Εκ πρώτης, αλλά και εκ δευτέρας όψεως, ο Πρόεδρος της ελληνικής Βουλής έπιασε σωστά το νόημα: δεν είναι και πολύ σικ για μια νεωτερική κοινωνία του επιταχυνόμενου 21ου αιώνα να πορεύεται παιανίζοντας το γηραλέο τρίπτυχο «πατρίς, θρησκεία, οικογένεια» και πολύ περισσότερο το «Ελλάς Ελλήνων Χριστιανών» του χουντικού εθνικοφαρισαϊσμού. Αν ο Πρόεδρος είχε στο πολιτικό του στόχαστρο και τη Χρυσή Αυγή, θα ξέρει ασφαλώς ότι το χρυσαυγίτικο αφτί δεν ιδρώνει με τέτοια θερινά μαθήματα νεωτερικής πατριδογνωσίας. Το πιθανότερο, όμως, είναι ότι είχε υπόψη του κυρίως τους νεοδημοκράτες που ενώ εκμετρούν χρόνους τρίτης ηλικίας, έχουν απολησμονηθεί με εκείνο το υψιπετές τραγουδάκι του Ρόμπερτ Γουίλιαμς «Ζήτω η Ελλάδα, ζήτω η θρησκεία, ζήτω η Νέα Δημοκρατία».
Αξιον και δίκαιον εστί αφού η συντηρητική Δεξιά δεν διέθετε ποτέ διανοούμενα πνεύματα της προκοπής και έτσι ο κ. Νίκος Βούτσης δεν θέλησε να της βάλει δύσκολα μέσα στο κατακαλόκαιρο παραπέμποντάς την στους ιεροφάντες της αριστερής όχθης του Σηκουάνα και ειδικότερα (ένα παράδειγμα λέμε τώρα) στον Αλτουσέρ, ο οποίος στον νεομαρξιστικό του οίστρο είναι βέβαιος ότι η θρησκεία και η οικογένεια δεν είναι παρά κατασταλτικοί ιδεολογικοί μηχανισμοί που αναπαράγουν τα κυρίαρχα αξιακά συστήματα και (περι)ορίζουν την ταυτότητά μας. Από την άλλη μεριά, δεν είμαι βέβαιος ότι ο κ. Βούτσης κατέχει τη νεομαρξιστική βιβλιογραφία τόσο καλά όσο και ο κ. Αριστείδης Μπαλτάς.
Αυτό για το οποίο είμαι σχεδόν βέβαιος είναι ότι την απάντηση της Νέας Δημοκρατίας πρέπει να τη συνέταξε ενώ σταυροκοπιόταν κάποιος από τους νυχτερινούς θυρωρούς στην Πειραιώς 62: ο κ. Βούτσης, λέει μεταξύ άλλων η ανακοίνωση, «αμφισβήτησε ακόμη και τη θρησκεία του ελληνικού λαού, παρ’ όλο που ρητά αναγνωρίζεται από το Σύνταγμά μας». Κατεπείγουσα ερώτηση: έλαβε γνώση και ενέκρινε ο Κυριάκος Μητσοτάκης τη συμπυκνωμένη αμβλύνοια και κατινιά αυτής της διατύπωσης ή συνέχισε να απολαμβάνει σε όνειρο θερινής νυκτός τον «εκσυγχρονισμό» της Νέας Δημοκρατίας;
Ο κυβερνητικός εκπρόσωπος, πάντως, δεν παρέλειψε να ευχαριστήσει την αξιωματική αντιπολίτευση για αυτή την αριστουργηματική «ασίστ», προσθέτοντας με χαρακτηριστική αριστερή οξύνοια: «Η αριστεία των κληρονόμων, ο παρωχημένος εθνικισμός του Πατρίς – Θρησκεία – Οικογένεια και το δόγμα τάξη και ασφάλεια βρίσκουν το ταίρι τους στον φονταμενταλισμό της αγοράς και τον καθημερινό κιτρινισμό». Φυσικά είναι πιο εύκολο να περάσει η κάμηλος από την τρυμαλιάν της βελόνης παρά να κατανοήσουν οι πτωχοί τω πνεύματι συντηρητικοί τις υπόγειες διαδρομές που συνδέουν τους εξώλεις και προώλεις της νεοφιλελεύθερης αγοράς με τους παλαιοημερολογίτες του Πατρίς – Θρησκεία – Οικογένεια. Δεν ξέρω αν για το ζήτημα αυτό ο κ. Τζανακόπουλος έχει υπόψη του κάποιον φωστήρα της αριστερής όχθης αλλά το γαλήνιο και αυτάρεσκο μειδίαμά του προδίδει μάλλον τη βεβαιότητα μιας ντόπιας συριζαϊκής ανακάλυψης.
Με αφορμή το Πατρίς – Θρησκεία – Οικογένεια ο καβγάς είναι σε τελική ανάλυση ανάμεσα στην ακινησία της ουσιοκρατίας (που τείνει να βλέπει μόνο διαχρονικές και ανέγγιχτες από την ιστορικοκοινωνική τύρβη έννοιες – αξίες) και τον αντιθεμελιωτισμό του μεταμοντερνισμού (που τείνει να βλέπει παντού συγκυριακές ιστορικοκοινωνικές «κατασκευές») –πλην το σοβαρό τούτο φιλοσοφικό και γνωσιολογικό ζήτημα δεν θα το πιάσουμε σήμερα

