Το Eurogroup ολοκληρώθηκε με ελάχιστη πρόοδο σε ό,τι αφορά την επίλυση των διαφορών μεταξύ ευρωζώνης και Ταμείου για το πρόγραμμα, παρότι όπως σημειώνει, οι υπουργοί ενέκριναν το πακέτο των βραχυπρόθεσμων μέτρων ελάφρυνσης του ελληνικού χρέους.
Ο Γερούν Ντάισελμπλουμ παραδέχθηκε ότι εγκαταλείφθηκε ο στόχος να μπει το ΔΝΤ στο πρόγραμμα έως το τέλος του χρόνου. ««Δεν πιστεύω ότι είναι δυνατόν αυτό», είπε. «Οι συζητήσεις θα μας πάνε στην επόμενη χρονιά». Η συμμετοχή του Ταμείου είναι βασική για τη διατήρηση της πολιτικής υποστήριξης του προγράμματος στα γερμανικά και ολλανδικά κοινοβούλια. Αυτό σημαίνει ότι η εμπλοκή του ΔΝΤ μπορεί να είναι κλειδί για το μέλλον του ίδιου του προγράμματος, δεδομένου ότι τα εθνικά κοινοβούλια έχουν λόγο στην έγκριση των δόσεων, προειδοποιεί το δημοσίευμα.
Οι συνομιλίες ναυάγησαν εξαιτίας της σύγκρουσης μεταξύ ΕΕ και Ταμείου για το αν οι μεταρρυθμίσεις στα εργασιακά, μεταξύ άλλων, που απαιτούνται να εφαρμόσει η Ελλάδα υπό την περσινή συμφωνία θα επιτρέψουν την επίτευξη πρωτογενούς πλεονάσματος 3,5% για το 2018, τονίζουν οι Financial Times.
Το ΔΝΤ επέμεινε ότι απαιτούνται περαιτέρω μεταρρυθμίσεις, ιδίως στα φορολογικά και τις συντάξεις, για να διατηρηθούν τα πλεονάσματα σε αυτό το επίπεδο. Διπλωμάτες, τους οποίους επικαλούνται οι Financial Times, αναφέρουν ότι στο Eurogroup βασικοί υπουργοί, όπως ο Βόλφγκανγκ Σόιμπλε, επέμειναν ότι η περαιτέρω συζήτηση για τα μέτρα ελάφρυνσης χρέους και τους μεσοπρόθεσμους στόχους του προϋπολογισμού μπορούν να γίνουν μόνο μετά από το τέλος του προγράμματος το 2018.
Στη συνέντευξη Τύπου, ο Ντάισελμπλουμ είπε ότι άκουσε 19 διαφορετικές γνώμες για τους στόχους των πρωτογενών πλεονασμάτων. Οι απόψεις για το πόσο πρέπει να διατηρηθεί το 3,5% μετά από το 2018 κυμαίνονται από τα 3 έως τα 10 χρόνια.
Αξιωματούχος του ΔΝΤ, σε δηλώσεις μετά τη συνεδρίαση, τόνισε ότι το Ταμείο «θέλει σαφήνεια» σε αυτό το σημείο για να είναι σε θέση να αξιολογήσει αν βγαίνει το πρόγραμμα.
Την ίδια στιγμή, το ΔΝΤ προειδοποίησε τους υπουργούς ότι δεν μπορεί να εμπλακεί σε πιο βαθιές συζητήσεις μέχρι να υπάρξει συμφωνία ανάμεσα στην ευρωζώνη και στην Αθήνα για την τελευταία αξιολόγηση του προγράμματος, που περιλαμβάνει περαιτέρω μεταρρυθμίσεις για την αγορά εργασίας και λεπτομέρειες σχετικά με τους μελλοντικούς προϋπολογισμούς.
«Χρειάζονται πραγματικά την επιτυχημένη ολοκλήρωση της δεύτερης αξιολόγησης», ανέφερε ο κ. Ντάισελμπλουμ για το ΔΝΤ, προσθέτοντας ότι το Ταμείο προσβλέπει σε «σοβαρές διαρθρωτικές μεταρρυθμίσεις».
«Είμαστε ακόμα μακριά από μια συμφωνία, δεν έγινε κάποια υπέρβαση σήμερα», είπε ο αξιωματούχος του ΔΝΤ. Την ίδια στιγμή, «τα κράτη μέλη ήταν ξεκάθαρα ότι συνεχίζουν να θέλουν τη συμμετοχή του ΔΝΤ».
