Ξέρω μόνο πως δεν σωζόμαστε
με το να λέμε συνεχώς
«τον ξέρουμε τον ένοχο
είναι γνωστή η αιτία»
Αντώνης Ρουπακιώτης,
Εγώ δεν είμαι ποιητής
ΟΣΥΡΙΖΑ εμφανίστηκε στα πολιτικά πράγματα της χώρας ως ένα aliud, ίσως κι ως ένα alien, ιδεολογικο-κομματικό στοιχείο. Μπορεί να εισήλθε στην κυβερνητική εξουσία από την πόρτα των εκλογών του 2015, αλλά στην ουσία πολλοί [εκ των ένδον κι εκ των έξω] πιστεύουν ότι πρόκειται για «πειρατές» οι οποίοι λαφυραγωγούν την άρχουσα τάξη, για ελεύθερους μαχητές και όχι για πειθαρχημένους στρατιώτες της δημοκρατικής νομιμοποίησης, για απελευθερωτές και όχι για εκπροσώπους των αδυνάμων.
Σε κάθε περίπτωση ο ΣΥΡΙΖΑ δεν φαίνεται να ήρθε για να μείνει σαν πεφταστέρι, ούτε να φύγει σαν οφθαλμαπάτη. Σκοπεύει ν’ αφήσει το δικό του ιστορικό αποτύπωμα στο εθνικό σχέδιο επιβίωσης, δίνοντας μιαν άλλη διάσταση «στο πεπρωμένο της φυλής».
Το τριετές δείγμα γραφής του μπορεί να διαιρεθεί ως εξής:

1. Διαχείριση της κρίσης

Δεν γνωρίζω τις ψυχοπνευματικές επιπτώσεις της ανώμαλης και βίαιης προσγείωσης από τα οράματα και τις αυταπάτες στην πολιτική, ευρωπαϊκή και διεθνή πραγματικότητα. Είμαι βέβαιος ότι το κόστος πρέπει να ήταν μεγάλο καθώς ολόκληρες γενιές είχαν ταυτιστεί με πρόσωπα-ήρωες και τσιτάτα-δόγματα και είχαν επίσης ορίσει τους «εχθρούς» και τώρα όφειλαν να επανεξετάσουν σχέσεις και καταστάσεις. Η προσαρμογή, παρά τους πρώτους σπασμούς, κρίνεται από τους ειδικούς εν τέλει επιτυχής. Το αν υπήρχε κι άλλος δρόμος κι άλλος τρόπος αφορά την πολιτική αξιολόγηση και όχι στην Ιστορία, η οποία δεν γράφεται με όρους του τύπου «Εάν και εφόσον…».

2. Διαχείριση παράδοσης/ιδεολογίας της Αριστεράς

Χρειάζεται ιδιαίτερο θάρρος και ικανότητα για ν’ αποκηρύξεις τον προηγούμενο εαυτό σου. Επειδή πολλοί δεν γνώριζαν τους κανόνες του ιστορικού σπιράλ, αλλά νόμιζαν ότι γνώριζαν, υποχρεώθηκαν να διορθώσουν τις υπερβολές και αστοχίες κόβοντας ένα κομμάτι του ιδεολογικού τους ιστού. Να αποδεχθούν ότι ο επαγγελθείς από τους προπάτορές τους «νέος άνθρωπος» και «νέος Παράδεισος» δεν πρόκειται να γεννηθούν στη λάσπη της Μάνδρας, στα ερείπια της Κω, στο χάος της Μόριας και ούτε βέβαια στις σουίτες του «Χίλτον». Να αποβάλουν μια για πάντα το μετεμφυλιακό σύνδρομο ότι «η αστική δημοκρατία μπορεί να ανατιναχθεί σε δύο κομμάτια» εάν διαθέτεις μπόλικο ιδεολογικό δυναμίτη [έστω και αν σου λείπει το λαϊκό φιτίλι].
Επειδή «δεν πας στην κορυφή με μια ανάσα» [Β. Καραποστόλης], ούτε μπορείς να κυβερνάς εσαεί με βάση τα σκάνδαλα των άλλων, οι περισσότερες ιδεοληψίες ξαναμπήκαν στο συρτάρι του παρελθόντος μαζί με τις μονοδιάστατες αλήθειες και όλοι φόρεσαν το αγραβάτωτο κουστούμι του ρεαλισμού και του σχεδιασμού.

