Μιχ. Γ. Μπακογιάννης – Ελλη Φιλοκύπρου
Μοιράζοντας τα δύσκολά σου όνειρα. Η ποιητική φωνή του Κλείτου Κύρου
Εκδόσεις Νεφέλη
σελ. 181, τιμή 17,90 ευρώ
Ο Κλείτος Κύρου (1921-2006) υπήρξε μια ξεχωριστή ποιητική φωνή της πρώτης μεταπολεμικής γενιάς και πολύ συχνά συναριθμήθηκε με δύο συντοπίτες και σχεδόν συνομηλίκους του: τον Μανόλη Αναγνωστάκη και τον Πάνο Θασίτη. Από τη θεσσαλονικιώτικη, όμως, αυτή τριάδα το κριτικό ενδιαφέρον έχει μέχρι στιγμής προσελκύσει μόνο ο Αναγνωστάκης, με τους άλλους δύο να παραμένουν, παρά το σημαντικό ποιητικό, μεταφραστικό και κριτικό τους έργο, μάλλον αφανείς. Η μελέτη των Μιχ. Γ. Μπακογιάννη και Ελλης Φιλοκύπρου έρχεται να καλύψει, τουλάχιστον ως προς τον Κύρου, το κενό, ανοίγοντας τον δρόμο και για επόμενες προσεγγίσεις.
Αντί να οργανώσουν το υλικό τους κατά χρονολογική τάξη, ορίζοντας φάσεις και περιόδους στην ποίηση του Κύρου, οι δύο μελετητές εφαρμόζουν μια διαφορετική, πολύ πιο πλαστική μέθοδο: εξετάζουν την υπερπεντηκονταετή πορεία του ποιητή επί τη βάσει τριών αντιθετικών ζευγών: μνήμη και λήθη (ή παρελθόν και παρόν), συντροφικτητα και μοναξιά, λόγος και σιωπή. Η τακτική αυτή επιτρέπει στον Μπακογιάννη και τη Φιλοκύπρου να κάνουν πολλαπλές επανεκκινήσεις, προβάλλοντας τον κόσμο του Κύρου σε ένα πανοραμικό πεδίο: πεδίο το οποίο φωτίζει σε βάθος τα ζητήματα που τον φλέγουν, αποκαλύπτοντας (πράγμα σχεδόν ταυτόσημο) και τις θεματικές εμμονές του. Και οι εμμονές μιλούν, όπως όλοι ξέρουμε, για όσα η ποίηση θεωρεί απολύτως κρίσιμα για τον εαυτό της, προσδιορίζοντας τους άξονες που αρθρώνουν την όραση και τη στάση της.
Κυριαρχημένος από τα αντιθετικά του ζεύγη, ο ποιητής μοιάζει αναγκασμένος να κινείται ανάμεσα στους πόλους τους, χωρίς να κατορθώσει ποτέ να βρει μια λυτρωτική διέξοδο. Αλλά πότε η ποίηση κατάφερε να ξεφύγει από τα φαντάσματά της; Παλεύοντας με το δίπολο της μνήμης και της λήθης, ο Κύρου θα επιζητήσει άλλοτε τη μνήμη, φοβούμενος πως η μνημονική αδράνεια είναι πιθανόν να σβήσει το οδυνηρό (παρά το υψηλόφρον αγωνιστικό του πνεύμα) παρελθόν του Β’ Παγκοσμίου Πολέμου, της Κατοχής και του Εμφυλίου, και άλλοτε τη λήθη, τρομάζοντας μπροστά στο ενδεχόμενο μιας μνήμης η οποία θα συγκαλύψει το παρόν (αν δεν το φιμώσει).
Οταν πάλι ο Κύρου πρέπει να μοιραστεί μεταξύ συντροφικότητας και μοναξιάς, επιδιώκει τόσο τη συντροφικότητα που τον απαλλάσσει από τον άξενο κοινωνικό του περίγυρο όσο και τη μοναξιά που τον διευκολύνει να μείνει μακριά από την τύρβη του. Οταν, τέλος, ο ποιητής έχει να κάνει με τον λόγο και τη σιωπή, γίνεται έρμαιο της σιωπής (όποτε τίποτε στο περιβάλλον του δεν ευνοεί την επικοινωνία), πλην σπεύδει εκ παραλλήλου να αρπαχτεί από τον λόγο του –για να συνεχίσει να γράφει, για να μην προδώσει το νόημα της ζωής και της τέχνης του.
Ολα αυτά τα διλήμματα δεν μπαίνουν βεβαίως σε απομονωμένα κουτάκια. Τροφοδοτούν το ένα το άλλο και το σύνολο που προκύπτει από την αλληλοτροφοδοσία τους επιβεβαιώνει μια παλαιότερη κριτική διαπίστωση: ότι όντας σαρξ εκ σαρκός της γενιάς του, ο Κύρου δεν μπορεί να ξεφύγει από τη μέγγενη της πολιτικής και της Ιστορίας, μπορεί ωστόσο να της αντιπαρατάξει τις αξίες του έρωτα και του εσωτερικού ατομικού βίου. Οι δύο μελετητές εικονογραφούν ωραία την υπαρξιακή αυτή διχοστασία με τις παραπομπές τους σε ένα εκτενές διακείμενο της ελληνικής και της ξένης ποίησης. Γιατί η ποίηση είναι μαζί με τα άλλα και οι ωσμώσεις της.

ΕΝΤΥΠΗ ΕΚΔΟΣΗ