Την περασμένη Πέμπτη ξεκίνησε στο Λονδίνο η πρώτη Διεθνής Σύνοδος Κατά της Διαφθοράς με καλεσμένους τους ηγέτες σχεδόν όλου του πλανήτη. Ηδη με τη δημοσιοποίηση της Συνόδου άρχισαν και οι πρώτες πομπώδεις εκφράσεις κατά της διαφθοράς του τύπου «η διαφθορά είναι καρκίνωμα που πρέπει να ξεριζωθεί» ή «αν θέλουμε να δούμε χώρες να δραπετεύουν από τη φτώχεια και να γίνονται πλούσιες πρέπει να αντιμετωπίσουμε τη διαφθορά» ή «αν θέλουμε να αντιμετωπίσουμε την τρομοκρατία και τον εξτρεμισμό πρέπει να καταπολεμήσουμε τη διαφθορά» ή «οι υπογράφοντες πρέπει να ασκήσουν δίωξη και να τιμωρήσουν τα πρόσωπα που τη διαπράττουν, τη διευκολύνουν ή είναι συνεργοί σ’ αυτήν» κ.τ.λ. Αλλά και ο πρωθυπουργός της Βρετανίας Ντ. Κάμερον (το όνομα του οποίου ενεπλάκη στα λεγόμενα Panama Papers –το παραδέχθηκε και ο ίδιος) προθέρμανε κάπως το κλίμα δηλώνοντας ότι μεταξύ των καλεσμένων θα είναι και ηγέτες ορισμένων εξαιρετικά διεφθαρμένων χωρών εννοώντας το Αφγανιστάν, τη Νιγηρία κ.ά. Στη Σύνοδο αυτή αναμένεται να υπογραφεί η «πρώτη παγκόσμια διακήρυξη κατά της διαφθοράς».
Πρέπει ευθύς εξαρχής να σημειωθεί ότι για να διαπιστωθεί έπειτα από τόσα χρόνια η ανάγκη διενέργειας μιας διεθνούς συνόδου για την καταπολέμηση της διαφθοράς σημαίνει ότι ως τώρα οι προσπάθειες που έγιναν σε διεθνές επίπεδο προς την κατεύθυνση αυτή ήταν ανεπαρκείς. Και αυτό παρότι τα τελευταία 30 χρόνια έχουν υπογραφεί δεκάδες διακηρύξεις, αποφάσεις και συστάσεις σχετικά με τη διαφθορά από διεθνείς και ευρωπαϊκούς οργανισμούς (όπως π.χ. η Σύμβαση του 1997 του ΟΟΣΑ για την Καταπολέμηση του Χρηματισμού Αλλοδαπών Αξιωματούχων του Δημοσίου στις Διεθνείς Επιχειρηματικές Συναλλαγές, η Σύμβαση των Ηνωμένων Εθνών κατά της Διαφθοράς στο Μεξικό το 2003 κ.ά.) και έχουν ψηφιστεί εκατοντάδες σχετικά νομοθετήματα.
Πώς όμως να ευοδωθούν αυτές οι διακρατικές και νομοθετικές πρωτοβουλίες όταν στην καρδιά της Ευρώπης υπάρχει επί δεκαετίες ένα κράτος, η Ελβετία, στο οποίο επιτρέπεται να λειτουργούν τράπεζες που δεν παρέχουν στοιχεία αυτών που κατέθεσαν χρήματα ή άλλα αντικείμενα αξίας; Η ύπαρξη, δηλαδή, ενός κράτους-νομιμοποιητή παράνομου πλουτισμού των πάσης φύσεως διεφθαρμένων αξιωματούχων και μη του πλανήτη. Γιατί πρέπει να θυμίσουμε εδώ ότι με τη Σύμβαση της Βιέννης του 1815 καθιερώθηκε η ουδετερότητα της Ελβετίας, με αμιγώς όμως στρατιωτικό χαρακτήρα. Από πού συνάγεται ότι αυτή η χώρα πρέπει να λειτουργεί σαν πλυντήριο βρώμικου χρήματος; Θα πρέπει, δηλαδή, κάθε φορά να περιμένουν οι πολίτες να διαρρεύσουν στοιχεία των τραπεζών αυτών από κάποιον υπάλληλό τους που τα υπέκλεψε; (οι λεγόμενες λίστες). Ανάμεσα στους καταθέτες μιας από αυτές τις λίστες υπήρχε και ένα άτομο που δήλωνε κάτοικος μιας περιοχής της Γροιλανδίας όπου υπάρχουν μόνο βρύα και λειχήνες. Κανείς αρμόδιος δεν το πρόσεξε αυτό;