Σε μια ένδειξη των διαφωνιών για το πώς θα προχωρήσουν στη συνέχεια, μια φράση διαγράφηκε από το προσχέδιο του ανακοινωθέντος για την Ελλάδα, η οποία έλεγε ότι η Ελλάδα και οι αξιωματούχοι της ευρωζώνης θα εξετάσουν το είδος των φορολογικών και ασφαλιστικών μεταρρυθμίσεων που ζητά το ΔΝΤ.
Υπουργοί διαμαρτυρήθηκαν ότι σε κάθε περίπτωση δεν θα ήταν ρεαλιστικό να ζητηθεί από την Αθήνα να λάβει τέτοια μέτρα.
Handelsblatt: Ιταλία όπως Ελλάδα;
Το θέμα που κυριαρχεί στα πρωτοσέλιδα της Τρίτης είναι αναμφίβολα η νέα πολιτική κατάσταση που διαμορφώνεται στην Ιταλία μετά την ηχηρή απόρριψη των προτάσεων της ιταλικής κυβέρνησης για μια νέα συνταγματική αναθεώρηση θεσμικής υφής στο δημοψήφισμα της Κυριακής καθώς καιτην ανακοίνωσή της πρόθεσης παραίτησης του πρωθυπουργού Ματέο Ρέντσι.
Για «το ιταλικό σοκ» κάνει λόγο στο πρωτοσέλιδό της η οικονομική εφημερίδα Handelsblatt, σημειώνοντας ότι «μετά το αποτυχημένο δημοψήφισμα και την παραίτηση Ρέντσι αυξάνεται η αγωνία για τη σταθερότητα της χώρας», τονίζοντας ωστόσο ότι «η υψηλή ανεργία και το τεράστιο δημόσιο χρέος απαγορεύουν οποιαδήποτε αδράνεια έναντι των μεταρρυθμίσεων». Σύμφωνα με το ίδιο πρωτοσέλιδο, η διαβεβαίωση διά στόματος Σόιμπλε ότι «δεν υπάρχει κανένας λόγος να μιλήσουμε ξανά για μια νέα κρίση του ευρώ» δεν αρκεί και στην Ευρώπη αυξάνεται ο φόβος ότι τουλάχιστον στην Ιταλία η οικονομική κρίση θα γνωρίσει εκ νέου όξυνση, τις συνέπειες της οποίας θα υποστούν κυρίως οι επιχειρήσεις.
Με την άποψη του Β. Σόιμπλε φαίνεται ωστόσο να συντάσσεται άλλο, μακροσκελέςσχόλιο που δημοσιεύεται στην ίδια εφημερίδα, βασική θέση του οποίου είναι ότι η παραίτηση Ρέντσι δεν πρέπει να αποτελεί λόγο για πανικό στην ευρωζώνη. Η σχολιογράφος της Handesblatt αναφέρει συνοπτικά: «Ελλάδα Ι και ΙΙ, Ιρλανδία, Πορτογαλία, Ισπανία, Κύπρος και ξανά Ελλάδα ΙΙΙ. Επτά πακέτα βοήθειας για πέντε χώρες μέλη της νομισματικής ένωσης από το 2010 έχουν ήδη εγκριθεί και θα μπορούσαν να γίνουν περισσότερα. Το ταμείο διάσωσης του Ευρωπαϊκού Μηχανισμού Σταθερότηταςέχει διαθέσει μόλις το ένα τέταρτο των πόρων του.Απομένουν άλλα 373 δις ευρώ προς περεταίρω διάθεση (…) Η νομισματική ένωση θα μπορούσε εσαεί να διασώζει την Ελλάδα προκειμένου να αποτρέψει μια μεγαλύτερη ζημιάστο κοινό νόμισμα. Σχεδόν το σύνολο του ελληνικού χρέους βρίσκεται άλλωστεσήμερα στα χέρια του ΕΜΣ.Αλλά στην περίπτωση της Ιταλίας κάτι τέτοιο δεν θα ήταν δυνατό. Εάν απειληθεί με χρεοκοπία η Ιταλία, δεν θα διασωθεί. Η ευρωζώνη δεν θα μπορούσε να βοηθήσει την Ιταλία, αλλά θα αναγκαζόταν να την αφήσει να πτωχεύσει, κι αυτό όχι δίχως συνέπειες για το κοινό νόμισμα. (…) Eν τέλει η Ιταλία δεν είναι Ελλάδα, κι αυτό από πολλές απόψεις: Τόσο η ιταλική κυβέρνηση όσο και οι τράπεζές της είναι υπερχρεωμένες στο εσωτερικό της χώρας. Η τόσο μοιραία εξάρτηση της Ελλάδας από τους διεθνείς πιστωτές δεν υπάρχει στην περίπτωση της Ιταλίας. Eπίσης, σε αντίθεση με την Ελλάδα, η ιταλική οικονομική ελίτ δεν έχει γυρίσει την πλάτη στην χώρα. Οι πιστωτές του ιταλικού κράτους είναι ταυτόχρονα και πολίτες της– τουλάχιστον μέχρι στιγμής».
