Για «όχι ολοκληρωμένο success story» κάνει λόγο ο οικονομολόγος Πέτερ Μπόφινγκερ, ένας από τους πέντε «σοφούς», συμβούλους της γερμανικής κυβέρνησης, σε συνέντευξή του στο δημόσιο γερμανικό ραδιόφωνο Deutschlandfnk (DLF), με αφορμή τη συμπλήρωση 20 χρόνων από την εισαγωγή του ευρώ την Πρωτοχρονιά.

Αναφερόμενος στην Ελλάδα, είπε ότι «κατά τη διάρκεια της κρίσης από το 2008 έγιναν πολλά λάθη. Η Ευρωπαϊκή Κεντρική Τράπεζα (ΕΚΤ) συνειδητοποίησε με μεγάλη καθυστέρηση πόσο βαθιά ήταν η κρίση. Ένα άλλο λάθος ήταν η εφαρμογή πολιτική λιτότητας στην Ευρωζώνη, η οποία δεν εφαρμόστηκε σε χώρες με άλλο νόμισμα, όπως στις ΗΠΑ, την Μ. Βρετανία και την Ιαπωνία. Το αποτέλεσμα ήταν να υπάρχουν χώρες-μέλη που βρίσκονται σε δεινή θέση».

Ο γερμανός οικονομολόγος, όπως μεταδίδει το ΑΠΕ, επισήμανε επίσης ότι «η ΕΚΤ ξεκίνησε μόλις το 2015 το πρόγραμμα μαζικής αγοράς ομολόγων. Ενώ αντίθετα άλλες κεντρικές τράπεζες, όπως η αμερικανική ή η ιαπωνική είχαν θέσει σε εφαρμογή αντίστοιχα προγράμματα ήδη από το ξέσπασμα της κρίσης το 2008 ή το 2009.

Κατά την άποψη του Πέτερ Μπόφινγκερ, μπορούν στην Ευρωζώνη να συνυπάρξουν χώρες με διαφορετικά επίπεδα ανταγωνιστικότητας, αρκεί να πληρούνται συγκεκριμένες προϋποθέσεις: «Συχνά επικρατεί η άποψη ότι χώρες με διαφορετική ανταγωνιστικότητα δεν μπορούν να συνυπάρξουν σε μια νομισματική ένωση. Το καθοριστικό στοιχείο είναι ωστόσο ότι οι μισθοί χωρών με διαφορετική ανταγωνιστικότητα θα πρέπει να αντικατοπτρίζουν αυτή την ανισότητα».

«Το ίδιο ισχύει και για την παραγωγικότητα. Στα λάθη της νομισματικής ένωσης συγκαταλέγεται ότι η Γερμανία, παρά την υψηλή ανταγωνιστικότητα στη δεκαετία του 2000 κράτησε τους μισθούς χαμηλά σαν να είχε πρόβλημα ανταγωνιστικότητας. Ως αποτέλεσμα προκάλεσε ανισότητες στον ανταγωνισμό εντός Ευρωζώνης που ήταν προς όφελος της, αλλά εις βάρος των άλλων χωρών».

Σύμφωνα με τον Πέτερ Μπόφινγκερ, η Γερμανία θα πρέπει να διερωτηθεί τι μπορεί να κάνει για να αυξηθούν οι επενδύσεις στη ζώνη του ευρώ, αλλά και να διευρυνθούν τα περιθώρια επενδύσεων στο μέλλον της νομισματικής ένωσης, έτσι ώστε, όπως τονίζει, «να διασφαλιστεί η ευημερία στην Ευρωζώνη».