Φοιτητές από το εξωτερικό φιλοδοξεί να προσελκύσει το Πανεπιστήμιο Αθηνών με την ενίσχυση των μεταπτυχιακών προγραμμάτων του αλλά και την έναρξη νέων.
Το πρόγραμμα «Κλινική Νευροψυχολογία – Νοητικές Νευροεπιστήμες» που προσφέρεται από την Ιατρική Σχολή του Ιδρύματος αποτελεί μια σύγχρονη ειδικότητα η οποία αγγίζει το ευαίσθητο κομμάτι των σχέσεων που αναπτύσσονται με ασθενείς οι οποίοι δεν μπορούν να μιλήσουν ύστερα από σοβαρά προβλήματα υγείας, όπως εγκεφαλικά επεισόδια.
Μάλιστα, οι εκπρόσωποι του προγράμματος αυτού φιλοδοξούν σύντομα να προσελκύσουν και ξένους φοιτητές, καθώς σε ορίζοντα διετίας θα λειτουργεί και στην αγγλική γλώσσα.
Οπως λέει σχετικά στο «Βήμα» ο επίκουρος καθηγητής Νευρολογίας κ. Κώστας Πόταγας, το πρόγραμμα είναι διάρκειας δύο ετών και λειτουργεί σε συνεργασία με το Ερευνητικό Ινστιτούτο Montreal Neurological Institute (MNI), Royal Institution for Advancement of Learning / McGill University.

Δύο ειδικεύσεις

Πρόκειται για κοινό Πρόγραμμα Μεταπτυχιακών Σπουδών με τίτλο «Κλινική Νευροψυχολογία – Νοητικές Νευροεπιστήμες», το οποίο και απονέμει το Δίπλωμα Μεταπτυχιακών Σπουδών (ΔΜΣ) στην Κλινική Νευροψυχολογία – Νοητικές Νευροεπιστήμες  – Master of Sciences (MSc in Clinical Neuropsychology – Cognitive Neuroscience), από την Ιατρική Σχολή του Εθνικού και Καποδιστριακού Πανεπιστημίου Αθηνών.
Δίνει δε δύο κρίσιμες ειδικεύσεις στους αποφοίτους του: την Κλινική Νευροψυχολογία και τις Νοητικές Νευροεπιστήμες.
Πώς εξηγεί ο κ. Πόταγας τον σκοπό του; Στο να εξειδικεύσει νέους επιστήμονες στα ευρέα και αναπτυσσόμενα πεδία της Κλινικής Νευροψυχολογίας και των Νοητικών Νευροεπιστημών, τομείς της εφαρμοσμένης Ψυχολογίας, της Νευρολογίας και των Νευροεπιστημών, με αξιοσημείωτη ανάπτυξη διεθνώς.
Τα πεδία αυτά αποτελούν τις δύο πτυχές της επιστήμης του νου, στην κλινική και την ερευνητική κατεύθυνση αντίστοιχα: η Κλινική Νευροψυχολογία καλύπτει τα πεδία της κλινικής αξιολόγησης και της πολύπλευρης αντιμετώπισης των ατόμων με νοητικά και συμπεριφορικά ελλείμματα λόγω παθήσεων του εγκεφάλου εξαιτίας νόσου ή τραυματισμού, ενώ οι Νοητικές Νευροεπιστήμες συνιστούν το αντίστοιχο πεδίο βασικής και πειραματικής έρευνας των εγκεφαλικών διεργασιών που υπόκεινται των νοητικών λειτουργιών και των διαταραχών τους.
Πάντως είναι γεγονός ότι υπάρχει μια διαρκώς αυξανόμενη ανάγκη διαγνωστικής προσέγγισης και κλινικής αντιμετώπισης των νοητικών διαταραχών (αγγειακά εγκεφαλικά, κρανιοεγκεφαλικές κακώσεις, άνοιες)  και η σχετική εκπαίδευση υπολείπεται κατά πολύ των αναγκών των σύγχρονων κοινωνιών.
Το Κοινό ΠΜΣ «Κλινική Νευροψυχολογία – Νοητικές Νευροεπιστήμες» ξεκίνησε τη λειτουργία του το ακαδημαϊκό έτος 2008-2009 και έκτοτε λειτουργεί ανελλιπώς.
Ο κ. Πόταγας αναφέρει σχετικά: «Αρχικά, υπήρχε μεγάλη ανάγκη πρόσκλησης ξένων ειδικών επιστημόνων για τη διδασκαλία των περισσοτέρων από τα ειδικά θέματα του γνωστικού αντικειμένου και για την εισαγωγή του στη χώρα μας. Αν και η ανάγκη εισαγωγής γνώσης και πρόσκλησης εξαιρετικών ξένων ερευνητών και καθηγητών παραμένει, καθώς αποτελεί στόχο του παρόντος ΠΜΣ, η ανάγκη αυτή έχει σημαντικά μειωθεί διότι πολλά από τα θέματα αυτά καλύπτονται πλέον από Ελληνες, κυρίως αποφοίτους του ίδιου του ΠΜΣ. Πολλοί προσφέρουν τις γνώσεις τους με διδασκαλία σε ανώτατα, ανώτερα και ιδιωτικά εκπαιδευτικά ιδρύματα».
Στο ιατρικό πλαίσιο, είναι εξαιρετικά σημαντικό ότι η ιατρική πλαισίωση του προγράμματος, η εκπαίδευση δηλαδή με βάση την Ιατρική Σχολή και τους διδάσκοντές της, και τη χρήση των νοσοκομειακών ιδρυμάτων και δομών, επηρεάζει τόσο τους ίδιους τους αποφοίτους του όσο και τον ιατρικό χώρο που ολοένα και εξοικειώνεται με τη Νευροψυχολογία» συνεχίζει. «Αυτό επιτρέπει πλέον την απασχόληση των αποφοίτων σε νοσηλευτικά ιδρύματα και την προσφορά στους ασθενείς υπηρεσιών που εθεωρούντο έως πρόσφατα είδος πολυτελείας: αξιολόγηση και προγράμματα αποκατάστασης σε ασθενείς με κρανιοεγκεφαλικές κακώσεις, αγγειακά εγκεφαλικά επεισόδια, σκλήρυνση κατά πλάκας, νόσο του Πάρκινσον, άνοια και νόσο Αλτσχάιμερ, κ.ά.».