«Η νίκη έχει πολλούς πατέρες, η ήττα είναι ορφανή». Εκκινώντας από αυτή την κλασική πολιτική ρήση η Süddeutsche Zeitung εκτιμά ότι στην περίπτωση του ιταλικού δημοψηφίσματος η ήττα έχει πρόσωπο και όνομα και αυτό δεν είναι άλλο από τον πρωθυπουργό Ματέο Ρέντσι «που έσπευσε αμέσως να αναλάβει την πατρότητα του καταστροφικού δημοψηφίσματος και μέσω της παραίτησής του να μην αποποιηθεί των συνεπειών. Στο ίδιο σχόλιο μάλιστα η εφημερίδα του Μονάχου δεν διστάζει να κάνει και μια θετική αποτίμηση της σύντομης διακυβέρνησης Ρέντσι. «Υπάρχουν και θετικά. Οι 100 ημέρες Ρέντσι έδειξαν ότι η Ιταλία μπορεί να μεταρρυθμιστεί, όταν το θέλουν οι πολίτες της». Από την πλευρά της η Frankfurter Rundschauυποστηρίζει σε σχόλιό της γιατο ιταλικό δημοψήφισμα ότι «μεταρυθμίσεις από μεταρρυθμίσεις διαφέρουν» κι ότι οι όποιες αλλαγές δεν θα πρέπει να γίνονται σε βάρος των πολιτών. «Στην Ιταλία όπως και στην Ευρώπη, ιδίως σε καιρούς λαϊκισμού, θα πρέπει όλοι με μια φωνή να ζητήσουν περισσότερη δημοκρατία.
Ευρωπαϊκές ιστοσελίδες
Στα αποτελέσματα του χθεσινού Eurogroup σχετικά με την Ελλάδα εστιάζουν το ενδιαφέρον τους τα εξειδικευμένα στα ευρωπαϊκά θέματα μέσα ενημέρωσης, σημειώνοντας σε γενικές γραμμές ότι οι υπουργοί οικονομικών της ευρωζώνης συμφώνησαν σε μία δέσμη μέτρων, προκειμένου να μειωθεί το κόστος του ελληνικού χρέους.
Ειδικότερα ο EUOBSERVER αναφέρεται στο σχέδιο των βραχυπρόθεσμων μέτρων που παρουσίασε ο Ευρωπαϊκός Μηχανισμός Στήριξης (ΕΜΣ), επισημαίνοντας ότι η εφαρμογή τους θα ξεκινήσει άμεσα, καθώς και στις σχετικές δηλώσεις του επικεφαλής του Μηχανισμού Kλάους Ρέγκλιγκ, ο οποίος υπογράμμισε ότι τα οφέλη από το συγκεκριμένο πακέτο μέτρων είναι ξεκάθαρα και το κόστος περιορισμένο, συμπληρώνοντας ταυτόχρονα ότι μέχρι το 2060 θα μπορούσε να επιτευχθεί 20% μείωση του χρέους σε σχέση με το ΑΕΠ.
Ελληνικές πηγές, εξάλλου, συνεχίζει το δημοσίευμα, δήλωσαν στο ΑΠΕ-ΜΠΕ ότι το εν λόγω πακέτο μέτρων θα μπορούσε να μειώσει το χρέος κατά 45 δισ. ευρώ, ενώ από τη μεριά του ο Έλληνας υπουργός Οικονομικών Ευκλείδης Τσακαλώτος το χαρακτήρισε πολύ καλό και ανέφερε ότι θα αρχίσει αμέσως να βοηθάει την ελληνική οικονομία, επιμένοντας ότι η Ελλάδα επιστρέφει στην ανάπτυξη.
