Στις Βρυξέλλες στρέφει στην προσοχή του ο σημερινός γερμανικός τύπος λόγω του προγραμματισμένου Eurogroup που για πολλούς αρθογράφους είναι ιδιαίτερα κρίσιμο για τη χώρα λόγω των εξελίξεων που τρέχουν από την άλλη πλευρά του Ατλαντικού, αλλά και στη Γηραιά Ήπειρο. H Süddeutsche Zeitung του Μονάχου περιγράφει σκηνικό καβγά μεταξύ των υπουργών Οικονομικών της ευρωζώνης με αντικείμενο τα μέτρα λιτότητας που θα πρέπει να επιβληθούν στην Ελλάδα.
«Στραγγαλισμός της ανάπτυξης»
«Ενώ η γερμανική κυβέρνηση πιέζει να παραταθεί για άλλα δέκα χρόνια το πρωτογενές πλεόνασμα που συμφωνήθηκε μέχρι το 2018, η Γαλλία και η Ιταλία βλέπουν σε αυτό κίνδυνο για την πολιτική και οικονομική σταθερότητα της χώρας και αντ΄ αυτού επιθυμούν την προώθηση συζητήσεων για την ελάφρυνση του χρέους», γράφει ο ανταποκριτής της εφημερίδας στις Βρυξέλλες. Η εφημερίδα εξηγεί στους αναγνώστες την αιτία γι’ αυτή τη διαφωνία που ανάγεται στο Διεθνές Νομισματικό Ταμείο και την άπωσή του να συμμετάσχει στο τρέχον πρόγραμμα, απαράβατος όρος για τη Γερμανία και την Ολλανδία. «Επειδή η Γερμανία είναι διατεθειμένη να συζητήσει για ελάφρυνση του χρέους μετά το 2018, ζητά από τώρα να αποφασιστούν δεσμευτικά μακροχρόνιοι δημοσιονομικοί στόχοι. Μέχρι τώρα οι Ευρωπαίοι συμφώνησαν σε πρωτογενές πλεόνασμα του 3,5%. Αυτόν τον στόχο θέλει η Γερμανία να τον επιβάλει για άλλα δέκα χρόνια, κάτι που το Ταμείο το θεωρεί μη ρεαλιστικό, όπως κι ένα μεγάλο τμήμα του Eurogroup. Από κύκλους της ΕΕ μάλιστα λέγεται ότι οικονομικά δεν έχει νόημα, γιατί θα οδηγούσε σε στραγγαλισμό της ανάπτυξης».
Ο αρθρογράφος αναφέρεται και στον αυτόματο μηχανισμό λήψης μέτρων, τον λεγόμενο «κόφτη», σε περίπτωση που η Ελλάδα δεν εφαρμόζει τους όρους του προγράμματος, μέτρο που θα μπορούσε να παραταθεί, όπως γράφει, για να δώσει μεγαλύτερη βεβαιότητα στο Ταμείο.
«Ελλάδα, αποικία του ευρώ»
Η εφημερίδα Tageszeitung του Βερολίνου επιγράφει το σχόλιό της με τον τίτλο «Ελλάδα, η αποικία του ευρώ». Σε αυτό η σχολιάστρια κατακεραυνώνει την πολιτική της ΕΕ απέναντι στη χώρα. «Σχεδόν κάθε ελληνική οικογένεια πένεται. Το εισόδημα έχει μειωθεί κατά 35%. Παρ’ όλα αυτά οι υπουργοί Οικονομικών της ευρωζώνης καμώνονται ότι δεν τρέχει τίποτα. Θέλουν να μειώσουν κι άλλο τους μισθούς παραβιάζοντας όλες τις διεθνείς συνθήκες, που προστατεύουν τα δικαιώματα των συνδικάτων. Οι υπουργοί Οικονομικών μετατρέπουν την Ελλάδα σε μια αποικία, όπου οι νόμοι δεν ισχύουν, παρά μόνο οι επιταγές».
Σε άλλο σημείο του σχολίου επιτίθεται εναντίον του Βόλφγκανγκ Σόιμπλε με αφορμή τις χθεσινές του δηλώσεις στην κυριακάτικη Bild για την αναγκαιότητα μεταρρυθμίσεων και όχι ελάφρυνσης του χρέους. «Ο Σόιμπλε ξέχασε το βασικότερο», σημειώνει η αρθρογράφος. «Οι Ευρωπαίοι απαιτούν πρωτογενές πλεόνασμα του 3,5%. (…) ακόμη και οι φετιχιστές των μηδενικών ελλειμμάτων όπως ο Σόιμπλε δεν μπορεί να επιτύχει πλεονάσματα άνω του 1%, παρά το χαμηλό ποσοστό ανεργίας, παρά τους φόρους που αναβλύζουν. Πώς θα καταφέρει λοιπόν η Ελλάδα ένα τόσο υψηλό πλεόνασμα, που το ΔΝΤ θεωρεί μη ρεαλιστικό;».
Ο Στουρνάρας στη Handelsblatt
Συνέντευξη με τον διοικητή της Τράπεζας της Ελλάδας Γιάννη Στουρνάρα φιλοξενεί η οικονομική εφημερίδα Handelsblatt του Ντίσελντορφ. Ο δημοσιογράφος τον παρουσιάζει ως τον πραγματικό αρχηγό της αντιπολίτευσης παρά την εικόνα αρμονικής συμβίωσης με τον πρωθυπουργό Τσίπρα, ο οποίος «πολύ θα ήθελε να είχε κάποιον δικό του σε αυτήν την καρέκλα» επισημαίνει στον πρόλογο της συνέντευξης . Ο Γιάννης Στουρνάρας υποστηρίζει ότι η Ελλάδα χρειάζεται ελάφρυνση του χρέους και ρεαλιστικούς δημοσιονομικούς στόχους μετά την ολοκλήρωση του τρέχοντος προγράμματος. Απορρίπτει τους ισχυρισμούς Σόιμπλε ότι ελάφρυνση του χρέους θα οδηγήσει σε παράλυση των μεταρρυθμιστικών προσπαθειών.
«Είναι μια ερμηνεία που ενέχει πολλούς κινδύνου» δηλώνει ο Στουρνάρας. «Αυτό που χρειαζόμαστε είναι εξειδίκευση των βραχυπρόθεσμων, μεσοπρόθεσμων και μακροπρόθεσμων μέσων για να εξασφαλιστεί η βιωσιμότητα του χρέους». Σε ερώτηση για το εάν υπάρχουν οι προϋποθέσεις για την άρση των capital controls o Έλληνας τραπεζίτης και πρώην υπουργός Οικονομικών απαντά ότι πριν αρθούν θα πρέπει πρώτα να εξομαλυνθεί η ρευστότητα των τραπεζών και για να γίνει αυτό, θα πρέπει να αποκατασταθεί πλήρως η εμπιστοσύνη. «Εκτιμώ ότι μετά την ολοκλήρωση του τρέχοντος προγράμματος μέσα στο 2018 η Ελλάδα θα ξαναβγεί στις αγορές υπό την προϋπόθεση ότι θα έχουν ληφθεί μέτρα για τη βιωσιμότητα του χρέους».
Ειρήνη Αναστασοπούλου