για δύο λόγους: πρώτον, επειδή (για να είμαστε ρεαλιστές) ούτε ο κ. Βούτσης και ο κ. Τζανακόπουλος ούτε ο νυχτερινός θυρωρός της Πειραιώς 62 είναι επαρκώς μυημένοι στα μυστήρια της σχετικής βιβλιογραφίας και, δεύτερον, επειδή τον καλό και χαλαρό μήνα Αύγουστο ακόμη και οι ψυχαναγκαστικοί της βαθιάς κουλτούρας δεν είναι διατεθειμένοι να καταναλώσουν περισσότερη διανοητική ενέργεια από όση απαιτεί ένα τουίτερ του Πολάκη ή κάποια εθνεγερτήρια δήλωση του Καμμένου. Γι’ αυτό ας μιλήσουμε πιο απλά και πρακτικά.
Η ομοούσια και αδιαίρετη τριάδα που ενοχλεί τον Πρόεδρο της Βουλής μπορεί να αποτελεί τη συνθηματική επιτομή μιας νόμιμης και σεβαστής αντίληψης σχετικά με τον τρόπο που αντιλαμβανόμαστε την ατομική και συλλογική μας ταυτότητα, πλην συχνά, πολύ συχνά, αποτέλεσε ευφημιστική παραλλαγή άλλοτε σοβινιστικής μυωπίας και άλλοτε μιας συνωμοσιολογικής νεύρωσης που βλέπει παντού δολιοφθορείς και εχθρούς. Από την άλλη μεριά, η προγραμματική απονομιμοποίηση των παραδοσιακών ταυτοτικών παραγόντων συχνά, πολύ συχνά, είναι ζήτημα καθαρά ακαδημαϊκής ή ελαφρά τη καρδία «προοδευτικής» πόζας πίσω από την οποία δύσκολα μπορεί κανείς να διακρίνει καθαρά την εναλλακτική πρόταση.
Φυσικά, ανάμεσα στη συντηρητική φοβία και την προοδευτική αμεριμνησία, η πατρίδα, η θρησκεία και η οικογένεια για τους περισσότερους από μας δεν αποτελούν ούτε αναγκαστικά ούτε κατά προτεραιότητα τις συνθηματολογικές αιχμές μιας συγκεκριμένης πολιτικής ιδεολογίας. Η γη μας, οι Πασχαλιές μας και το οικογενειακό λεύκωμα ζώντων και τεθνεώτων, πέρα από πατριδογνωστικές κατηχήσεις και ευλάβειες, στην παραδοσιακή τριαδική συνοχή τους, στην «εκκοσμικευμένη» εκδοχή και την άμεση βιωματικότητά τους, αποτελούν το οικείο υπαρξιακό οικοσύστημα μέσα στο οποίο ζήσαμε και ζούμε τον καθ’ ημέραν βίο μας – έναν γνώριμο τόπο αισθήσεων, αισθημάτων και αναμνήσεων που μας ορίζουν και μας ταυτίζουν. Αυτά δεν μπορεί να γίνουν αντικείμενο πολιτικής αντιπαράθεσης ανάμεσα σε προοδευτικούς και συντηρητικούς. Το Σύνταγμα που τα κατοχυρώνει δεν γίνεται να αναθεωρηθεί. Και η αυτοματοποιημένη, πολιτικάντικη άνεση με την οποία κάποιος μπορεί να τα βλέπει αποκλειστικά και μόνον ως «παρωχημένο εθνικισμό» είναι υπόθεση άλλης τάξεως (και, κυρίως, άλλων συμφερόντων) που δεν χρειάζεται να διακόψει τους τελευταίους αυγουστιάτικους ρεμβασμούς μας.

O κ. Θεόδωρος Δ. Παπαγγελής είναι ακαδημαϊκός, καθηγητής του Τμήματος Φιλολογίας στο Αριστοτέλειο Πανεπιστήμιο Θεσσαλονίκης.

ΕΝΤΥΠΗ ΕΚΔΟΣΗ