της ανάπτυξης παραμένει το πιο κομβικό σήμερα για την ελληνική οικονομία που εξακολουθεί να έχει αναιμικούς σχεδόν ρυθμούς βελτίωση των βασικών μεγεθών της.

Όμως, παραμένει ανοιχτό το ερώτημα πώς μπορεί να επιτευχθούν ρυθμοί ανάπτυξης που να αγγίζουν το 4% (μια που τότε πραγματικά έχουμε τη δυνατότητα να μιλάμε για τη δυνατότητα αύξησης των δημόσιων εσόδων παράλληλα με μείωση φορολογίας).

Η διεθνής οικονομία επιβραδύνεται και η ευρωπαϊκή ακόμη περισσότερο, έστω και εάν υπάρχει ελπίδα ότι η Λαγκάρντ θα συνεχίσει στο δρόμο μέτρων «ποσοτικής χαλάρωσης», εν μέσω ενός εμπορικού πολέμου που απέχει από το να έχει αποτραπεί, την ώρα που όλα δείχνουν ότι η φετινή τουριστική χρονιά θα έχει μάλλον χαρακτηριστικά διόρθωσης προς τα κάτω.

Απέναντι σε όλα αυτά η μείωση της φορολογίας από μόνη της δεν αρκεί για να οδηγήσει σε ένα αναπτυξιακό άλμα. Απαιτείται συγκεκριμένος και στοχευμένος σχεδιασμός για νέες παραγωγικές αναπτύξεις, ιδίως σε τομείς υψηλής προστιθέμενης αξίας.

Τελικά τι θέλουν οι επενδυτές;

Βασική αιχμή της ΝΔ είναι ότι ο ΣΥΡΙΖΑ δεν μπορούσε να προσελκύσει επενδυτές γιατί διακατεχόταν από μια κουλτούρα αρνητική ως προς την επιχειρηματικότητα. Αντίθετα, η ίδια θα διευκολύνει την προσέλκυση επενδύσεων.

Ως εμβληματική επένδυση η ΝΔ έχει διαλέξει αυτή του Ελληνικού, θεωρώντας ότι η κυβέρνηση ευθύνεται για την καθυστέρηση μιας επένδυσης που θα δημιουργήσει πλήθος θέσεων εργασίας. Ειδικότερα την κατηγορεί ότι δεν συνέβαλε στο να ξεπεραστούν τα κωλύματα που έθεσαν το υπουργείο Πολιτισμού και το Δασαρχείο.

Μάλιστα, ο Κυριάκος Μητσοτάκης έχει κάνει σημαία της προεκλογικής περιόδου ότι θα ακυρώσει την τρέχουσα ΚΥΑ για το έργο και θα φροντίσει να εκδοθούν άμεσα οι Υπουργικές Αποφάσεις που απαιτούνται.

Ωστόσο, ανεξαρτήτως των όποιων βουλήσεων του ΣΥΡΙΖΑ, η εμπειρία έχει δείξει ότι ούτως ή άλλως και με άλλες κυβερνήσεις τέτοιες επενδύσεις δεν ξεκινούν ποτέ αμέσως, ενώ και τώρα ακόμη και εάν επιταχυνθεί η διαδικασία, δύσκολα μπορούν να ξεπεραστούν οι προβλέψεις της αρχαιολογικής και της περιβαλλοντικής νομοθεσίας.

Όμως, υπάρχει και ένα ευρύτερο θέμα εάν μιλάμε για τις επενδύσεις στη χώρα μας. Η επικέντρωση στα αρχαιολογικά και περιβαλλοντικά ζητήματα ισοδυναμεί με την παραδοχή ότι μιλάμε μόνο για επενδύσεις στο χώρο του real estate ή για επενδύσεις που θα έχουν περιβαλλοντικό αντίκτυπο.