Πώς να τελεσφορήσει η μάχη κατά της διαφθοράς όταν δεν ελήφθη τόσα χρόνια μια σοβαρή νομοθετική πρωτοβουλία ώστε να απαγορευθεί η λειτουργία ανά τον κόσμο των λεγόμενων «φορολογικών παραδείσων» οι οποίοι στερούν τα κράτη από φορολογικά έσοδα και υποχρεώνουν τις φτωχές χώρες να πληρώνουν βαρύ τίμημα; Μέσα από τα εκατομμύρια έγγραφα που βγήκαν στην επιφάνεια από το παναμαϊκό δικηγορικό γραφείο Mossack Fonseca αποκαλύφθηκε πια ότι είναι σε χρήση και λειτουργία ένας τεράστιος αριθμός υπεράκτιων εταιριών (offshore) όπου τοποθετούνται περιουσιακά στοιχεία με πλήρη αδιαφάνεια. Μπορεί να δεχθεί κάποιος ότι κράτη όπως η Αμερική, η Γερμανία, η Γαλλία κ.ά. δεν έχουν τη δύναμη να εξαλείψουν αυτό το φαινόμενο;
Είναι εδραιωμένη πια η πεποίθηση ότι η διαφθορά, είτε είναι κάθετη (πελατειασμός – πατρονία) είτε είναι οριζόντια (διαπλοκή), οδηγεί σε πλήρη αποσύνθεση της ηθικής και πολιτικής τάξης σε μια κοινωνία. Η πρόταξη της καθίδρυσης της καλής διακυβέρνησης και της υπερίσχυσης του δημοσίου συμφέροντος πρέπει να είναι στην πρώτη γραμμή του δημόσιου βίου. Οι δημόσιοι λειτουργοί κάθε επιπέδου στην πυραμίδα της ιεραρχίας ή των διακριτών εξουσιών πρέπει να διακρίνουν τα δημόσια καθήκοντά τους από τα ιδιωτικά τους συμφέροντα. Ιδιαίτερα ακόμη πρέπει να προσέχουν ώστε η δημόσια συμπεριφορά τους να μην προκαλεί δυσμενή σχόλια σε βάρος της εικόνας της χρηστής διακυβέρνησης, ακόμη κι αν έχουν τις καλύτερες των προθέσεων. Ετσι, π.χ., ο υπουργός Δικαιοσύνης έχει το δικαίωμα κατά το άρθρο 30 του Κώδικα Ποινικής Δικονομίας να παραγγείλει στον Εισαγγελέα τη διενέργεια προκαταρκτικής εξέτασης για οποιαδήποτε αξιόποινη πράξη. Αυτό όμως δεν του δίνει και το δικαίωμα να έρθει σε επαφή με δικαστικό λειτουργό (δικαστή ή εισαγγελέα) ζητώντας πληροφόρηση ή πολύ περισσότερο δίνοντας οδηγίες χειρισμού συγκεκριμένης υπόθεσης που αυτός χειρίζεται. Αλλά από την άλλη μεριά και οι δικαστικοί λειτουργοί που έχουν συγγενικά πρόσωπα με ενεργή ενασχόληση στην πολιτική πρέπει να απέχουν από τον χειρισμό υποθέσεων στα οποία εμπλέκονται πολιτικά πρόσωπα –οι τιμιότεροι όλων κι αν είναι.
Πανθομολογείται πλέον ότι η διαφθορά έχει λάβει διαστάσεις πανδημίας. Δεν αρκούν πια αφορισμοί, τσιτάτα και ευχολόγια αλλά σοβαρές νομοθετικές και υλοποιήσιμες πρωτοβουλίες τόσο σε διεθνές και ευρωπαϊκό όσο και σε εθνικό επίπεδο. Μας στοιχειώνει ακόμη η φράση του Ζαν-Ζακ Ρουσό ο οποίος είχε πει ότι «δεν είναι η διαφθορά των ανθρώπων που καταστρέφει το πολιτικό σύστημα αλλά το πολιτικό σύστημα που διαφθείρει και καταστρέφει τους ανθρώπους».
Ο κ. Βασίλης Φλωρίδης είναι αντεισαγγελέας Εφετών.

ΕΝΤΥΠΗ ΕΚΔΟΣΗ