Μπορεί η αξιωματική αντιπολίτευση να μην άδραξε ακριβώς το σολωμικό σκήπτρο της διχόνοιας με αφορμή το Μακεδονικό, αλλά αν η κυβέρνηση των ΣΥΡΙΖΑΝΕΛ δεν πέτυχε το μείζον, τουλάχιστον κατάφερε να περιαγάγει τον Κυριάκο Μητσοτάκη σε κατάσταση σιβυλλικής εγγαστριμυθίας σχετικά με το ζήτημα της ονομασίας της γείτονος.

Ωστόσο, από όποιους και για όποιον λόγο και αν αναζωπυρώθηκε το ζήτημα, το Μακεδονικό τον τελευταίο καιρό και μέχρι σήμερα εξελίσσεται, πέρα από τις πολιτικές και διπλωματικές διαστάσεις του, σε πολλαπλό διαγνωστικό τεστ που επιβεβαιώνει ορισμένα έκτυπα «σουσούμια» του συλλογικού προσώπου μας.

Και πρώτα-πρώτα βεβαιωθήκαμε ότι ακμάζει, ζει και βασιλεύει εκείνο το λαογραφικό αμάλγαμα από δεσποτικά ράσα, έφεδρους ηρακλείς της Ρωμιοσύνης, κατσούνες, στιβάλια και χορωδιακά συγκροτήματα που ξέρουν να χοροστατούν με την ίδια έρρυθμη βοή και στο γήπεδο και στο συλλαλητήριο.
Υστερα εμφανίστηκαν, τηλεοπτικώς και γραπτώς, οι πεφωτισμένες ελίτες, άλλες για να απαγγείλουν μεταμοντέρνα άρθρα πίστεως περί «φαντασιακής συγκρότησης του έθνους» που διακινούνται καθ’ έξιν και με ανύποπτο αυτοματισμό στις σεμιναριακές τελετές τους· άλλες για να διεκτραγωδήσουν με υψωμένο φρύδι την αξιοθρήνητη υστέρηση των ιθαγενών που με την ανιστόρητη ξεροκεφαλιά τους μας κάνουν ρεζίλι στον έξω καλό κόσμο.
Πιο ύστερα, οι πολιτικοί (για τον αρχηγό της αξιωματικής αντιπολίτευσης τα είπαμε), αφού διέγνωσαν ανέλπιστο πλήθος και πάθος, άρχισαν να κάνουν όσους διακριτικούς ελιγμούς επέτρεπε η οξυδέρκειά τους προκειμένου να αποφύγουν τη μετωπική, και εκλογικά δαπανηρή, σύγκρουση με το «λαϊκό αίσθημα»· οι δε της κυβέρνησης, πιο ειδήμονες, ως φαίνεται, από τους άλλους στο γνωστό ρωμαίικο παιχνίδι άρνησης της πραγματικότητας, έσπευσαν αρχικά να αντιμετωπίσουν τα συλλαλητήρια με τη μαγική επωδό περί ακροδεξιάς φλεγμονής που τώρα τελευταία την αναμηρυκάζουν ευκαίρως και ακαίρως.
Την ίδια ώρα, εφημερεύοντες τοπογράφοι, γεωμέτρες, αστυνομικοί πανόπτες και πάσης φύσεως αριθμολάγνοι διέπρεπαν στο γνωστό ρωμαίικο άθλημα «χαμένοι στο μέτρημα», παλινδρομώντας ελεύθερα ανάμεσα στη δυσθεώρητη λαοθάλασσα των εκατομμυρίων και την υπολογισμένη χωρητικότητα του Μπερναμπέου και του Γουέμπλεϊ.
