Οποιος πανεπιστημιακός ζει στα Εξάρχεια τα τελευταία 35 χρόνια αισθάνεται ότι αυτό που αποκαλείται σήμερα «Εξάρχεια» δεν θα υπήρχε (δεν θα είχε συμβεί), αν το 1982 δεν είχε εμφανισθεί αυτό που αποκαλείται σήμερα «πανεπιστημιακό άσυλο» (εκτός, βέβαια, από εκείνους τους πανεπιστημιακούς που ανήκουν σε αυτό που αποκαλείται σήμερα «ΣΥΡΙΖΑ»). Ακριβώς. Το σημερινό αυτόνομο κράτος των Εξαρχείων, που με τη σημερινή ηγεσία αυτού που αποκαλείται σήμερα υπουργείο Προστασίας του Πολίτη οδηγείται στην πλήρη ανεξαρτητοποίησή του, δεν θα είχε αναπτυχθεί αν με τον νόμο 1268/1982 του ΠαΣοΚ για τα Ανώτατα Εκπαιδευτικά Ιδρύματα δεν είχε «θεσμοθετηθεί» αυτό που θα αποδεικνυόταν κύρια πηγή ανομίας στο πανεπιστήμιο και τροφοδότησης της εγκληματικότητας στον ευρύτερο κοινωνικό χώρο.
Θέτω τη λέξη «θεσμοθετηθεί» εντός εισαγωγικών, γιατί ανάγκη για μια τέτοια νομοθέτηση δεν υπήρχε. Διότι το άρθρο 16, παρ. 1 και 2 του Συντάγματος, που δεν το έθιξε καμία μετά το 1975 τροποποίησή του, κατοχυρώνει πλήρως την ακαδημαϊκή ελευθερία και την ελεύθερη διακίνηση των ιδεών σε όλους τους πανεπιστημιακούς χώρους, προβλέποντας αστυνομική προστασία για κάθε παραβίασή τους για το σύνολο της πανεπιστημιακής κοινότητας. Ηταν η υποτιθεμένως δημοκρατική –στην πραγματικότητα δημαγωγική –εξειδίκευση των σχετικών ρυθμίσεων του Συντάγματος με την «απαγόρευση επέμβασης της δημόσιας δύναμης στους πανεπιστημιακούς χώρους χωρίς την πρόσκληση ή την άδεια του αρμοδίου οργάνου του ΑΕΙ» και τη φοιτητική συμμετοχή στο όργανο αυτό εκείνα που οδήγησαν στο σημερινό άβατον (για τα όργανα της τάξεως, αλλά συλούμενο από τον κάθε επιθυμούντα) του πανεπιστημιακού άσυλου.
Αλλά πώς συνδέεται το πανεπιστημιακό άσυλο με έναν χώρο εκτός πανεπιστημίου όπως τα «Εξάρχεια»; Συνδέεται δι’ ενός πανεπιστημιακού χώρου όπως το Πολυτεχνείο. Για την ακρίβεια δεν συνδέεται. Διότι τα «Εξάρχεια» είναι το «Πολυτεχνείο», δηλαδή αυτό στο οποίο κατάντησε εκείνο το οποίο συμβόλιζε κάποτε η εξέγερση του Πολυτεχνείου· είναι η επέκταση του πανεπιστημιακού ασύλου στον χώρο των «Εξαρχείων» και η δι’ αυτής επέκταση της κατά ΣΥΡΙΖΑ γενικής έννοιας του ασύλου σε όλη την έκταση της πολιτικής και κοινωνικής ζωής του τόπου.
Πρόκειται για ένα φαινόμενο παγκοσμίως μοναδικό για ευνομούμενη χώρα, κύριο χαρακτηριστικό του οποίου είναι η –υπό το πρόσχημα του αναθέματος μιας αντιδημοκρατικής καταστολής –ανοχή στην ανομία και στη συνακόλουθη εγκληματικότητα. Φαινόμενο που έχει φθάσει σήμερα στο αποκορύφωμά του χάρη στη διακυβέρνηση της χώρας από τον ΣΥΡΙΖΑ και στη ρητορική και πρακτική των δύο αρμόδιων επί του θέματος υπουργών κ.κ. Γαβρόγλου και Τόσκα.
