Αναμφίβολα η μεταμνημονιακή συμφωνία για το χρέος είναι προς τη σωστή κατεύθυνση, καθώς άρει τις αβεβαιότητες για το αύριο και καθιστά το χρέος εξυπηρετήσιμο τα επόμενα χρόνια. Δυστυχώς όμως για ακόμα μία φορά η λύση που συμφωνήθηκε με τους πιστωτές είναι σε βάρος της ανάπτυξης από την οποία θα προκύψουν η ευημερία της χώρας και η δυνατότητα να καταστεί το χρέος πραγματικά βιώσιμο.
Η συμφωνία προβλέπει υψηλά πρωτογενή πλεονάσματα 3,5% ως το 2022 και πάνω από 2,2% ως το 2060, τα οποία υπονομεύουν την αναπτυξιακή προοπτική της χώρας. Ιδιαίτερα μάλιστα αν αναλογιστεί κανείς ότι η κυβέρνηση θα επιδιώξει υπερπλεονάσματα προκειμένου να υλοποιήσει τα αντίμετρα που έχει υποσχεθεί.
Ωστόσο τα πλεονάσματα αυτά είναι απαραίτητα για την εξυπηρέτηση του χρέους. Με αυτά θα καταβάλλονται οι τόκοι.
Το κεφάλαιο προβλέπεται να πληρώνεται από την προσφυγή της χώρας στις αγορές. Δηλαδή με την έκδοση νέων ομολόγων. Με αυτόν τον τρόπο θα ανακυκλώνεται το χρέος. Δηλαδή τα δάνεια των πιστωτών που λήγουν θα ανανεώνονται με δάνεια από τις αγορές.
Ετσι οι πιστωτές που παρενέβησαν για να σώσουν τη χώρα και ταυτόχρονα να προστατεύσουν την ευρωζώνη από «μόλυνση», δίνοντας δάνεια στην Ελλάδα για να αγοράσει τα ελληνικά ομόλογα από την αγορά, έρχονται τώρα να πάρουν πίσω τα χρήματά τους ξαναφορτώνοντας το ελληνικό χρέος στις αγορές.
Με αυτόν τον τρόπο προστάτευσαν τις ευρωπαϊκές τράπεζες που κατείχαν ελληνικά ομόλογα από τις ζημιές και τώρα που την έχουν βάλει σε σωστή δημοσιονομική τροχιά, με υψηλά πρωτογενή πλεονάσματα που της επιτρέπουν να εξυπηρετεί τις υποχρεώσεις της, έρχονται να πάρουν πίσω τα λεφτά τους από τις αγορές, στις οποίες προσδοκούν να ξεφορτώσουν σταδιακά το ελληνικό χρέος. Ετσι εμείς θα χρωστάμε και πάλι στις αγορές.
Ωστόσο επειδή οι αγορές είναι αδυσώπητες, οι Ευρωπαίοι έρχονται να εγγυηθούν ότι η Ελλάδα εφαρμόζει αυτά που προβλέπει η μεταμνημονιακή συμφωνία. Και ποιος το πιστοποιεί αυτό; Αυτός που εμπιστεύονται οι αγορές, δηλαδή το ΔΝΤ. Και επειδή το ΔΝΤ δεν έχει δικαιοδοσία, θα κάνει τους ελέγχους από κοινού με τους Ευρωπαίους.
Το ΟΚ από αυτούς τους τριμηνιαίους ελέγχους θα αποτελεί το διαβατήριο της χώρας για τις αγορές. Το σφραγίζουν οι θεσμοί, οι αγορές θα αγοράζουν ελληνικά ομόλογα. Δεν το σφραγίζουν, οι αγορές θα κλείνουν τη στρόφιγγα στην Ελλάδα. Στην περίπτωση αυτή, η χώρα θα αντλεί τα χρήματα που χρειάζεται από το «μαξιλάρι» των 24 δισ. ευρώ. Το οποίο θα λειτουργεί ως μια καμουφλαρισμένη ή, καλύτερα, υβριδική πιστωτική γραμμή.
Από την άλλη πλευρά, η 10ετής επιμήκυνση της μέσης διάρκειας ορισμένων δανείων του δεύτερου μνημονίου, ύψους περίπου 100 δισ. ευρώ (που αντιστοιχεί περίπου στο 30% του χρέους), και η 10ετής παράταση της περιόδου χάριτος για την αποπληρωμή τους σημαίνει ότι το καθεστώς που απολαμβάνουμε σήμερα σε αυτό το κομμάτι του χρέους θα συνεχίσουμε να το απολαμβάνουμε και τα επόμενα 10 έτη. Δηλαδή δεν αλλάζει κάτι που αύριο να βελτιώνει τις αναπτυξιακές προοπτικές της χώρας σε σχέση με σήμερα.
Είναι σαν να έχουμε ένα προσωπικό δάνειο ύψους 50.000 ευρώ στο οποίο πληρώνουμε μόνο τόκους και η περίοδος της τοκοπληρωμής που λήγει στο τέλος του μήνα να παρατείνεται για άλλον έναν χρόνο. Δεν βελτιώνονται τα οικονομικά μας. Θα συνεχίζουμε να πληρώνουμε την ίδια δόση, η οποία είναι χαμηλότερη από αυτήν που θα πληρώναμε αν δεν παρατεινόταν η τοκοπληρωμή, όμως θα είμαστε το ίδιο υπερχρεωμένοι.
Αρα η λύση για το χρέος, εκτός του ότι βγάζει από τη μέση την αβεβαιότητα του αύριο, δεν αναμένεται να μεταβάλει το σκηνικό σε σχέση με σήμερα σε ό,τι αφορά την αναπτυξιακή προοπτική της χώρας. Ομως αυτό είναι το ζητούμενο. Πώς θα πάρει μπροστά η οικονομία.
Τα υψηλά πρωτογενή πλεονάσματα για πολλά χρόνια, η υπερφορολόγηση για την επίτευξή τους, η αβεβαιότητα για την οριστική αξιολόγηση της βιωσιμότητας του ελληνικού χρέους, η οποία με τη συμφωνία παραπέμπεται για το 2032, και η αδυναμία της ελληνικής οικονομίας τα χρόνια της κρίσης και των μνημονίων να αλλάξει το παραγωγικό μοντέλο της σε ένα μοντέλο που να παράγει διεθνώς εμπορεύσιμα και ανταγωνιστικά προϊόντα και υπηρεσίες υπονομεύουν τις αναπτυξιακές προοπτικές της χώρας.
Ηδη ο Κομισιόν την περασμένη εβδομάδα υποβάθμισε τις προβλέψεις της για την ανάπτυξη μετά το 2022 σε 1% από 1,5% που ήταν τον περασμένο Μάρτιο. Μοιάζει λοιπόν ότι οι δανειστές για ακόμα μία φορά επικεντρώθηκαν σε μια λογιστική λύση για το χρέος που εστιάζει στην εξυπηρέτησή του με τη μικρότερη δυνατή δόση και αδιαφόρησαν για την ενίσχυση των αναπτυξιακών προοπτικών της χώρας. Και αυτό δεν ευνοεί τη διόγκωση του παρονομαστή του κλάσματος χρέος προς ΑΕΠ, που είναι ο βασικός δείκτης βιωσιμότητας του χρέους.

ΕΝΤΥΠΗ ΕΚΔΟΣΗ