Την περασμένη Πέμπτη μάς πρόλαβε η σαρακοστή ένατη επέτειος της επτάχρονης χούντας, που υποχώρησε με την άδεια του Κίσινγκερ, αφού στο μεταξύ η Κύπρος παραχώρησε το μισό της έδαφος στους Τουρκοκυπρίους. Ο καθένας θυμάται στις μέρες μας, αν έχει στο μεταξύ επιβιώσει, τι συνέβη μεταξύ επώδυνης γνώσης και ανώδυνης άγνοιας. Στο μεταξύ ο Τσίπρας μάς εμπαίζει με το λοξό του, αριστεροδέξιο, πρόγραμμα, που το σερβίρει με δόσεις. Τι απομένει για μας, τους επιγόνους: αναμνήσεις, γραμμένες και άγραφες στο «Βήμα της Κυριακής», από όπου το 1972 προέκυψε η «Ανεμόσκαλα» στις εκδόσεις Παπαζήση, με το χέρι του αλησμόνητου Δήμου Μαυρομάτη το 1972, αφιερωμένη στον γενναίο Χριστόφορο Αργυρόπουλο. Αντιγράφω τον Πρόλογό της, χωρίς ζαβολιές:
«Ενα τόσο σύντομο τεύχος τι τον χρειάζεται τον πρόλογο; Για να προστατευτεί. Γιατί οι δώδεκα αυτοί σπόροι γυρεύουν τώρα ένα σακούλι να πέσουν μέσα. Μόνος του ο καθένας, αφημένος στη βιτρίνα ενός μεγάλου μαγαζιού σε αραιά διαστήματα, ήταν λίγο αστείος και γυμνός. Δεν πρόκειται για επιφυλλίδες.
Για χαρακιές πρόκειται σε τυφλό τοίχο, που ευαγγελίζονται ανομολόγητες ηδονές, μοιρασμένες σε έρημα χρόνια, μέσα και γύρω από έμφρακτους χώρους, βιογραφώντας την αισιοδοξία ενός ανθρώπου που έχασε το χιούμορ του, μαζί με τη δουλειά του, όπως χάνει κανείς σε ορισμένη ηλικία τα μαλλιά του ή τα δόντια του.
Αυτός είναι ο στόχος τους: να περιγράψουν με ακρίβεια τα κλινικά συμπτώματα μιας πολιτικής αρρώστιας, που το ομολογημένο εξάνθημά τους όλοι το ξέρουμε, αλλά τα παραλειπόμενα θυμίζουν πράγματα πιο οδυνηρά και σχεδόν γελοία: πώς συμπιέστηκε λιγάκι το κεφάλι του δασκάλου, οι έξι σύντροφοι έγιναν τρεις, οι τρεις μισός, η πόλη πέρασε σε ξένα χέρια και τώρα τοκίζεται σε ανθρώπους που δεν είναι πια φίλοι, ή έχουν γεράσει, ή στο μεταξύ αποβλακώθηκαν. Δυο λόγια και για τη γραφή.
Οποιοι γυρεύουν την παχυλή σαφήνεια, τους παραπέμπω στην ομολογία κάποιου φίλου που θυμωμένος φώναζε: ο πιο σαφής άνθρωπος που γνώρισα στη ζωή μου ήταν ο δεκανέας μου στον στρατό. Φυσικά αυτό δεν αποτελεί ολότελα πειστικό επιχείρημα, δείχνει όμως ότι σε χρόνια δίσεχτα επιβάλλεται ίσως να τρυπάμε τις άδειες λέξεις στο κεφάλι με μια φουρκέτα, όπως έλεγε ο ποιητής.
Εδώ που τα λέμε, μέσα σ’ αυτό το τεύχος υπάρχει και το αντίβαρο: λόγος επιθετικός και με τον τρόπο του ίσως θαρραλέος. Και μια ανάμνηση, για να τελειώνουμε:
Τις πρώτες επτά μέρες που ήμουν σε απομόνωση κατόρθωσα το ακατόρθωτο: έβγαλα από τον ψωραλέο πάγκο μου με τα νύχια μου τρεις πινέζες τόσο πατημένες που έλεγες πως είχαν πια χωνέψει με το ξύλο.
