Η ανασυγκρότηση του μεσαίου χώρου, μεταξύ ΣΥΡΙΖΑ και ΝΔ, αποτελεί μέσα στις σημερινές πολιτικές συνθήκες εθνική αναγκαιότητα.
Η κυβέρνηση, ΣΥΡΙΖΑ – ΑΝΕΛ, συνονθύλευμα της λαϊκιστικής Αριστεράς και της εθνολαϊκιστικής Δεξιάς, με διαπιστωμένη διαχειριστική ανεπάρκεια, αδυνατεί να βγάλει τη χώρα από την κρίση. Αντίθετα, την επιβαρύνει με το τρίτο Μνημόνιο. Το σκληρότερο Μνημόνιο της Αριστεράς. Αποφεύχθηκαν τα χειρότερα. Η επανάληψη του δράματος που έζησε η χώρα τον περασμένο Ιούλιο. Με ορατό τον κίνδυνο του Grexit. Ερχονται όμως τα άσχημα. Η νέα φοροεπιδρομή, που τελματώνει την οικονομία, αποτελειώνει τη μεσαία τάξη και διευρύνει τη φτωχοποίηση των λαϊκών στρωμάτων.
Δεν υποτιμώ δύο σημαντικές υπηρεσίες που προσέφερε, παρά τη θέλησή του, ο ΣΥΡΙΖΑ στην ελληνική κοινωνία:
1. Απομυθοποίησε την αριστερή εκδοχή εξουσίας, που ταλάνισε τη χώρα όλη την περίοδο της Μεταπολίτευσης.
2. Συνέβαλε στη συνειδητοποίηση ότι ο δρόμος των Μνημονίων αποτελεί μονόδρομο.
Αποδείχθηκε ότι μοναδικός στόχος του διχασμού σε μνημονιακούς και αντιμνημονιακούς ήταν η είσοδος των «Αγανακτισμένων» στη Βουλή. Του ΣΥΡΙΖΑ ως κυβέρνησης και της ΧΑ ως τρίτου κόμματος. Η επιμήκυνση της μνημονιακής «καταστολής» πέραν της τριετίας, όπως ίσχυσε για Ιρλανδία, Πορτογαλία και Κύπρο, οφείλεται κατά κύριο λόγο στην ανεπάρκεια και ανευθυνότητα όλων των πολιτικών ηγεσιών που τα τελευταία έξι χρόνια αντιμετώπισαν την κρίση ως ευκαιρία για ρεσάλτο στην εξουσία με όχημα τον λαϊκισμό. Από το «λεφτά υπάρχουν» του Γ. Παπανδρέου και τα Ζάππεια του Αντ. Σαμαρά φτάσαμε στο «εμείς θα βαράμε τα νταούλια και οι αγορές θα χορεύουν» του Αλ. Τσίπρα. Προηγήθηκε όμως ο δημοσιονομικός εκτροχιασμός της πλέον άγονης πενταετούς διακυβέρνησης της χώρας από τον Κ. Καραμανλή.
Η ΝΔ, παρά την ανάδειξη ενός νέου ηγέτη, με αξιόλογα προσόντα και σαφές μεταρρυθμιστικό πνεύμα, παραμένει καθηλωμένη από τη χρόνια διάβρωση που υπέστη από λαϊκιστικές και εθνολαϊκιστικές αντιλήψεις και πρακτικές που αλλοίωσαν τη φυσιογνωμία της κεντροδεξιάς παράταξης του Κων/νου Καραμανλή. Υπό την επήρειά τους υιοθέτησε την καταγγελία του φιλελεύθερου μεταρρυθμιστικού προγράμματος του Κων/νου Μητσοτάκη, από τους αντιπάλους του, ως «νεοφιλελεύθερου». Ποια «μεταρρυθμιστική διεύρυνση» μπορεί να πραγματοποιήσει όταν κρατάει κλειστή την πόρτα σε δύο από τα σημαντικότερα στελέχη που ανέδειξε, τον Στ. Μάνο και τον Α. Ανδριανόπουλο; Δύο από τους ελάχιστους πολιτικούς που τόλμησαν να εφαρμόσουν φιλελεύθερες μεταρρυθμίσεις. Το δημοσκοπικό της προβάδισμα κατά οκτώ μονάδες οφείλεται κυρίως στον διαφορετικό βαθμό συσπείρωσης των δύο παρατάξεων, 79% ΝΔ έναντι 40% ΣΥΡΙΖΑ, που δεν προσφέρει καμία ασφάλεια για μελλοντική εκλογική επικράτηση, ιδίως για αυτοδυναμία.
