Ήταν πρόδηλες οι προσπάθειες που κατέβαλαν τη Δευτέρα οι Ευρωπαίοι αξιωματούχοι για να δείξουν ότι το «Όχι» στο ιταλικό δημοψήφισμα δεν ήταν δα και καταστροφικό. Και είναι αλήθεια ότι έπειτα από το αρχικό σοκ που έστειλε το ευρώ στα χαμηλότερα επίπεδα των τελευταίων 20 μηνών, τα ευρωπαϊκά χρηματιστήρια (και δη τις τραπεζικές μετοχές) στα τάρταρα και τις αποδόσεις των ιταλικών ομολόγων (αλλά και των ισπανικών και των πορτογαλικών, ακόμα και των γαλλικών) στα ύψη, οι αγορές ισορρόπησαν πειθόμενες από τις φιλότιμες προσπάθειες των αξιωματούχων.
«Πούλα στη φήμη και αγόρασε στην είδηση» είναι, ως γνωστόν, η βασική αρχή των επενδυτών. Έτσι οι αγορές όπως είχαν προεξοφλήσει τις προηγούμενες ημέρες το «Όχι», μόλις άρχισε να ζεσταίνει η μέρα (τρόπος του λέγειν) στις ευρωπαϊκές αγορές άρχισαν να προεξοφλούν τον σχηματισμό κυβέρνησης τεχνοκρατών.
«Ο ιταλικός λαός προσήλθε στις κάλπες για να αποφασίσει επί ενός εσωτερικού συνταγματικού ζητήματος και όχι για το μέλλον της Ιταλίας στην Ευρωπαϊκή Ένωση», σχολίασε τη Δευτέρα το πρωί ο διοικητής της Κεντρικής Τράπεζας της Γαλλίας Φρανσουά Βιλερουά Ντε Γκαλό, ενώ ο υπουργός Οικονομικών της Γαλλίας Μισέλ Σαπέν φθάνοντας λίγο αργότερα στις Βρυξέλλες δήλωσε ότι η Ιταλία είναι μια «χώρα σταθερή, που δεν συνιστά συστημική απειλή για τη ζώνη του ευρώ».
Ο Μοχάμεντ Ελ-Εριάν, ωστόσο, σύμβουλος του ομίλου Allianz και διάσημος αρθρογράφος των «Financial Times» έβαλε τα πράγματα στη θέση τους παρατηρώντας ότι «εδώ και μερικούς μήνες οι πιο απίθανες εξελίξεις γίνονται πραγματικότητα». Ο Ελ-Εριάν συμμερίζεται την ανησυχία πολλών αναλυτών που εδώ και καιρό έχουν εντοπίσει τον μείζονα κίνδυνο όχι μόνο για την ιταλική οικονομία αλλά και για την ευρωπαϊκή και για το ευρώ το ίδιο: τις υπερχρεωμένες και ασφυκτιούσες από τα «κόκκινα δάνεια», ιταλικές τράπεζες.
Τα μη εξυπηρετούμενα δάνεια των ιταλικών τραπεζών φθάνουν τα 360 δισ. ευρώ και αντιστοιχούν στο ένα πέμπτο του ιταλικού ΑΕΠ. «Η προσοχή εστιάζεται κυρίως στην Banca Monte dei Paschi di Siena, την αρχαιότερη της Ιταλίας που είναι τρίτη σε ενεργητικό και η κεφαλαιοποίησή της έχει συρρικνωθεί κατά 80% από την αρχή του 2016», γράφει στο BBC ο Άντριου Ουόκερ. Ο οικονομικός συντάκτης του βρετανικού ομίλου ΜΜΕ θυμίζει ότι η συγκεκριμένη τράπεζα τα πήγε χειρότερα από κάθε άλλη μεγάλη ευρωπαϊκή τράπεζα στα πλέον πρόσφατα stress tests της Ευρωπαϊκής Κεντρικής Τράπεζας (ΕΚΤ).
Το καλό σενάριο
Ο τραπεζικός τομέας της Ιταλίας είναι, όπως είναι φυσικό, ευάλωτος σε αρνητικές εξελίξεις, όπως είναι η πιθανή αδυναμία σχηματισμού κυβέρνησης σε εύλογο χρόνο στην Ιταλία. Ο «εύλογος χρόνος» περιορίζεται στο δίμηνο. Όπως διευκρινίζει στη «Monde» ο Νικόλα Νόμπιλε της Oxford Economics στο Μιλάνο, οι αγορές πιθανότατα θα δείξουν ανοχή για μια μεταβατική περίοδο που θα διαρκέσει χρονικό διάστημα ανάλογο με εκείνο που απαιτήθηκε για να σχηματιστεί η κυβέρνηση του Ενρίκο Λέτα την άνοιξη του 2013 –πρόκειται για την κυβέρνηση τεχνοκρατών που διαδέχθηκε την ανατραπείσα από την Άνγκελα Μέρκελ κυβέρνηση του Σίλβιο Μπερλουσκόνι.
