Για αποσπασματική μεταγραφή σε ενιαίο κείμενο πρόκειται, με βάση τα «Γράμματα από την Κριμαία» του Νίκου Κούνδουρου, που πρόσφατα κυκλοφόρησαν στις εκδόσεις ΑΓΡΑ, σε επιμέλεια της Σωτηρίας Ματζίρη-Κούνδουρου. Αφορμή τους το γύρισμα του «Μπάυρον» στη Γιάλτα το 1991, που κυκλοφόρησε τον άλλο χρόνο, με το επόμενο αυτοσχόλιο: «Η ιδέα της αναπαράστασης μιας γειτονιάς του Μεσολογγίου έχει ξεπεραστεί από καιρό, καθώς η ταινία έχει υπερβεί την εξάρτησή της από τόπους, χρόνο και δικά της ονόματα. Ο ξένος απέραντος τόπος που μας κυκλώνει, η ξένη γλώσσα, τα ξένα πρόσωπα, με βοήθησαν να μπω οριστικά σ’ αυτό το υπερβατικό κλίμα που από την αρχή αναζήτησα».
Η δική μου αυθαίρετη μεταγραφή υπακούει λίγο-πολύ σε ομόλογη αρχή: πρωτεύουσα σημασία στην προκειμένη περίπτωση έχει το ζεύγος «καιρός και τόπος», παρεπόμενα του οποίου είναι οι δρώντες και τα δρώμενα. Υπόδειγμα ποιητικό διπλό: «Ο ήλιος του απογεύματος» του Καβάφη και «Η τελευταία μέρα» του Σεφέρη. Προχωρώ, αφήνοντας να μιλήσει ο Κούνδουρος με τη δική του φωνή και το δικό μου χέρι:
Από χτες είμαι πάλι εδώ, πιο ξένος από κάθε άλλη φορά, καθώς η σκέψη του καιρού που θα μείνω, με μετατρέπει από περιπατητή και ταξιδιώτη σε εξόριστο. Και ακόμα γιατί χάθηκε εκείνο τα καθησυχαστικό που έπαιρνα μαζί μου σε άλλα ταξίδια: η Σωτηρία που είναι εκεί και περιμένει, σκέφτεται για μας και κρατά γερά τα αόρατα σπαγκάκια που κάνουν την απόσταση και τον χρόνο να χάνουν τα αληθινά τους όρια.
Ο Μπάυρον περιμένει στοιχειωμένος ανάμεσα Αγγλία και Μεσολόγγι, και για να γίνουν τα πράγματα, όπως είναι η τάξη και το σωστό, του παραδίνω τώρα σιγά-σιγά το δύστροπο μυαλό μου και ό,τι άλλο διαθέτω, έτοιμος πια για το μεγάλο μακροβούτι. Ενα δάσος από κομμένους κορμούς δέντρων από πίσω και μια γκριζόασπρη νεκρική πόλη από μπρος, ό,τι χρειάζεται δηλαδή για να μην κουνήσω μέτρο, όσο καιρό θα κρατήσουν τα γυρίσματα. Το σπίτι που ζούμε εδώ στην Κριμαία είναι κι αυτό ζωσμένο από δάσος. Ενα παλιό αρχοντικό από την εποχή των Βογιάρων και των πριγκίπων, που επισκευάστηκε τώρα, κάπως βιαστικά για να μας στεγάσει. Είναι ακόμα αγκαλιασμένο από σκαλωσιές. Φαίνεται πως τους μαστόρους και τους εργάτες τους έστειλε στα σπίτια τους το πραξικόπημα, γιατί όλοι έχουν εξαφανιστεί, κι είμαστε εδώ μόνοι και αμήχανοι, κυκλωμένοι από τους μικρούς και τους μεγάλους φόβους μας για το άγνωστο, που μέσα του κουρνιάσαμε και περιμένουμε.