Όμως, τέτοιες επενδύσεις δύσκολα μπορούν να διαμορφώσουν την αναπτυξιακή ώθηση που χρειάζεται η ελληνική οικονομία. Ας μην ξεχνάμε ότι πανευρωπαϊκά η κλιματική αλλαγή έχει κάνει ξανά τους πολίτες πολύ ευαίσθητους στα περιβαλλοντικά ζητήματα. Αντίθετα, το μέλλον είναι επενδύσεις σε τομείς υψηλής προστιθέμενης αξίας, σε τεχνολογίες αιχμής και μια «πράσινη» οπτική που διαρκώς αποκτά μεγαλύτερη βαρύτητα.

Όμως, μια τέτοια αναπτυξιακή στροφή δεν περνά τόσο από την επιτάχυνση διαδικασιών όσο από τη διαμόρφωση κρίσιμων υποδομών όπως και κοινωνικών συνθηκών που να επιτρέπουν να παραμείνει στη χώρα η βασική ίσως παραγωγική της δύναμη που είναι μια εξαιρετικά καταρτισμένη επιστημονικά νέα γενιά εργαζομένων.

Το ανοιχτό ερώτημα του ασφαλιστικού

Η Νέα Δημοκρατία έχει κάνει σαφές ότι διαφωνεί με το ισχύον ασφαλιστικό καθεστώς («Νόμος Κατρούγκαλου»). Άλλωστε, είχε στηρίξει και τις κινητοποιήσεις εναντίον του. Όμως, δεν είναι ακόμη σαφές το είδος της ασφαλιστικής μεταρρύθμισης που προτείνει.

Η γενική επίκληση της ανάγκης να υπάρχει δικαίωμα επιλογής και ενός «ιδιωτικού τρίτου πυλώνα» στην ασφάλιση μπορεί να αναλογεί σε μια ιδεολογική τοποθέτηση φιλελεύθερου χαρακτήρα, όμως μέχρι στιγμής δεν έχει διατυπωθεί με συγκεκριμένη πρακτική μορφή, την ώρα που είναι σαφές ότι αυτά που κατά κύριο λόγο αφορούν σε αυτή τη φάση τους πολίτες είναι αυτά που σχετίζονται με τους δημόσιους πυλώνες (εισφορές, ποσοστά αναπλήρωσης, όρια) σε συνδυασμό με το πάντα ανοιχτό ζήτημα της βιωσιμότητας του ασφαλιστικού.

Το ζήτημα του χρέους

Η Νέα Δημοκρατία ετοιμάζεται να ανέβει στην εξουσία απολαμβάνοντας μια ιδιαίτερα ευνοϊκή συνθήκη ως προς τον εξωτερικό δανεισμό της χώρας.

Οι αποδόσεις τω ελληνικών ομολόγων έχουν υποχωρήσει και αυτό μειώνει το κόστος δανεισμού της χώρα, επιτρέποντας την έξοδο στις αγορές με όρους κανονικής και όχι «δοκιμαστικής» άντλησης πόρων.

Ωστόσο, το πρόβλημα του ελληνικού χρέους συνεχίζει να υπάρχει και να επηρεάζει τις οικονομικές πολιτικές. Παρότι η συμφωνία για την ολοκλήρωση του ελληνικού προγράμματος έδωσε μια ανάσα για τη δεκαετία που διανύουμε, μεσοπρόθεσμα η βιωσιμότητα του ελληνικού χρέους χωρίς σημαντική αναδιάρθρωση παραμένει πολύ δύσκολη και αυτό έχει επίδραση ακόμη και σε τρέχουσες επιλογές (π.χ. μια επιφύλαξη ως προς την έκδοση 15ετούς ομολόγου).