Υστερα ήταν και ο Μίκης. Γηραλέος αλλά γεραρός και στεντόρειος, ό,τι άλλο και αν κατόρθωσε, είτε συμφωνεί είτε διαφωνεί κανείς μαζί του, με εκείνον τον ωμά απερίφραστο «αριστερόστροφο φασισμό» κατάφερε να αναδείξει το δυσχερές πρόβλημα που συνιστούσε ανέκαθεν και συνιστά πάντα η θεολογία της Αριστεράς, η οποία ξέρει να λιτανεύει τα εμβληματικά της εικονίσματα αλλά αμηχανεί υποτονθορύζουσα ή άλαλη όταν οι άγιοί της αίφνης διεκδικούν το δικαίωμα να σκέφτονται για τον εαυτό τους ή να σκέφτονται για αυτήν χωρίς αυτήν.
Είναι, τέλος, και ο Γιάννης Μπουτάρης, που έχει κατοχυρώσει πατέντα για αμάσητα λόγια και χαρακτήρισε το συλλαλητήριο στην πόλη του «κατάπτυστο», προφανώς μεταφράζοντας επί το λογιώτερον τη λέξη που χρησιμοποιεί κατ’ ιδίαν. Ο δήμαρχος έχει πολλές ιδέες και με ορισμένες από αυτές είναι δύσκολο να διαφωνήσει κανείς. Αλλά είναι προφανές ότι εδώ και καιρό προσπαθεί να διατηρηθεί στο ύψος της εικόνας που δημιούργησε εν μέρει ο ίδιος και εν μέρει όσοι εντυπωσιάζονται από την ευρέος φάσματος παρρησία του, και είναι ακόμη πιο προφανές ότι διακατέχεται από ένα «σύνδρομο πάση θυσία αντισυμβατικότητας» που ευδοκιμεί ποικιλοτρόπως στις τάξεις της προοδευτικής εμπροσθοφυλακής μας. Και έτσι τις προάλλες, συνεχίζοντας τον προβληματισμό του, φάνηκε να διερευνά το ενδεχόμενο αλλαγής του ονόματος του αεροδρομίου της Θεσσαλονίκης από «Μακεδονία» σε «Νίκος Γκάλης» –για να μην μπερδεύονται οι ξένοι που προσγειώνονται εκεί αλλά και επειδή η Θεσσαλονίκη δεν είναι παραδοσιακά μόνο «φτωχομάνα» αλλά και «μπασκετομάνα». Δεν ξέρω τι θα γίνει με το αεροδρόμιο, αλλά παρηγοριέμαι με τη σκέψη ότι ο πρόεδρος του ΚΤΕΛ «Μακεδονία» δεν συζητάει αλλαγή ονόματος.
Ασφαλώς, οι καρναβαλικές αποφύσεις των συλλαλητηρίων και οι πάση θυσία και με οποιοδήποτε κόστος προοδευτικές ελίτες δεν εκπροσωπούν τη συνολική φυσιογνωμία της ελληνικής κοινωνίας, η οποία, παρά τα προβλήματά της, στην πλειονότητά της ούτε με τους ιθαγενείς του επαρχιωτικού συντηρητισμού ταυτίζεται ούτε από τους αποκλειστικούς μεγαλοϊδεατισμούς «τρελών στρατηγών» γοητεύεται ούτε και πάσχει από διαβρωτικό άγχος για την ταυτότητά της. Εχει, ωστόσο, κανείς την εντύπωση ότι αυτό γίνεται περισσότερο από υγιές ένστικτο παρά με τα συντεταγμένα και καλλιεργημένα αντανακλαστικά που εγγυάται μόνο μια στιβαρή, ισορροπημένη και πλουραλιστική παιδεία. Και αν εδώ υπάρχει πρόβλημα, το πρόβλημα είναι σοβαρότερο από την ονομασία της γείτονος.
O κ. Θεόδωρος Δ. Παπαγγελής είναι ακαδημαϊκός, καθηγητής του Τμήματος Φιλολογίας στο Αριστοτέλειο Πανεπιστήμιο Θεσσαλονίκης.

ΕΝΤΥΠΗ ΕΚΔΟΣΗ