Η επίθεση στα μέσα ενημέρωσης έχει αναδειχθεί σε μείζον πολιτικό αλλά και εκλογικό επιχείρημα… Δημοκρατικά εκλεγμένοι ηγέτες, όπως ο Ντόναλντ Τραμπ στις Ηνωμένες Πολιτείες, ο Μίλος Ζέμαν στην Τσεχία, ο Αλέξης Τσίπρας στην Ελλάδα και φυσικά καθεστωτικοί ηγέτες θεωρούν τα Μέσα «εχθρό του λαού» επειδή ασκούν κριτική στην κυβερνητική εξουσία και πολιτική αλλά και στους ίδιους τους πολιτικούς.

Μερικές μέρες μετά τις ευρωεκλογές ο γραμματέας του ΣΥΡΙΖΑ Πάνος Σκουρλέτης μιλώντας σε τηλεoπτική εκπομπή (3 Ιουνίου, Action24) κατηγόρησε τα μέσα ενημέρωσης ως υπαίτια για την ήττα και τις χαμηλές επιδόσεις του κυβερνώντος κόμματος στις ευρωεκλογές και στις αυτοδιοικητικές εκλογές. Είχε πει συγκεκριμένα ότι «υπηρετούν ένα αντικυβερνητικό σχέδιο», ότι «υπάρχει πακτωλός χρημάτων από διάφορους οικονομικούς κύκλους που προστρέχουν για αρωγή στη ΝΔ» και ότι «ποτέ άλλοτε δεν υπήρξε τέτοιος ανορθόδοξος πόλεμος».

Θυμίζουμε ότι ο «ανορθόδοξος πόλεμος» είχε χρησιμοποιηθεί και μερικές μέρες νωρίτερα όταν δημοσιεύτηκε η γνωστή πλέον φωτογραφία του Πρωθυπουργού στο κατάστρωμα της θαλαμηγού συνεργάτριάς του. Την απάντηση τότε την είχε δώσει ο καθηγητής Νίκος Αλιβιζάτος («Καθημερινή», 19 Μαΐου), ότι «η αποκάλυψη επιβαλλόταν για την ειλικρίνεια του δημοσίου διαλόγου». Η δημοσίευση ήταν νομικά θεμιτή, έγραφε ο κ. Αλιβιζάτος, γιατί «η πολυτελής θαλαμηγός είναι το κατεξοχήν σύμβολο του πλούτου και των ελίτ, τις οποίες ο κ. Τσίπρας από παλιά καταγγέλλει. Εξακολουθεί μάλιστα να το κάνει τόσο συστηματικά και τόσο διχαστικά, ώστε δεν θα ήταν υπερβολή να λεχθεί ότι στη διάκριση των πολλών από τους λίγους και των φτωχών από τους χλιδάτους στηρίζει και το πολιτικό του μέλλον». Φυσικά αυτά γράφτηκαν πριν από τις εκλογές. Αλλά η επίθεση στα Μέσα ως πολιτικό και εκλογικό επιχείρημα παραμένει στον πυρήνα του λαϊκισμού.

Ο Ερνέστο Λακλάου, από τους σημαντικότερους διανοουμένους της Αριστεράς και ιδεολογικό τοτέμ για τον ΣΥΡΙΖΑ και άλλα λαϊκιστικά κόμματα, όπως οι Ποδέμος στην Ισπανία, έλεγε ότι «ο λαϊκισμός δεν είναι ιδεολογία αλλά ένας τρόπος κατασκευής του πολιτικού που θεμελιώνεται στο γεγονός της διαίρεσης της κοινωνίας στα δύο». Οι λαϊκιστές διατείνονται ότι αυτοί αντιπροσωπεύουν τους πολλούς, τον αληθινό λαό, και όσοι είναι απέναντί τους εξυπηρετούν συμφέροντα εθνικών ή διεθνών ολιγαρχιών. Στους «απέναντι» ανήκουν και τα Μέσα.

