Την άμεση επαναπροώθηση σε Ελλάδα και Ιταλία των προσφύγων και μεταναστών που συλλαμβάνονται στα γερμανικά σύνορα με την Αυστρία, επιβεβαίωσε ο κυβερνητικός εταίρος της Γερμανίας, Χορστ Ζεεχόφεν.
Ο υπουργός εσωτερικών της Γερμανίας ανέφερε ότι «οι πρόσφυγες που έχουν εγγραφεί και έχουν κάνει αίτηση για άσυλο στην Ιταλία και την Ελλάδα, αλλά εμφανίζονται στα σύνορα της Αυστρίας θα μεταφέρονται σε «τράνζιτ» κέντρα και από εκεί θα επιστρέφονται στην Ρώμη και στην Αθήνα», είπε χαρακτηριστικά παρ’ ότι η ιταλική κυβέρνηση δεν έχει προβεί ακόμα σε καμία συμφωνία με το Βερολίνο.
Προανήγγειλε μάλιστα συνάντηση με τους ομολόγους του από Ιταλία και Αυστρία για την επόμενη εβδομάδα, προκειμένου να συμφωνηθεί το κλείσιμο της θαλάσσιας οδού της Μεσογείου προς την Ευρώπη.
Αξίζει να σημειωθεί ότι ο γερμανός υπουργός σημείωσε ότι μόνο η Ισπανία και η Ελλάδα έχουν συμφωνήσει να παραλαμβάνουν πίσω πρόσφυγες, προσθέτοντας ωστόσο ότι ο μεγαλύτερος όγκος προσφύγων που φτάνουν στα γερμανικά σύνορα, έχει εισέλθει στην Ευρώπη από την Ελλάδα και την Ιταλία, ενώ ελάχιστοι προέρχονται από την Ισπανία.
Συνέστησε δε, ότι σε περίπτωση που οι διαπραγματεύσεις με την Ελλάδα και την Ιταλία αποτύχουν, οι τρεις χώρες θα πρέπει να καταρτίσουν άλλα μέτρα για την παράνομη μετανάστευση.
Παράλληλα, η γερμανίδα καγκελάριος, Άνγκελα Μέρκελ αναφέρθηκε στη συμφωνία που επιτεύχθη μεταξύ Βερολίνου και Αθήνας για το προσφυγικό, τονίζοντας ότι αντίστοιχες συμφωνίες θα επιδιωχθούν και με άλλες χώρες.
Με την Ελλάδα «έχει ήδη συμφωνηθεί ότι είναι δυνατή η άμεση επαναπροώθηση των εκεί καταγεγραμμένων προσφύγων από την περιοχή κοντά στα σύνορα (ενν. της Γερμανίας)» δήλωσε η κ. Μέρκελ κατά τη διάρκεια της συζήτησης για τον προϋπολογισμό στο ομοσπονδιακό Κοινοβούλιο και πρόσθεσε ότι αντίστοιχα θα υπάρχει η δυνατότητα μετάβασης προσφύγων από την Ελλάδα στη Γερμανία, στο πλαίσιο της διαδικασίας επανένωσης οικογενειών.
Εντός 48 ωρών θα εξετάζονται οι αιτήσεις ασύλου των προσφύγων, οι οποίοι θα φιλοξενούνται στα κλειστά κέντρα που σχεδιάζει η γερμανική κυβέρνηση, δηλώνει η κ. Μέρκελ, σε συνέντευξή της στο πρώτο κανάλι της γερμανικής δημόσιας τηλεόρασης ARD.