Διότι οι κύριοι αυτοί με τις πράξεις τους (που τελούνται, βέβαια, υπό την καθοδήγηση του Μεγάρου Μαξίμου) αλλά και –κυρίως –με την αιτιολόγηση αυτών των πράξεων (που τη γελοιότητά της δεν μπορεί να μην την αντιλαμβάνονται) δείχνουν ότι έχουν αποφασίσει να θυσιάσουν τη σοβαρότητά τους για την επίτευξη ενός πολυτιμότερου για τους ίδιους και για το κόμμα τους σκοπού. Είναι έκδηλη η αμηχανία με την οποία ο κ. Γαβρόγλου υπερασπίζεται την επαναφορά τού –επί της ουσίας ουδέποτε καταργηθέντος –πανεπιστημιακού αδύτου («διότι ενισχύεται έτσι η δημοκρατικότητα στα πανεπιστήμια»!!, 20.6.2017). Γιατί γνωρίζει ότι ο ισχυρισμός του ότι το πρόβλημα των έκνομων δραστηριοτήτων και εγκληματικών πράξεων που διαδραματίζονται σε αυτά «δεν λύνεται με αστυνομικά μέσα» αλλά μπορεί να αντιμετωπισθεί μόνο με την αντίδραση «ενός ρωμαλέου φοιτητικού κινήματος και του συλλόγου των καθηγητών» μόνο θυμηδία μπορεί να προκαλέσει. Ανάλογη, αν όχι μεγαλύτερη, είναι η θυμηδία που προκαλούν τα καμώματα του κ. Τόσκα. Ο οποίος όχι μόνο επιτρέπει τη δράση των αντιεξουσιαστών στον πανεπιστημιακό και στον ευρύτερο κοινωνικό χώρο απαγορεύοντας στους αστυνομικούς να επέμβουν δραστικά με το απίστευτο επιχείρημα ότι «η Αστυνομία δεν πρέπει να επεμβαίνει γιατί προέχει η διατήρηση της κοινωνικής γαλήνης», αλλά έχει και το θράσος να επαινεί «την ψύχραιμη στάση της» και να κουνάει επιτιμητικά το δάχτυλο σε εκείνους που διαμαρτύρονται επιπλήττοντάς τους γιατί «προσπαθούν να εκμεταλλευθούν μικροπολιτικά τα γεγονότα» δίνοντας «μια ψευδεπίγραφη απεικόνιση της πραγματικότητας» (δηλώσεις του της 7.8.2016).
Είναι τόση η αυταπάρνηση του κ. Τόσκα για το καλό της υποθέσεως, ώστε ο υπουργός Προστασίας του Πολίτη να δέχεται αδιαμαρτύρητα ακόμη και τον εξευτελισμό να καταγγέλλεται δημοσίως από τους ίδιους τους υφισταμένους του. Κατηγορώντας τον γιατί εμποδίζοντάς τους να ενεργούν όπως θα έπρεπε «ανέχεται και καλύπτει πράξεις βίας και ανομίας λόγω ιδεοληπτικών αντιλήψεων, εκθέτοντας σε κίνδυνο τη ζωή πολιτών και αστυνομικών» (ανακοίνωση της Πανελλήνιας Ομοσπονδίας Αστυνομικών Υπαλλήλων, 28.8.2016). Αλλά ποιο είναι το καλό της υποθέσεως στον βωμό του οποίου προσφέρονται ως σφάγια οι δύο σημερινές Ιφιγένειες; Ποιο άλλο από το υπέρτατο αγαθό τής με κάθε μέσο διατήρησης της εξουσίας. Οταν ο κ. Τσίπρας εκτελεί τη διαχείριση μιας καθαρά νεοφιλελεύθερης πολιτικής προκαλώντας τεκτονικούς τριγμούς στη συνοχή τού πάλαι ποτέ αγωνιστικού κυβερνητικού του μορφώματος, το μόνο που απέμεινε ως ιδεολογικό συνεκτικό του είναι η διαβεβαίωση ότι Αριστερά και αστυνομική καταστολή είναι πράγματα ασύμβατα. Με αυτό το διάτρητο ιδεολογικό φύλλο συκής περιφέρονται σε τηλεοπτικά κανάλια οι κ.κ. Γαβρόγλου και Τόσκας, δεχόμενοι να απορροφήσουν τους κραδασμούς των καγχασμών που προκαλούν για την κυβέρνηση οι φαιδρότατες δηλώσεις τους.
Ο κ. Νάσος Βαγενάς είναι ομότιμος καθηγητής του Πανεπιστημίου Αθηνών.

ΕΝΤΥΠΗ ΕΚΔΟΣΗ