Ο κατακερματισμένος μεσαίος χώρος ταλανίζεται από ελλειμματικές πολιτικές ηγεσίες που αδυνατούν να εμπνεύσουν και να πείσουν, ιδίως το 1,5 εκατομμύριο απογοητευμένους πολίτες που απέχουν συνειδητά από το πολιτικό γίγνεσθαι και την εκλογική διαδικασία. Η Δημοκρατική Συμπαράταξη, με καταγγελτικό πολιτικό λόγο, στείρες αρνήσεις και παλινδρομήσεις σε «παλαιοπασοκικές» αντιλήψεις, αδυνατεί να στεγάσει τους κεντρώους πολίτες που αναζητούν πολιτική στέγη. Ο μεταρρυθμιστικός οίστρος του Στ. Θεοδωράκη εξάντλησε τα όρια προσέλκυσης πολιτών με εκσυγχρονιστικές και μεταρρυθμιστικές αναζητήσεις. Με τα ποσοστά και των δύο σχηματισμών να προσεγγίζουν ή και να υπολείπονται το ποσοστό του Λεβέντη, αποκαλύπτεται η αδυναμία τους να παρέμβουν ουσιαστικά στις πολιτικές εξελίξεις.
Μέσα σε αυτές τις συνθήκες η ανασυγκρότηση του μεσαίου χώρου με τη δημιουργία νέου πολιτικού φορέα με καθαρό μεταρρυθμιστικό στίγμα και την αλήθεια ως αντίδοτο στον λαϊκισμό αποτελεί μονόδρομο και εθνική επιταγή. Τα πρόσφατα δημοσιεύματα («Το Βήμα» – «Τα Νέα») ανέδειξαν τον προβληματισμό που κυριαρχεί ανάμεσα σε πολιτικά και μη στελέχη, εντός και εκτός των κομματικών σχηματισμών. Προσωπικότητες και ενεργοί πολίτες με φορτία κύρους, αξιοπιστίας και προσφοράς στον τόπο και στην κοινωνία αγωνιούν. Για την πορεία της χώρας, παγιδευμένης στη μέγγενη της οικονομικής και προσφυγικής κρίσης. Την πτώχευση της Δημοκρατίας. Την απαξίωση της πολιτικής. Τον εθισμό της κοινωνίας στο όπιο του λαϊκισμού. Είναι πεπεισμένοι ότι το μείζον πρόβλημα της χώρας είναι πολιτικό. Είναι η αδυναμία των σημερινών κομματικών ηγεσιών να διαμορφώσουν συνθήκες συναίνεσης, συνεννόησης και συνεργασίας. Προϋποθέσεις για την έξοδο από την κρίση. Είναι αποφασισμένοι να εργασθούν για την ανάδειξη ενός νέου φορέα που θα ενσωματώσει όλες τις δυνάμεις που έχουν τη γνώση, την εμπειρία και τη θέληση να συμβάλουν στην ανασυγκρότηση της χώρας και στην επανατοποθέτησή της στις ράγες της ευρωπαϊκής κανονικότητας.
Ο πολιτικός πραγματισμός για να αχθεί σε πέρας το εγχείρημα αυτό επιβάλλει την επιστράτευση του Κώστα Σημίτη. Μόνο αυτός μπορεί σήμερα να εκφράσει, να εμπνεύσει και να ενώσει όλες τις πραγματικά προοδευτικές και μεταρρυθμιστικές δυνάμεις. Τις δυνάμεις που έχουν αποδείξει την προσήλωσή τους στην αναγκαιότητα σαρωτικών μεταρρυθμίσεων σε όλους τους τομείς και δεν την υψώνουν ως σημαία ευκαιρίας.
Ασφαλώς ο πολιτικός ηγέτης, που σύγχρονοι ιστορικοί (Κ. Κωστής, Στάθης Καλύβας κ.ά.) τον κατατάσσουν στους πέντε σημαντικότερους πρωθυπουργούς που πήγαν τη χώρα μπροστά, δεν είναι αυτός που θα προβάλει τη διαθεσιμότητά του. Είναι ευθύνη των ηγεσιών των σημερινών πολιτικών σχηματισμών, επιδεικνύοντας στοιχειώδη αυτογνωσία, υπευθυνότητα και ρεαλισμό, να απαιτήσουν να αναλάβει αυτός το έργο συγκρότησης του νέου φορέα, να κατευθύνει την επεξεργασία της τολμηρής και ριζικής μεταρρυθμιστικής του ατζέντας και να τον οδηγήσει στο ιδρυτικό συνέδριο κατά το οποίο θα αναδειχθεί η ηγεσία του. Αν αυτοί ολιγωρήσουν, η ευθύνη περιέρχεται στους επώνυμους και ανώνυμους πολίτες που θα διατυπώσουν το αίτημα προς τον πρώην πρωθυπουργό. Εχω τη γνώμη ότι ο Κώστας Σημίτης ως αποδέκτης ενός καθολικού αιτήματος δεν θα μπορέσει να αρνηθεί να συμβάλει, από όποια θέση αυτός επιλέξει, στην επιτυχία του εγχειρήματος που στόχο έχει να διαφυλάξει την ευρωπαϊκή πορεία της χώρας την οποία ο ίδιος με το έργο του καθοριστικά σφράγισε.
Ο κ. Βασίλης Κοντογιαννόπουλος είναι πρώην υπουργός.
ΕΝΤΥΠΗ ΕΚΔΟΣΗ