Θα μπορούσε να αντιτείνει κανείς ότι η κριτική εναντίον των Μέσων είναι παλιά. Τόσο παλιά όσο και τα ίδια τα Μέσα. Για παράδειγμα, η ελληνική εκδοτική συγκυρία φέρνει στην επικαιρότητα τον περίφημο λόγο του Μαξ Βέμπερ στο Πανεπιστήμιο του Μονάχου, τον Ιανουάριο του 1919, για τους κύριους τύπους των κατ’ επάγγελμα πολιτικών και τις ιδιότητες του πολιτικού («Η πολιτική ως κάλεσμα και επάγγελμα, μετάφραση Κώστας Κουτσουρέλης, εκδόσεις Δώμα). Μιλώντας για τον δημοσιογράφο ως εν δυνάμει επαγγελματία πολιτικό ο Βέμπερ λέει ότι «οι πειρασμοί που αντιμετωπίζει κανείς στο επάγγελμα και οι λοιπές συνθήκες τού δημοσιογραφείν σήμερα γέννησαν τις συνέπειες που έθισαν το κοινό να βλέπει τον Τύπο με ένα μείγμα αποστροφής και δειλίας».

Ο Βέμπερ δεν έκανε βέβαια πολιτική αλλά προσπαθούσε να προσδιορίσει κοινωνιολογικά το προφίλ ενός επαγγέλματος. Η επίθεση στα Μέσα σήμερα, ως εκλογικό επιχείρημα, δεν έχει σχέση με επιστημονικές ή επιστημολογικές αναζητήσεις.

«Το μίσος κατά των δημοσιογράφων» είναι από τις χειρότερες απειλές για τις δημοκρατίες» έλεγε πρόσφατα ο Κριστόφ Ντελουάρ, γενικός γραμματέας της οργάνωσης Ρεπόρτερ χωρίς Σύνορα (Reporters sans Frontières), με αφορμή την παρουσίαση της έκθεσης της οργάνωσης για την κατάσταση του Τύπου στην Ευρώπη το 2018. Και το μίσος αυτό το καλλιεργούν πολιτικοί, μερικοί από τους οποίους έχουν ήδη κατονομαστεί εδώ. Γι’ αυτούς τα Μέσα εξυπηρετούν συγκεκριμένα συμφέροντα, έχουν προδώσει την αρχική αποστολή τους να διαφωτίζουν τον κόσμο και υπηρετούν ένα κυρίαρχο «αφήγημα» (πότε θα απαλλαγούμε απ’ αυτόν τον όρο-καραμέλα;).

Θα είμαστε βέβαια αφελείς να μην παραδεχθούμε ότι σε περιβάλλον κοινωνικών δικτύων και συνεχούς ψηφιακής μετάδοσης μηνυμάτων, τα Μέσα έχουν μια ροπή να τροφοδοτούνται με τα λεγόμενα «παραδημόσια» γεγονότα ή να μεταδίδουν γεγονότα αποκομμένα από το γενικότερο πλαίσιο στο οποίο έχουν εκδηλωθεί-έτσι ώστε το νόημα να χάνεται.

Αλλά κανένας Τραμπ ή κανένας Ζέμαν δεν μπορεί να ακυρώσει τη θεμελιώδη λειτουργία των Μέσων στις δημοκρατίες. Ο πλουραλισμός και η πολυφωνία που εξασφαλίζουν τα Μέσα είναι απαραίτητη δημοκρατική συνθήκη. Η έκφραση γνώμης που στηρίζεται στα γεγονότα – στην «αλήθεια των γεγονότων» όπως έλεγε η Χάνα Αρεντ – αποτελεί ρυθμιστικό στοιχείο των δημοκρατιών. Εκτός αν αποδεχθούμε το κατά Τραμπ μη-γεγονός. Μόνο μέσα από αυτή τη λογική «ο πόλεμος είναι ανορθόδοξος» και η θαλαμηγός είναι ένα «μη-γεγονός».