Μας το µαθαίνουν από όταν είµαστε παιδιά ακόµη. Να κοιτάµε τη δουλειά µας, να µην ανακατευόµαστε σε ξένες υποθέσεις. Και αν είναι πολλές οι πηγές της κακοδαιµονίας του έθνους µας, αυτή η διδαχή αποτελεί µία από τις πιο θεµελιώδεις. Διότι η άρνησή µας να συγκρουστούµε, να νουθετήσουµε, να επαναφέρουµε στην τάξη όσους βλέπουµε καθηµερινά να παραβιάζουν τους κανόνες της συλλογικής ζωής, να δείχνουν ασέβεια στους νόµους και στις κοινές µας υποχρεώσεις ως πολίτες, αφήνει «πεδίον δόξης λαµπρόν» στην επίδειξη κάθε είδους νεοελληνικής παθογένειας.
Το είδα ξανά να συμβαίνει στις εθνικές οδούς το περασμένο Σαββατοκύριακο. Περίμενα (μάταια, όπως τελικά αποδείχτηκε) μια όψιμη ευαισθησία όσον αφορά την άκαιρη, άσκοπη, ανεύθυνη χρήση της Λωρίδας Εκτακτης Ανάγκης στους ελληνικούς αυτοκινητοδρόμους. Θεώρησα ότι τα σοκαριστικά πλάνα με τα ακινητοποιημένα στην κίνηση της Αθηνών – Κορίνθου πυροσβεστικά που όλοι είδαμε τις προηγούμενες εβδομάδες θα είχαν προκαλέσει μια, πρόσκαιρη έστω, μαζική ενοχή. Και όμως, και στην έξοδο από τον κλεινόν άστυ και στην επιστροφή προς Αθήνα οι συνεπιβάτες μου κι εγώ βλέπαμε κάθε μερικά δευτερόλεπτα κάποιο αμάξι να μας προσπερνά μέσω της ΛΕΑ τρέχοντας σαν βολίδα. Μου φαινόταν αδιανόητο, και ας το έβλεπα με τα ίδια μου τα μάτια.
Παλαιότερα κορόιδευα τη φίλη μου τη Σοφία που αν τολμούσε κάποιο όχημα (και συνήθως επρόκειτο για γρήγορα, πολυτελή αυτοκίνητα ιδιοκτητών που έχουν προ πολλού συνηθίσει να θεωρούν ότι τίποτε δεν τους αγγίζει) να ξεμυτίσει από τη λωρίδα του, έκανε το τιμόνι δεξιά, του έκοβε τη φόρα προτού αναπτύξει ταχύτητα, άνοιγε το παράθυρο και έκανε κήρυγμα στον οδηγό. Ελάχιστοι δίνουν τελικά σημασία, ωστόσο έχω πλέον συνταχθεί πλήρως μαζί της. Η μόνη λύση να αλλάξει κάτι σε αυτή τη χώρα (επειδή κατοικείται από αυτόν τον λαό) είναι να αρχίσουμε να δείχνουμε, όσοι μπορούμε και αντέχουμε, ότι μας πειράζουν οι ατασθαλίες, ότι δεν τις βρίσκουμε χαριτωμένες εκφράσεις του ανυπότακτου ψυχισμού μας, ότι δεν θα κάνουμε άλλο τα στραβά μάτια στα κακώς κείμενα.
Κινδυνεύει φυσικά όποιος το τολμά –από το να τον βρίσουν αισχρά μέχρι να φάει ξύλο (η δική μου εμπειρία λέει πως ακόμη και στην πιο απλή παρατήρηση οι γυναίκες αντιδρούν με υστερία και οι άνδρες σαν πεντάχρονα), όμως το μήνυμα ότι κανείς δεν μπορεί να δρα εις βάρος των συμπολιτών του εντελώς (και συνεχώς) ανενόχλητος πρέπει επιτέλους να γίνει κοινός τόπος. Εχουμε περάσει πολλές δεκαετίες αποθεώνοντας ως χώρα τον «ωχαδελφισμό» και την προτροπή «κάνε δουλειά σου, μη δίνεις σημασία». Εφτασε ο καιρός να αλλάξουμε. «Αγαπάς την Ελλάδα; Απόδειξη» έλεγε το γνωστό διαφημιστικό σλόγκαν, και όσο κι αν παραμένει επίκαιρο, θα μπορούσε λιγάκι να παραφραστεί: «Αγαπάς την Ελλάδα; Μίλα».
* Δημοσιεύθηκε στο BHmagazino την Κυριακή 5 Ιουλίου 2018.