3. Διαχείριση του κυβερνητικού έργου

Δεν είναι η πρώτη φορά στη Μεταπολίτευση που άνθρωποι χωρίς προηγούμενη διοικητική εμπειρία ανέλαβαν τη διακυβέρνηση της χώρας. Το ίδιο είχε συμβεί, mutatis mutandis, με το ΠαΣοΚ το 1981. Σήμερα όμως τα πράγματα μοιάζουν πιο περίπλοκα, καθώς αρκετοί υπουργοί ή παράγοντες του ΣΥΡΙΖΑ έχουν στο μυαλό τους ένα εντελώς διαφορετικό, από τα εναλλασσόμενα επί ΝΔ και ΠαΣοΚ, μοντέλο διακυβέρνησης. Διακατέχονται από άλλη προθετικότητα. Προσεγγίζοντας εργαλειακά το (υπό εξασθένηση ή ενδυνάμωση;) κράτος, θεωρούν ότι η κοινωνία των πολιτών έχει την ωριμότητα να χειριστεί από μόνη της (δίχως κομματική καθοδήγηση;) ορισμένα ζητήματα, να συμμετέχει ενεργά στη λήψη αποφάσεων. Ετσι το τριετές κυβερνητικό έργο του ΣΥΡΙΖΑ δεν πρέπει να αξιολογηθεί ως αναποτελεσματικό ή ελλιπές ή ιδιοτελές (ιδωμένο από μια παλαιοκομματική ή συντηρητική γωνία), αλλά ως μια συνεχή, όχι πάντοτε καλά σχεδιασμένη και συχνά χωρίς συναίνεση, «επανίδρυση του κράτους» [υπό άλλην έννοια από αυτήν του καραμανλισμού].
Αν ούτως περιγράφονται οι φάσεις της τριετούς διακυβέρνησης της χώρας από τον ΣΥΡΙΖΑ, το κρίσιμο θέμα για την επόμενη μέρα είναι η διαχείριση της ελπίδας. Μετά το αναμενόμενο κλείσιμο της τρίτης αξιολόγησης αρχίζουν τα δύσκολα. Οχι μόνο για την ανόρθωση της οικονομίας και την ισόρροπη ανάπτυξη, την εξάλειψη του κοινωνικού αποκλεισμού και την πάταξη της ανεργίας, όσο για την εδραίωση της πεποίθησης ότι η σταδιακή επαναφορά στην προτέρα κατάσταση ή, άλλως, η επανάκτηση της χαμένης επί 10 χρόνια ζωής της πλειονότητας των Ελλήνων, είναι πλέον εφικτή. Η διαχείριση της νέας ελπίδας προϋποθέτει ωρίμαση της κυβερνώσας Αριστεράς, η οποία μεταξύ άλλων σημαίνει: σταθερή στρατηγική ενίσχυσης της δημοκρατίας και των θεσμών της, ανοίγματα σε αποκλεισμένες κοινωνικές ομάδες δημιουργίας, διαμόρφωση πλέγματος συμμαχιών με τους ευρωπαίους εταίρους, απόρριψη του «ιδεοκομματικού αλυτρωτισμού», απάλειψη του διχαστικού λόγου, προβολή πολιτικού ήθους χωρίς διαπλοκή, διαφθορά και επικοινωνιακά παιχνίδια.
Το αριστερό [οιονεί θρησκευτικού σχολαστικισμού] σύστημα αυτοδικαίωσης πρέπει να δώσει τη θέση του στον ευρύτερο διάλογο, τη σύνθεση και την υπέρβαση (όπως ήδη σιωπηρά έχει γίνει).
Δεν δίνω μεγάλη σημασία στην ποσοτικοφρένεια των δημοσκοπήσεων, την αριθμολαγνεία των προϋπολογισμών ή την αδυσώπητη (;) μοίρα των κυκλικών κρίσεων του καπιταλισμού και των εγχώριων δημοσιονομικών στρεβλώσεων.
Δεν πιστεύω στα «πολιτικά μικρόφωνα» των ΜΜΕ και των social media, όπως και στα «κραυγάζοντα μεγάφωνα» των επαγγελματιών ανατροπέων.
Ηρθε η ώρα, ύστερα από τρία χρόνια αμοιβαίας καχυποψίας, οι Ελληνες να δείξουν τις αρετές τους για να σωθεί οριστικά η Ελλάδα και η κυβερνώσα Αριστερά να σπάσει «τη φαύλη σπείρα» [Γ.Β. Δερτιλής], η οποία την ενώνει με τις σκοτεινές περιόδους της Ιστορίας, όπου νικητές και ηττημένοι είχαν τυφλωθεί από τα πάθη. Στη νέα εποχή το ποιος [λαός, κόμματα, πνευματικός κόσμος, πλειοψηφίες/μειοψηφίες] «διδάσκει δικαιώματα» και σε ποια ευήκοα ώτα (πολιτών και όχι πελατών ή φανατικών) και ιδίως ποιοι αντιλαμβάνονται ότι έχουν και υποχρεώσεις θα αποτελέσει την πλέον κρίσιμη καμπή για την ενότητα έθνους – πολιτείας και λαού.
ΥΓ. «Περάσαμε τους ίδιους δρόμους
αλλά δεν είδαμε τα ίδια πράγματα»
[Θ. Μουσόπουλος,Υψιπετείν]

ΕΝΤΥΠΗ ΕΚΔΟΣΗ