Την ίδια στιγμή παραμένει ασαφές τι ακριβώς θα γίνει με το χρηματοδοτικό μαξιλάρι των 37 δισεκατομμυρίων που έχει μείνει μετά το πρόγραμμα. Ανεξαρτήτως της προεκλογικής αντιπαράθεσης της τελευταίας στιγμής (με τον ΣΥΡΙΖΑ να κατηγορεί τη ΝΔ ότι θέλει να το δώσει «στις τράπεζες», παραβλέποντας ότι προφανώς ούτε η κυβέρνηση του Αλέξη Τσίπρα θα μπορούσε να το αξιοποιήσει διαφορερτικά), υπάρχει ένα ζήτημα για το εάν θα μείνει ως εγγύηση ή θα αξιοποιηθεί.

Σημειωτέον ότι ένα από τα μεγάλα ζητήματα που θα πρέπει να αντιμετωπίσει η νέα κυβέρνηση θα είναι ακριβώς ποια λύση θα δοθεί στο θέμα των «κόκκινων δανείων» των τραπεζών και ποιο σχέδιο ή συνδυασμός σχεδίων θα προκριθεί για ένα θέμα που παραμένει ανοιχτή πληγή για την ελληνική οικονομία και που αναγκαστικά θα χρειαστεί και δημόσιο χρήμα, εξ ου και η αναφορά στο «μαξιλάρι» των 37 δισ.

Τα όρια της «ασφάλειας»

Η Νέα Δημοκρατία έχει επενδύσει πολιτικά στο θέμα της ασφάλειας, θεωρώντας ότι οι πολίτες διακατέχονται από έντονα αισθήματα ανασφάλειας στην καθημερινότητά τους.

Βέβαια, στην πράξη προεκλογικά αυτό σήμαινε μια μονομερή επικέντρωση στο θέμα του πανεπιστημιακού ασύλου και στο θέμα των «Εξαρχείων», με τον Κυριάκο Μητσοτάκη να προεξαγγέλλει την κατάργηση ξανά του ασύλου και την αντιμετώπιση της «ανομίας».

Ωστόσο, δεν έχει γίνει σαφές με ποιο τρόπο θα προωθηθεί αυτή η κατεύθυνση. Για παράδειγμα ακόμη και εάν υπάρξουν προσπάθειες «επίδειξης δύναμης» στην περιοχή των Εξαρχείων (με τον κίνδυνο βέβαια αυτό να προκαλέσει και αντιδράσεις) δεν είναι βέβαια ότι αυτό πανελλαδικά διαμορφώνει αίσθημα ασφάλειας σε πανελλαδική κλίμακα (τα Εξάρχεια δεν παύουν τελικά να είναι μόνο μία αθηναϊκή γειτονιά), μια που η αποκατάσταση του απαιτεί ευρύτερο σχεδιασμό που περιλαμβάνει και την πρόληψη των αιτίων που μπορούν να γεννούν την εγκληματικότητα ή την παραβατικότητα.

Αντίστοιχα, μεγάλη συζήτηση έχουν προκαλέσει εξαγγελίες της κυβέρνησης ότι το σωφρονιστικό σύστημα θα περάσει από την αρμοδιότητα του υπουργείου Δικαιοσύνης (όπως συμβαίνει στις περισσότερες ευρωπαϊκές χώρες) σε αυτή του υπουργείου Προστασίας του Πολίτη, χωρίς να έχουν δοθεί σαφέστερες εξηγήσεις ως προς το γιατί αυτό θα κάνει τα πράγματα καλύτερα.

Η δοκιμασία της πράξης

Όπως έχει διαπιστωθεί συχνά οι εκλογές και η πραγματική άσκηση της διακυβέρνησης συχνά απέχουν. Η προεκλογική εκστρατεία που ολοκληρώθηκε δεν θα μπορούσε να ξεφύγει από τον κανόνα.

Μένει να δούμε εάν η Νέα Δημοκρατία πέραν της όποιας αναγκαστικής ασάφειας επιβάλλουν οι κανόνες της προεκλογικής αισθητικής έχει όντως το συγκεκριμένο πρόγραμμα και την ικανότητα άμεσης άσκησης πολιτικής που διακηρύσσει.