Η Ευρωπαϊκή Ένωση εξέδωσε την Οδηγία 2018/2001, για τις ανανεώσιμες πηγές ενέργειας, δεσμευόμενη ότι στόχος της είναι, έως το 2030, το 32% της ενέργειας που καταναλώνεται στο έδαφος της, να είναι «πράσινη» • ποσοστό που επετεύχθη με παρέμβαση του Ευρωκοινοβουλίου, μεγαλύτερο μάλιστα από αυτό της αρχικής πρότασης της Κομισιόν, του 27%.

Το συγκεκριμένο βήμα αποτελεί ίσως την καλύτερη απόδειξη για το πόσο σοβαρό είναι το διακύβευμα της ενεργειακής μετάβασης για την Ευρώπη, και δη υπό την παρούσα διεθνή συγκυρία, κατά την οποία το σκηνικό δείχνει να διαφοροποιείται καθοριστικά.

Η απόσυρση των Ηνωμένων Πολιτειών από τη Συμφωνία των Παρισίων δίνει ευκαιρία ιστορική για τη διεκδίκηση από την Ευρωπαϊκή Ένωση της ηγεσίας στη μάχη κατά της κλιματικής αλλαγής. Ευκαιρία μοναδική ώστε να προσελκυστούν επενδυτές, οι οποίοι θα προωθήσουν την καινοτομία, ώστε να γεννηθούν νέες ηγετικές φυσιογνωμίες στο πεδίο της ενέργειας, ακόμη και μέσα από τον ελληνικό επιχειρηματικό ιστό. Ένα όραμα αυτού του βεληνεκούς, μέσα σε μια Ευρώπη που βάλλεται από τον λαϊκισμό και ποικίλες εθνικιστικές εξάρσεις, θα μπορούσε να γίνει νέος στόχος της ευρωπαϊκής ολοκλήρωσης.

Προϋπόθεση, βεβαίως, είναι η υλοποίηση των κατάλληλων υποδομών μεταφορών για ένα οικολογικά βιώσιμο μοντέλο μεταφορών, αλλά και η ανάπτυξη εγκαταστάσεων ανανεώσιμων πηγών ενέργειας, και δικτύων, έτσι ώστε να διασφαλιστεί η διασύνδεσή τους και να προσαρμοστεί στην παραγωγή νέων, ηπιότερων μορφών, ηλεκτρικής ενέργειας. Είναι προφανές ότι πρόκειται για επενδυτικό σχέδιο επωφελές ποικιλοτρόπως, ακόμη και σε επίπεδο παγκόσμιας απασχόλησης, καθώς θα είχε τη δύναμη να βελτιώσει το καθαρό ποσοστό της κατά 0,56% μέχρι το 2030.

Το μείζον ερώτημα είναι ένα: πώς χρηματοδοτείται αυτό το φιλόδοξο εγχείρημα; Μέρος αυτής της επένδυσης απαιτεί δημόσια παρέμβαση, περιλαμβανομένων των επενδύσεων σε ενεργειακό δίκτυο ή υποδομές μεταφορών. Τη δημόσια χρηματοδότηση, θα πρέπει ακολούθως να ενισχύσουν ιδιωτικές επενδύσεις ως προς την οικονομία χαμηλών εκπομπών διοξειδίου του άνθρακα. Το περιβάλλον χαμηλού επιτοκίου ευνοεί τις επενδύσεις αυτού του τύπου, «κλειδί» παραμένει ωστόσο η κερδοφορία, εφικτή μόνον εάν υπάρξουν τα μέτρα εκείνα που θα καταστήσουν ανταγωνιστικές τις ανανεώσιμες πηγές ενέργειας.

Η Ελλάδα έχει ανάγκη, σήμερα, τώρα, από πρόσωπα τα οποία και θα είναι σε θέση να διαπραγματευθούν σε ευρωπαϊκό επίπεδο, τόσο για ένα οικείο χρηματοδοτικό πλαίσιο, όσο και για ένα ευρωπαϊκό σύστημα αποτίμησης του κόστους εκπομπής αερίων θερμοκηπίου, π.χ. ένα σύστημα εμπορίας εκπομπών που θα καλύπτει περίπου το ήμισυ των εκπομπών της ΕΕ, αλλά και την εναρμόνιση των φόρων άνθρακα, ως προς τις υπόλοιπες εκπομπές, ώστε να επιτευχθεί ένας ενιαίος ευρωπαϊκός φόρος.

Η Ευρώπη της ενεργειακής μετάβασης συνιστά νέα πρόκληση, απαιτεί ρεαλιστική ενεργειακή πολιτική και κατάλληλα επενδυτικά εργαλεία – ζητήματα που είναι βέβαιον ότι θα απασχολήσουν το νεότευκτο Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο. Η Ελλάδα μπορεί να δει τον εαυτό της στο μέλλον να μετεξελίσσεται σε περιφερειακό ηγέτη ως προς τις ανανεώσιμες πηγές ενέργειας, αντλώντας επενδύσεις τόσο στο πεδίο της έρευνας, όσο και σε αυτό της ενεργειακής μετάβασης. Απαιτείται τόλμη, ώστε να μην είναι ουραγός, απαιτείται γνώση ώστε να εμπνέεται το μέλλον.

Η Βασιλική Λαζαράκου είναι υποψήφια ευρωβουλευτής με τη Ν.Δ., δικηγόρος Αθηνών και Ν. Υόρκης, πρ. αντιπρόεδρος της Επιτροπής Κεφαλαιαγοράς.