Υπέρβαση του χρόνου των δύο μηνών –μετά τα μέσα του προσεχούς Φεβρουαρίου δηλαδή –αυξάνει τον κίνδυνο να μην υλοποιηθεί το «καλό σενάριο» μετά την παραίτηση της κυβέρνησης του Ματέο Ρέντσι, που είναι ο σχηματισμός κυβέρνησης τεχνοκρατών. Σημειωτέον ότι το «καλό σενάριο» θα εξελισσόταν σε «ιδανικό» αν επικεφαλής της κυβέρνησης τεχνοκρατών τοποθετούνταν ο σημερινός υπουργός Οικονομικών Πιερ Κάρλο Παντοάν –ένας οικονομολόγος με θητεία στο Διεθνές Νομισματικό Ταμείο και τον ΟΟΣΑ.
Το κακό σενάριο
Η παράταση της πολιτικής αβεβαιότητας στην τρίτη (μετά τη γερμανική και τη γαλλική) οικονομία της Ευρωζώνης είναι το «κακό σενάριο». Διότι θα πυροδοτούσε επιθέσεις στον αδύναμο κρίκο της ιταλικής οικονομίας, που είναι ο τραπεζικός τομέας, με οδυνηρές επιπτώσεις για το αξιόχρεο της χώρας. Και ασφαλώς ενδεχόμενη εκτίναξη του κόστους δανεισμού της Ιταλίας θα συμπαρέσυρε ολόκληρη την ευρωπαϊκή αγορά ομολόγων και το ευρώ.
Εύκολα αντιλαμβάνεται κανείς ότι πρόκειται για ένα ντόμινο απολύτως διαλυτικό για την Ενωμένη Ευρώπη. «Η Ιταλία είναι η τρίτη οικονομία στην Ευρωζώνη. Μιλάμε για ένα κομμάτι μεγαλύτερο από την Ελλάδα, που αντιμετωπίζει μείζονα οικονομικά προβλήματα και ως εκ τούτου θα μπορούσε κάποια ωραία πρωία να αναδείξει στην πρώτη γραμμή της επικαιρότητας όλες τις θεσμικές αδυναμίες της ζώνης του ευρώ», επισημαίνει ο Φραντσέσκο Σαρατσένο, καθηγητής Οικονομίας στο Διεθνές Ελεύθερο Πανεπιστήμιο Κοινωνικών Σπουδών της Ρώμης (LUISS).
«Είναι το μέγεθος της ιταλικής οικονομίας που τρομάζει, όπως τρομάζει και το ύψος του ιταλικού χρέους, που φθάνει το 133% του ΑΕΠ και υπολείπεται μόνο του ελληνικού στις χώρες της ζώνης του ευρώ», συμφωνεί ο Άντριου Ουόκερ. Ο συντάκτης του BBC θυμίζει ότι τις αναιμικές επιδόσεις της ιταλικής οικονομίας τις δύο τελευταίες δεκαετίες. «Το ιταλικό ΑΕΠ παραμένει περίπου 8% χαμηλότερο από το επίπεδο που ήταν όταν ξέσπασε η παγκόσμια χρηματοπιστωτική κρίση. Η ιταλική οικονομία έχει το μέγεθος που είχε στα τέλη του 20ού αιώνα», εξηγεί ο Ουόκερ.
Εν κατακλείδι, η επόμενη μέρα μετά το «Όχι» βρίσκει την Ιταλία μπροστά μπροστά στο δίλημα της ανάδειξης μιας προβλέψιμης κυβέρνησης με χρονικό ορίζοντα διετίας που θα δώσει πολύτιμο χρόνο στην Ευρώπη να τακτοποιήσει τα του οίκου της –περνώντας ασφαλώς από τις Συμπληγάδες των γαλλικών και των γερμανικών εκλογών της επόμενης χρονιάς –ή της μετατροπής του ιταλικού πολιτικού προβλήματος σε ευρωπαϊκό με τη διεξαγωγή εκλογών και την πιθανή ανάδειξη του «τραμπίζοντος αστέρα» Μπέπε Γκρίλο και της ακροδεξιάς και διαλυτικής Λέγκας του Βορρά σε ρυθμιστές των εξελίξεων. Θα πρόκειται, πιθανότατα, για το «απόλυτο ατύχημα» για το ευρώ και την Ενωμένη Ευρώπη εν γένει.