Αξιοποίηση αποφοίτων

Οι απόφοιτοί του μπορούν ανάλογα να στελεχώσουν νοσηλευτικά ιδρύματα, κέντρα αποκατάστασης, διαγνωστικά κέντρα, ερευνητικά κέντρα, ερευνητικά προγράμματα, κ.ά. στον δημόσιο και ιδιωτικό τομέα.
Οι απόφοιτοι της κατεύθυνσης Κλινικής Νευροψυχολογίας μπορούν να απασχοληθούν σε θέσεις που απαιτούν ακαδημαϊκές και ερευνητικές ικανότητες με πρακτική εμπειρία στην άσκηση του επαγγέλματος του κλινικού νευροψυχολόγου, την ενασχόληση δηλαδή με τις επιπτώσεις που επιφέρουν οι αλλοιώσεις του κεντρικού νευρικού συστήματος στις ψυχολογικές λειτουργίες (μάθηση και μνήμη, γλώσσα, αντίληψη, σκέψη, συναίσθημα) και σε τομείς καθημερινής λειτουργικότητας του ατόμου (οικογενειακές και κοινωνικές σχέσεις, σχολική επίδοση και εργασία).
Δηλαδή την πρόβλεψη της εξέλιξης της κατάστασης του ασθενούς, την παροχή κατευθύνσεων σχετικά με στρατηγικές αποκατάστασης, την ταυτοποίηση διεργασιών που επιδέχονται βελτίωση και άλλων που πρέπει να υποκατασταθούν και την εκτίμηση των αποτελεσμάτων της αποκατάστασης. Ο κλινικός νευροψυχολόγος συμβάλλει ουσιαστικά στον σχεδιασμό των θεραπευτικών παρεμβάσεων, που συνήθως απαιτούν τον συντονισμό της δράσης διαφόρων ειδικοτήτων (λογοπαιδικών, εργασιοθεραπευτών, κ.ά.), και είναι σε θέση να εκτιμήσει πολύπλευρα τις ιδιαίτερες ανάγκες, αλλά και υπολειπόμενες ικανότητες του ασθενούς.
Αντίστοιχα, οι απόφοιτοι της κατεύθυνσης των Νοητικών Νευροεπιστημών μπορούν να απασχοληθούν σε θέσεις ή προγράμματα που απαιτούν ακαδημαϊκές και ερευνητικές ικανότητες με αξιόλογη πρακτική εμπειρία στην έρευνα των εγκεφαλικών διεργασιών που σχετίζονται με τις νοητικές λειτουργίες (μάθηση και μνήμη, γλώσσα, αντίληψη, σκέψη, συναίσθημα), καθώς και με την έρευνα των διαταραχών των λειτουργιών αυτών σε διάφορα νοσήματα και παθολογικές καταστάσεις του νευρικού συστήματος.
Η έρευνα στον τομέα των εγκεφαλικών λειτουργιών και των διαταραχών τους έχει άμεσα αποτελέσματα στη σωστή και έγκαιρη διάγνωση και στην αντιμετώπιση των διαφόρων παθολογικών καταστάσεων και επεκτείνεται και στον ολοένα αναπτυσσόμενο τομέα της μελέτης της νευροπλαστικότητας, με άμεσες επιπτώσεις και οφέλη στον τομέα της αποκατάστασης.
Πάντα βέβαια μπορούν να επιλέξουν να διδάξουν σε εκπαιδευτικά ιδρύματα σε επίπεδο ανάλογο της εκπαίδευσής τους.