Η άσκηση κράτησε έξι ώρες –τις έχω φυλαγμένες. Οποιος νομίζει εύκολο τον γελοίο αυτόν άθλο, ας δοκιμάσει τον δεύτερο: έβαλα ξανά στον άξονά του, χωρίς να σπάσω το γυαλί, τον λεπτοδείχτη του ρολογιού μου –αυτό βάστηξε δύο μερόνυχτα. Αληθινά ζητώ συγγνώμη για τη γλώσσα μου. Ενας θεός ξέρει πόσο μου αρέσουν τα ελληνικά (4.12.1972)».
Κλείνω μ’ ένα κολοβό απόσπασμα από την Ανεμόσκαλα πάλι: το μισό της πρώτης επιφυλλίδας μετά τον ενδεκάμηνο αποκλεισμό στα κελιά του ΕΑΤ-ΕΣΑ και στην απομονωμένη πτέρυγα των φυλακών του Κορυδαλλού (18.12.1972).
Τίτλος του Η Επιστροφή: «Στην αρχή κρεμιέσαι από τις γέφυρες που ενώνουν το μέσα με το έξω, το χθες με το σήμερα. Υπάρχει ευτυχώς ένας ολόκληρος κατάλογος από σωτήριες λέξεις, έτοιμες να σε ταλαντεύσουν από τη μια στην άλλη άκρη, περίπου ανέπαφο, σε κατάσταση ανακουφιστικής ναυτίας. Η δυσκολία έρχεται όταν πια δεν μπορείς ή αρνείσαι να χρησιμοποιήσεις αυτές τις διαφυγές. Τότε τα όρια συγχέονται. (…)
Δύσκολα αποκατασταίνεται ο κύκλος των αισθήσεων. Δύσκολα ξαναπερνούν τα δαχτυλίδια τους στο σώμα σου. Ο ζαλισμένος δρόμος, η πόρτα του σπιτιού, το ζεστό νερό δεν πλησιάζονται παρά με πόνο. Πιο βολικές είναι οι πέτρες και τα όστρακα, τα πράσινα ερείπια και οι θρυμματισμένες πανοπλίες, οι πρώιμες επιγραφές και οι αρχαίοι μύθοι.
Δυο μέρες στους Δελφούς και έξι στην Αργολίδα. Ψηλά και αριστερά από τις Φαιδριάδες το πράσινο στάδιο έρημο, γεμάτο φως και αέρα, κιβωτός δίχως οροφή. Πολύ κοντά στον πάνω και στον κάτω κόσμο. Και πλάι ο Κλέοβις και ο Βίτων, με τα μεγάλα πετρωμένα μάτια τους, τα δυνατά μεριά, όρθιοι, και όμως βυθισμένοι στον ευτυχισμένο ύπνο τους.
Στην άλλη όχθη ο βράχος της Ασίνης, υγρός και μυρισμένος. (…) Το Ηραίο κλιμακωμένο πάνω στο βουνό, να βλέπει τη θάλασσα, δίχως να τα πειράζει ή να τα σφετερίζεται. Η ίδια θάλασσα χωμένη στον κόρφο της Λέρνας, ο ίδιος κάμπος γύρω από τη θάλασσα, ο ίδιος ουρανός ριγμένος στη χαράδρα των Μυκηνών –και η αχηβάδα της Επιδαύρου ανάμεσα στα πεύκα.
Ο χώρος έξω από τις παλάμες και τα πέλματά σου. Ο χρόνος ξανά ένα ποτάμι από αίμα και νερό. Δεν πρόκειται για ηρεμία, πολύ λιγότερο για κάθαρση. Ισως ένας άλλος βηματισμός, πιο αργός και πιο υπομονετικός. Η προσωπική εμπειρία έξω από τον κλειστό αυλόγυρό της. (…) Κάνει κρύο τον χεμώνα εδώ και τρεις χιλιάδες χρόνια από τον Κολωνό ως τον Κορυδαλλό.
Ο Διαγόρας και οι άλλοι, μαζεμένοι γύρω από τα μάτια τους, βυθισμένοι στη βάναυσή τους προσμονή, διασκεδάζοντας τη βιασμένη τους σιωπή, συλλογισμένοι μ’ έναν άλλον τρόπο, γύρω από το πηγάδι της κοινής ελπίδας –τα δάχτυλα στο φιλιατρό».

ΕΝΤΥΠΗ ΕΚΔΟΣΗ