Ξέρω πως τούτη τη στιγμή που σου γράφω, κάπου πολύ κοντά μας γίνονται πράγματα που θ’ αλλάξουν ίσως την ιστορία του αιώνα που φεύγει. Αν πετύχει το πραξικόπημα εδώ, θα γυρίσει ο χρόνος πίσω, και δεν θα ‘ναι μόνο για τούτη την κλυδωνιζόμενη χώρα. Και τώρα όλοι, και εμείς μαζί του, προσπαθούμε να συναρμολογήσουμε τα γεγονότα των ημερών της σχιζοφρένειας. Οι πληροφορίες είναι λειψές, και έτσι αρπάζουμε με λαιμαργία εκείνες που μιλάνε για κάτι χειροπιαστό και άμεσο.
Και πάνω απ’ όλα πόσο αδύναμος και εκτεθειμένος νιώθεις, έτσι εκτεθειμένος στην επιβουλή των άλλων, ανήμπορος να υπερασπιστείς τον εαυτό σου και ό,τι αγαπάς. Ανθρώπους, πράγματα, χώρους, μνήμες, ιδέες, ό,τι τέλος πάντων μας έχει φτιάξει μέσα στα χρόνια να είμαστε αυτό που είμαστε. Απορώ καμιά φορά πώς μπορώ να συντηρώ με τόσο πάθος το μίσος μου για τα ίδια πράγματα που μίσησα στα εφηβικά μου χρόνια, παιδί του πολέμου και της Κατοχής, των στρατοδικείων και της τυφλής βίας, με όνειρα και οράματα και πείσμα ατέλειωτο. Μπροστά μου ο Ρούσσος, αλύγιστος, ασυμβίβαστος με όλους και με όλα. Αυτός ο Ρούσσος που χάθηκε τόσο απότομα, μ’ έφερε πιο κοντά στο μεγάλο μυστήριο τη ζωής.
Το φοβερό σκηνικό της ταινίας μοιάζει κάθε μέρα που περνά πιο πολύ με τη νεκρή πόλη που θέλω να αναστήσω. Ατέλειωτοι πέτρινοι τοίχοι από γκρίζο γρανίτη, σπίτια χωρίς παράθυρα, στενοί δρόμοι και περάσματα, που μόλις μπορεί να χωρέσει άνθρωπος. Ο ξένος απέραντος τόπος που μας κυκλώνει, η ξένη γλώσσα, τα ξένα πρόσωπα με βοήθησαν να μπω οριστικά σ’ αυτό το υπερβατικό κλίμα που από την αρχή αναζήτησα.
Ο Μπάυρον θέλει να είναι ένα τραγούδι, μια ελεγεία για την απελπισία και για τον θάνατο, ένα δοξαστικό στην αγωνία του ανθρώπου να τα βγάλει πέρα με τη ζωή του και με τις ζωές των άλλων. Μια ταινία ευφρόσυνη μέσα στη θανατερή μελαγχολία της. Η μόνη μου αγωνία είναι να μη συμβεί τίποτα κακό, έτσι που τα κακά περίσσεψαν αυτά τα τελευταία χρόνια και η λαχτάρα τους έχει πληγώσει, για να μην πω πως έχει για πάντα πια θρυμματίσει, εκείνη την τυφλή, και λίγο κουτσή εμπιστοσύνη στην καλή μοίρα που μου παραστάθηκε τα τελευταία οδυνηρά χρόνια, τον τελευταίο χρόνο θέλω να πω, αλλά βάζω ορόσημα το τσάκισμα εκείνου του ύπουλου νεύρου.
Δυόμιση. Κυριακή βράδυ προς Δευτέρα. Σε λίγο φεύγουμε πάλι, τελευταίο ξεσήκωμα και σε λίγες ώρες εκεί. Εξω νύχτα πυκνή, η Μόσχα, η Ρωσία, μοιάζουν μονάχα ονόματα. Κι όμως εδώ είναι Μόσχα, το λέω και το ξαναλέω, για να νιώσω πιο καλά πως το εδώ είναι εκεί. Αυτή η λέξη πρέπει κάποια στιγμή να βγει από τον κρυψώνα της.

ΕΝΤΥΠΗ ΕΚΔΟΣΗ