Αναφορικά με τη συμμετοχή του ΔΝΤ στο ελληνικό πρόγραμμα, ο EUOBSERVER σημειώνει ότι η σχετική συζήτηση αναβλήθηκε έως ότου επιτευχθεί συμφωνία μεταξύ της Ελλάδας και των εμπειρογνωμόνων της ΕΕ σε σχέση με τη δεύτερη αξιολόγηση του τρέχοντος προγράμματος. Παραθέτει δε τα όσα δήλωσαν οι Ντάισελμπλουμ και Μοσκοβισί κατά τη συνέντευξη Τύπου ως προς το ότι οι θεσμοί είναι έτοιμοι να επιστρέψουν στην Αθήνα για να συνεχίσουν τις εργασίες και ότι είναι ακόμα πιθανή η ολοκλήρωση της συμφωνίας σε τεχνικό επίπεδο μέχρι το τέλος του χρόνου. Σε περίπτωση που συμβεί αυτό, πηγή της ευρωζώνης ανέφερε ότι θα μπορούσε να συγκληθεί το Eurogroup στις αρχές Ιανουαρίου για να την εγκρίνει. Οι συζητήσεις σκαλώνουν κυρίως στη μεταρρύθμιση της αγοράς εργασίας, αλλά ο Ντάισελμπλουμ σημείωσε ότι αυτό δεν είναι θέμα των υπουργών να συζητήσουν, αναφέρει το δημοσίευμα.
Μία ακόμα δυσκολία στις συνομιλίες στο πλαίσιο της δεύτερης αξιολόγησης, συμπληρώνει ο EUOBSERVER, είναι η επονομαζόμενη δημοσιονομική τροχιά, δεδομένου ότι ΔΝΤ και ευρωζώνη διαφωνούν για το χρονικό διάστημα που θα πρέπει η Ελλάδα να διατηρήσει πρωτογενές πλεόνασμα 3,5% μετά το 2018.
Στο καθημερινό δελτίο της διαδικτυακής πύλης του POLITICO , σημειώνεται εξάλλου ότι το συμπέρασμα που προκύπτει μετά από έξι χρόνια στενής παρακολούθησης του ελληνικού ζητήματος, τόσο από την Αθήνα όσο και από τις Βρυξέλλες, τόσο εντός όσο και εκτός της Επιτροπής, είναι ότι κανένας δεν επιθυμεί στην πραγματικότητα την επίλυση της κατάστασης γύρω από το ελληνικό χρέος. Οι λύσεις δεν είναι ιδιαίτερα περίπλοκες, σχολιάζει το POLITICO, ακόμη κι αν κάποιες από τις μεταρρυθμίσεις είναι πολιτικά επώδυνες για τους Έλληνες υπουργούς, αλλά ουσιαστικά βολεύει τα περισσότερα κόμματα να ρίχνουν λάσπη και να αποφεύγουν τους μη ικανοποιητικούς συμβιβασμούς που θα μπορούσαν να επιλύσουν ορισμένα από τα οικονομικά ζητήματα της χώρας.
«Το Eurogroup καταλήγει σε συμφωνία για τα βραχυπρόθεσμα μέτρα ελάφρυνσης του χρέους», αναφέρει, τέλος, η AGENCE EUROPE, η οποία αναλύει τα βραχυπρόθεσμα μέτρα ελάφρυνσης του ελληνικού χρέους, όπως αυτά παρουσιάστηκαν από τον επικεφαλής του ΕΜΣ, σημειώνοντας ότι οι διαπραγματεύσεις σε σχέση με τη δεύτερη αξιολόγηση δεν συνδέονται με το πακέτο αυτό των μέτρων και θα συνεχιστούν με στόχο την ολοκλήρωσή τους μέχρι τα τέλη του έτους. Το δημοσίευμα αναφέρεται, επίσης, στα ζητήματα που παραμένουν ανοικτά μεταξύ της Ελλάδας και των πιστωτών, ήτοι το θέμα της μεταρρύθμισης της αγοράς εργασίας και αυτό της διάρκειας διατήρησης πρωτογενούς πλεονάσματος 3,5% μετά το 2018, καθώς και στο ζήτημα της συμμετοχής του ΔΝΤ στο πρόγραμμα.